Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Άγιος Παντελεήμονας




«Αν βλέπεις με συμπάθεια τους Αφγανούς απεργούς πείνας, να πας να μείνεις στον Άγιο Παντελεήμονα!» Το τελικό επιχείρημα πολλών αγανακτισμένων με την κατάληψη της Νομικής.

Στον Άγιο Παντελεήμονα έγινε ο γάμος των γονιών μου. Εκεί βαφτίστηκα. Αργότερα παντρεύτηκε ο αδερφός μου και κάμποσοι κολλητοί. Έπληξα μέχρι θανάτου σε λειτουργίες διάρκειας γεωλογικών αιώνων, με αντάλλαγμα μερικές ώρες με τα φιλαράκια στην παιδική χαρά. Ναι, ομολογώ πως η επαφή μου με την εκκλησία έκρυβε πελατειακές σχέσεις.
Κι ενώ ο εντός της εκκλησίας χρόνος λίμναζε, ο εκτός, κύλαγε με χειμαρρώδεις ρυθμούς. Στα πλατύσκαλα παίζαμε στρατιωτάκια-ακούνητα-αγέλαστα και στις απίθανες κρυψώνες της πλατείας, κρατούσα την ανάσα μέχρι να περάσει αυτός που τα φύλαγε. Μιας κι οι γωνιές ανέδιδαν μυρωδιές αμμωνίας, κανείς δεν άντεχε να παραμείνει για πολύ ώρα κρυμμένος. Οι δυσάρεστες οσμές αποκαθιστούσαν ένα είδος δικαιοσύνης για τον καντέμη που βγήκε-και-τα-φυλάει-αυτός. Οι τραυματισμοί ήταν συχνοί κι όλοι διαθέταμε θαυμάσιες επιγονατίδες μόνιμης κρούστας ξεραμένου αίματος. Χαλίκια κολλάγανε στα παπούτσια, έγδερναν τις παλάμες και τα γόνατα στις πτώσεις. Οι κούνιες κι οι τσουλήθρες στην παιδική χαρά ήταν πάντα σκουριασμένες. Είχαμε μάθει ν’ αποφεύγουμε τα σχισμένα σίδερα. Σαν παιδί, ήμουν πεπεισμένη πως μια μεταλλική επιφάνεια δεν μπορεί να είναι λεία και λαμπερή. Τα περισσότερα παιχνίδια ήταν ξεχαρβαλωμένα. Γερμένα στο χώμα, χρησίμευαν σαν αναχώματα στο κυνηγητό. Βέβαια, για τη βρωμιά, τα κακοσυντηρημένα παιχνίδια και τα κοφτερά χαλίκια, κανείς δε νοιαζόταν. Όλοι τα θεωρούσαμε αυτονόητα.

Μετά το παιχνίδι, όλα τα παιδιά ζητούσαν σουβλάκια. Την επόμενη μέρα, οι μισοί από μας κοιλοπονάγαμε και νοιώθαμε δυστυχισμένοι, όμως γλυτώναμε το σχολείο και κάπως έφτιαχνε η διάθεσή μας –η ζωή δεν είναι εντελώς άδικη, ότι και να λένε. Κάτι μουρμουράγανε οι μανάδες για τα βρώμικα κρέατα και την ύποπτη προέλευσή τους. Αμφιβολίες εκφράζονταν και για το είδος των ζώων που χρησιμοποιούσαν  στα ντονέρ, αλλά στην πραγματικότητα, κανείς δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Οι ίδιοι ιδιοκτήτες λειτουργούσαν τα μαγαζιά για χρόνια.

Στην εφηβεία, συναντιόμουν με τις φίλες μου στις κούνιες. Κλωτσούσαμε τα αιώνια πετραδάκια –που και που καμιά σύριγγα- κι αναλύαμε τις συμπεριφορές των καθηγητών και την αμηχανία ή το θράσος των αγοριών.
Στην πλατεία κυκλοφορούσαν διάφοροι παράξενοι τύποι, γνωστοί σε όλους. Ούτε για τις σύριγγες, ούτε για τους περίεργους νοιαζόταν κανείς.

