Γίνονται σημεία και τέρατα. Κυρίως τέρατα. Και είναι τόσο μα
τόσο βαρετό και ψυχοφθόρο να γράφεις γι αυτά. Άσε που δεν έχει και πολύ νόημα. Επί
των τεράτων, έτσι κι αλλιώς, συμφωνούμε. Επί των φαρμάκων πάλι, τρέχα γύρευε. Με
το που πας να ψελλίσεις μια πρόταση, θα σου την πέσουν από χίλιες μεριές. Άλλοι
γιατί θεωρούν πως τους στοχοποιείς, άλλοι γιατί όντως τους στοχοποιείς και καλά
κάνεις, άλλοι γιατί βλέπουν με σκεπτικισμό την οποιαδήποτε
πρόταση, που δεν μπορεί, θα χει τις αδυναμίες της, μια κι ο Θεός έχει αποσυρθεί
από το Τμήμα Σχεδίασης Τελείων Λύσεων.
Μεταξύ μας τώρα, η τελευταία του Τέλεια
Λύση, εκείνο το σχέδιο με τον άνθρωπο και την ελεύθερη βούληση που και καλά θα
επέλεγε το Καλό και θα επιστρέφαμε όλοι στον Παράδεισο, πάει κατά διαόλου. Ούτε
ο διάολος να το είχε σχεδιάσει.
Έχω δε και κάτι υποψίες πως έχει βρει
δουλειά στο εξωτερικό. Κάπου μακριά από δω όπου εκτιμούν τα θεϊκά του ταλέντα.
Να
νοιώθει άραγε πού και πού νοσταλγία για μας;
Σκέφτεται άραγε να γυρίσει στα
γεράματα ή ρίχνοντας μια βιαστική ματιά προς την αποδώ μεριά, γυρνάει από την
άλλη και μουντζώνεται;
Τεσπά που λέει κι ο γιος μου.
Για να διατηρήσω τη στοχοπροσήλωση
της δικής μου ελεύθερης βούλησης, κάνω μικρές βουτιές στην ομορφιά.
Τώρα που
κρυώνει η θάλασσα και τέλειωσαν οι
μέρες της άδειας, οι βουτιές γίνονται νοητικές.
Ελάτε όμως να βουτήξουμε παρέα.
Αυτή λοιπόν, είναι μια ιστορία που την άκουσα από την
αγαπημένη μου θεία. Λέει για μια γιαγιά, που κάποτε ήταν μικρό κορίτσι. Τη
λέγανε Δέσποινα κι ήτανε η πεθερά της θείας μου.
Το κορίτσι είναι το χαϊδεμένο, το κακομαθημένο του πατέρα της.
Η μαμά πέθανε στη γέννα κι αδερφάκια δεν υπάρχουν. Ο μπαμπάς είναι ζωγράφος. Τόπος του η Χίος.
Ζωγραφίζει θεούς κι αγίους, τα πιο πονεμένα μάτια της Παναγιάς, τα πιο
αξιαγάπητα θεία βρέφη. Κι όταν τελειώνει τη δουλειά, ο κόσμος ανατέλει στη ματιά της κόρης του.
Παραμύθια, τραγούδια, βόλτες, παιχνίδια, όλος ο χρόνος
του δικός της.
Μόνο, που σκαρφαλωμένος μια μέρα ο μπαμπάς, στο ξύλινο
ικρίωμα, κάπου δεν υπολογίζει καλά το βάρος του. Διπλώνει η σκαλωσιά, γκρεμίζεται κι ο αγιογράφος.
Ευτυχώς δεν υπέφερε.
Έμεινε στον τόπο.
Πεντάρφανη η μικρή και
κάτι συγγενείς που δεν τους περίσσευαν τα χρήματα (κι η αγάπη κυρίως), τη
στέλνουν να δουλέψει σε μια μακρινή θεία, στη μακρινή Αλεξάνδρεια.
Υπηρέτρια η Δέσποινα.
Και
πέρασε η χαϊδεμένη μεγάλα ζόρια. Δουλειές και ξύλο και χρόνια χωρίς αγκαλιές
και γλυκόλογα.
Μα έλα που όταν είναι στραμμένο το είναι σου στην αγάπη και
να χάσει τον μπούσουλα η εσωτερική πυξίδα, θα βρει τον τρόπο να δείξει κατά κει
όπου είναι μαθημένη.
Μια μέρα, πηγαίνει η μικρή Δέσποινα στο χασάπη να ψωνίσει το κρέας της
κακιάς θείας.
Όμορφη σαν τη χαρά της ζωής. Η Δέσποινα, όχι η θεία, που δεν μας ενδιαφέρει κιόλας.
Το χασαπόπουλο, ένας μαυρομάτης
Μαλτέζος, την ερωτεύεται κι επειδή δεν μιλάει τη γλώσσα της κι έχει καταπιεί τη δική του, της προσφέρει ένα τριαντάφυλλο να συνοψίσει το περιεχόμενο της καρδιάς.
Φαντάζεστε τώρα τη σκηνή. Η μικρή μυρίζει το άνθος,
κοκκινίζει ως τ’ αυτιά, τρεμοπαίζει βλεφαρίδες, χαμογελάει πιο αινιγματικά, πιο
συνθηματικά, πιο ξεκάθαρα κι απ την Τζοκόντα. Ο νεαρός φουντώνει, κοιτάει τα
παπούτσια του, κοιτάει τα σφάγια που κρέμονται δεξιά κι αριστερά, κοιτάει τον
ξύλινο πάγκο με τα αίματα, αλλά ο δρόμος της αγάπης δεν έχει γλυτωμό κι αργά,
σαν σκηνή από ταινία, γυρνάει το βλέμμα σε κείνη.
Εδώ είμαστε λοιπόν.
Οι πυξίδες
προσανατολίζονται και δεν αλλάζουν ρότα.