Το πατρικό μου ήταν διαμέρισμα σε πολυκατοικία αντιπαροχής. Το παράθυρο στο παιδικό δωμάτιο έβλεπε σ’ ένα στενό, κάθετο στην Αχαρνών. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου υπήρχε ένα νεοκλασσικό με μισάνοιχτη πόρτα και φωτάκι. Διαβάζοντας, χάζευα την κίνηση στο σπίτι της Λουίζας-έτσι έλεγαν την κοπέλα. Η Λουίζα ήταν ένα πλάσμα μυστηριώδες. Η μαμά την περιέγραφε ως μια κυρία με πολλούς φίλους. Καθώς το έλεγε αυτό, ρούφαγε τη μύτη της κι αυτό ήταν κακό σημάδι. Δεν είχα δει ποτέ την κυρία με τους πολλούς φίλους. Θα πρέπει να δούλευε περισσότερο κι απ’ την αθώα Ερέντιρα του Μαρκές, γιατί δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει απ’ το σπίτι της. Τα πατζούρια της πάντα κλειστά κι η πόρτα να χάσκει αινιγματική και τρομακτική σαν στόμα στοιχειωμένου κάστρου. Οι φίλοι της κυρίας είχαν πολύ ενδιαφέρον, επίσης. Μπαίνανε βιαστικοί αποφεύγοντας να κοιτάξουν γύρω. Αν δεν σε βλέπω-δεν με βλέπεις, μοιάζανε να σκέφτονται. Βγαίνοντας, οι ντροπές τους εγκατέλειπαν. Πολλοί απ’ αυτούς, κούμπωναν το παντελόνι τους στο δρόμο. Μια απραγματοποίητη επιθυμία, ήταν να γίνω αόρατη και να τρυπώσω μέσα σ’ εκείνο το σπίτι. Ήθελα να ξέρω πώς ήταν, πώς μύριζε, πόσο φως είχε και κυρίως ήθελα να συναντήσω τη Λουίζα. Ήταν όμορφη; Κοίταζε τους πελάτες στα μάτια; Ήταν ζωντανό το βλέμμα της; Εντέλει, υπήρχε στ’ αλήθεια; Πώς γινόταν να την ξέρει όλη η γειτονιά εκτός από μένα;

Η περιοχή ήταν γεμάτη από σπίτια με φωτάκια κι όχι μόνο. Στο διπλανό δρόμο υπήρχε ένα διάσημο τσοντάδικο με πολύ ενδιαφέρουσες γυμνές φωτογραφίες, γεμάτες ενοχλητικά ορθογώνια χαρτάκια κολλημένα στις κορφές καμπυλών ή στα βυθίσματα εσοχών. Με τις φίλες μου, χαζεύαμε την είσοδο του κινηματογράφου πηγαίνοντας σχολείο και δίναμε σκουντιές η μια στην άλλη κρυφογελώντας. Αναρωτιόμουν, αν μεγαλώνοντας θα αποκτούσα ένα σώμα σαν αυτά στις φωτογραφίες –χωρίς τα χαρτάκια ασφαλώς. Ο κινηματογράφος ήταν διάσημος. Αν κάποιος δυσκολευόταν να καταλάβει πού μένεις, του έλεγες «κοντά στο Εσπέρια» κι οι απορίες ξεδιαλύνονταν. Κανείς δεν διαμαρτυρόταν για την τόσο ερωτική πλευρά της συνοικίας.

Χρόνο με το χρόνο, η καθημερινότητα γινόταν δυσκολότερη. Το νέφος αγαπούσε τον Άγιο Παντελεήμονα και στεφάνωνε πάντα τον ψηλό του τρούλο. Ο ουρανός έφτυνε τον αρρωστιάρικο βήχα του στα μούτρα των κατοίκων, αλλά εκείνοι έδειχναν γνήσια τεξανή περηφάνια για τη μεγαλύτερη εκκλησία των Βαλκανίων, την μόνιμα ανολοκλήρωτη.
Τα αυτοκίνητα πολλαπλασιάστηκαν τόσο, που δύσκολα αποφάσιζες να τα χρησιμοποιήσεις γιατί θα έχανες τη θέση και θα άλλαζες τουλάχιστον ένα μεταφορικό μέσο για να καλύψεις την απόσταση αυτοκινήτου-σπιτιού.
Τα σκουπίδια στοιβάζονταν σε ευωδιαστούς λόφους και σε κάθε βροχή, οι φραγμένες απορροές μετέτρεπαν τους δρόμους σε πλωτά ποτάμια. Μια και κανείς δεν διέθετε γόνδολα, δεν απολαμβάναμε τη μεταμόρφωση της γειτονιάς σε Βενετιά της Ανατολής. Ωστόσο, όλα αυτά ήταν τόσο δύσκολο να διορθωθούν, που κανείς δεν πίστευε πως άξιζε καν να προσπαθήσουμε.

Έφυγα από τον Άγιο Παντελεήμονα, λίγο πριν η συνοικία κατακλειστεί από οικονομικούς μετανάστες. Η πόλη με είχε κουράσει κι ήθελα τα παιδιά μου να μεγαλώσουν βλέποντας δέντρα, κότες, πρόβατα, γαλοπούλες και κουνέλια. Για κακή μου τύχη, η ανάπτυξη μ’ ακολούθησε. Το δάσος όπου χανόμουν με το μωρό στο μάρσιπο, μεταμορφώθηκε λίγο πριν τους Ολυμπιακούς, σε γειτονιά εξαντλημένων συντελεστών δόμησης με μπόλικους χώρους για τακτοποίηση.

Συχνά επισκέπτομαι το πατρικό μου, μια κι εκεί μένει η οικογένεια του αδερφού μου. Τα παιδιά του παίζουν στην πλατεία με τα φιλαράκια τους. Ρίχνω μια ματιά απ’ το παράθυρο του παλιού μου δωματίου. Το νεοκλασσικό της Λουίζας έγινε πολυκατοικία, αλλά διατηρούνται στην περιοχή πολλά φιλόξενα σπίτια, με όμορφες και φρέσκιες αλλοδαπές. Παιδιά, γονείς και περίεργοι τύποι έχουν γίνει πολυπολιτισμικοί. Στο δρόμο δεν ακούς πια ελληνικά. Νομίζεις πως βρίσκεσαι σε υποβαθμισμένη περιοχή του Παρισιού, ενώ περπατάς σε υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας. Τα αυτοκίνητα φωλιάζουν στις ξεφουσκωμένες ρόδες τους και τα σκουπίδια σχηματίζουν τις γνώριμες πυραμίδες. Τα βρώμικα μαγαζιά της περιοχής άλλαξαν χέρια. Δεν τα έχουν πια Έλληνες, αλλά είμαι σίγουρη πως οι νέοι ιδιοκτήτες διατηρούν τη γνωστή  ποιότητα. Οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί κι ενώ ποτέ δεν ήταν πλούσιοι, τώρα δείχνουν επικίνδυνοι. Η εξαθλίωση φέρνει την απόγνωση και την οργή. Κυκλοφορούν αρκετοί αστυνόμοι αν και θα χρειάζονταν περισσότεροι οδοκαθαριστές.
Η αγανάκτηση αντικατέστησε την αδιαφορία. Πλέον όλοι νοιάζονται, ακόμα κι αν δεν έχουν πατήσει το πόδι τους στην «ιστορική» συνοικία.  Κι όπως φαίνεται, κατάφεραν επιτέλους να εντοπίσουν τη ρίζα των χρόνιων προβλημάτων ∙ τους μετανάστες.



Η φωτογραφία είναι από το http://www.enet.gr/

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Φιλιά




Κάμποσα καλοκαίρια πριν, βρεθήκαμε με τον καλό μου σε παραλιακό ταβερνάκι. Πρώτες μέρες της ολόφρεσκης σχέσης μας κι ήταν αδύνατον να  μην κολλήσουμε ο ένας στον άλλο. Πανίσχυροι μαγνήτες, καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες.
Ο ταβερνιάρης, όρθιος δίπλα μας, μέτρησε τα λεφτά του λογαριασμού. Τα βρήκε σωστά και ρουφώντας όλο τον αέρα από γύρω, το ξεφούρνισε:
«Δεν πάτε κάπου αλλού τώρα, γιατί έχουμε γυναίκες και μικρά παιδιά;»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, στραβωμένοι από τον έρωτα ή την πείνα, ούτε που είχαμε προσέξει πως το μαγαζί ήταν έρημο. Εντάξει, υπήρχαν τα τζιτζίκια και δυο μονόφθαλμα γατιά, αδιάφορα  θα τα έλεγα, για τα φιλιά μας. Εκτός από μας, ο μόνος άνθρωπος και ο αποκλειστικά ενοχλημένος, ήταν αυτός ο μεσήλικας με το τεφτέρι στα λιγδιασμένα χέρια και τη φανέλα να τεντώνεται στα όρια της εξόντωσης γύρω απ’ την πλαδαρή κοιλιά του. Αν σκεφτόμαστε λογικά, θα είχαμε διαλέξει ένα μέρος πολυσύχναστο, για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας από πιθανή τροφική δηλητηρίαση. Αν και δεν γεμίζουν μόνο τα καλαμαράκια τοξίνες, όταν μπαγιατέψουν .
Έτσι κι αλλιώς, ήμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Κοιταχτήκαμε συνωμοτικά και σηκωθήκαμε για μια βόλτα στην ακρογιαλιά.
Το κέφι μας, το ξαναβρήκαμε γρήγορα. Για το μαγαζάτορα, δεν παίρνω όρκο.

Καθώς οδηγώ στην πόλη, συναντώ νεαρά ζευγάρια να στέκονται στο φανάρι και ν’ ανταλλάσσουν φιλιά. Η διάθεση είναι κολλητική. Ο μπροστινός οδηγός σκύβει στην κοπέλα δίπλα του. Τα πρόσωπα τους συγχωνεύονται. Δεν νοιάζονται για το πράσινο που γίνεται κόκκινο. Οι άλλοι οδηγοί κορνάρουν. Αν τους καθυστερούσε κάποιος, επιχειρώντας να παρκάρει, μπορεί να έδειχναν περισσότερη υπομονή. Μια θέση για το αυτοκίνητο, είναι σημαντικότερη από ένα φιλί.  

Αφελώς, συνεχίζω να πιστεύω πως ακόμα κι αν τα πυροτεχνήματα εκτοξεύονται από έναν μακρινό ιδιωτικό κήπο, είναι και πάλι όμορφα.
Επειδή η απορία μου χρονίζει, ζήτησα από κάμποσους γνωστούς -απ’ αυτούς που τσιτώνονται κι αποστρέφονται το παραπάνω θέαμα- να μου εξηγήσουν τι είναι αυτό που τους ενοχλεί στη θέα του φιλιού.
Κανείς δεν ομολόγησε ότι ζηλεύει, ότι λαχταράει να βρεθεί στη θέση των παιδιών που φιλιούνται, ότι αδυνατεί να διαχειριστεί τον αναπάντεχο ερεθισμό, ότι έστω θα προτιμούσε να τους παρατηρεί χωρίς να γίνεται αντιληπτός ή ότι φοβάται τις αδιάψευστες μαρτυρίες πάθους και ζωής διακρίνοντας ως μόνο επόμενο προσωπικό ορόσημο, το θάνατο.
Οι περισσότεροι έχουν απαντήσει ως εξής:
«Φαντάσου να πετύχαινες το παιδί σου να φιλιέται στη μέση του δρόμου και να το κοιτούν ένα σωρό άγνωστοι!» Τα παιδιά είναι σπουδαία ασπίδα πολλαπλών χρήσεων.
Οι γνωστοί επισφραγίζουν το ατράνταχτο επιχείρημά τους, μ’ ένα ικανοποιημένο κούνημα του κεφαλιού και θεωρούν αυτονόητη τη λήξη της κουβέντας.
Πώς δεν το είχα σκεφτεί;
Τα παιδιά πρέπει να φιλούν μόνο εμένα! Κι αν –ο μη γένοιτο- ερωτευθούν, οφείλουν να το κρύψουν. Πανεύκολο!
Έλα όμως, που εγώ δεν θέλω να φιλάω μόνο τους γονείς μου. Πώς να απαιτήσω παρόμοιες αποκλειστικότητες από τα πιτσιρίκια μου;

Τώρα θα μου πεις, εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ μιλάς για φιλιά, καλοκαίρια, ακρογιαλιές κι αστέρια;
Μιλάω γι αυτά, γιατί ο κόσμος δεν καίγεται. Είναι πυρίμαχος. Ενοχλείται από τη θέρμη κι όχι μόνο των φιλιών. Δυσανασχετεί με την ξένη ευτυχία, την υποτιθέμενη διπλανή επιτυχία. Θεωρεί τον εαυτό του τον αξιότερο  να ευημερήσει κι αν δεν το καταφέρνει, αδικείται. Κι επειδή οι ευτυχισμένοι κι οι επιτυχημένοι όλο και λιγοστεύουν, η δυσαρέσκεια στρέφεται σε όσους διαμαρτύρονται. Καταρχήν δεν έχουν λόγο να διαμαρτύρονται, αφού δεν δικαιούνται να νοιώθουν αδικημένοι. Αλλά ακόμα κι αν ήταν, θα έπρεπε να σεβαστούν το δικαίωμα να πάει ο καθένας στη δουλειά του, τη σημαντικότερη κάθε αδικίας, διεκδίκησης,  επανάστασης κι οποιασδήποτε άλλης βλακείας. Άλλωστε, για να βρίσκονται στο δρόμο κι όχι στις δουλειές τους, είναι τεμπέληδες κι απατεώνες. Η φλόγα όσων διεκδικούν, πυροδοτεί αρνητισμούς σε μια μεγάλη μερίδα συμπολιτών. Τους κάνει να δείχνουν χλωμότεροι κι απ’ τους νεκρούς. Είναι πολύ απασχολημένοι με τη μιζέρια τους, για να πάρουν φωτιά. Η χρόνια ζήλια συσσωρεύει ψυχική μούχλα και χλιαρότητα.
Μιλάω για φιλιά, γιατί βλέπω ανθρώπους πρόθυμους να ανεχθούν το κάψιμο των μαγισσών αντί να ξεφορτωθούν τους ιεροεξεταστές. Αν μαθαίναμε να χαιρόμαστε με τη χαρά των άλλων, δεν θα αντέχαμε τον πόνο και τον εξευτελισμό τους, ούτε θα ανασηκώναμε αδιάφορους ώμους σε όσους στοχοποιούν κι απομονώνουν τους διπλανούς μας.

Θα ήμουν ανόητη αν ισχυριζόμουν πως η ζήλια δεν με αγγίζει, όπως δυσπιστώ κι απέναντι σε όποιον δηλώνει αλώβητος από δαύτη. Υπάρχει όμως, ένα απλό κόλπο για να σταθούμε ένα βήμα μακριά από το εγγενές μας κουσούρι· ν’ αναγνωρίσουμε το τσίμπημά του. Αν τα καταφέρουμε, τότε την επόμενη φορά που θα δούμε ένα ζευγάρι να φιλιέται, ας κλείσουμε τα μάτια κι ας θυμηθούμε το δικό μας πρώτο φιλί ή έστω το δεύτερο –αν ήταν πιο πετυχημένο. Ας απολαύσουμε την ανάμνηση κι ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας τη σπίθα ενός –έστω χαζού-  χαμόγελου.  

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Η πληροφορία σε πόλεμο

Όταν το 1993 ζώντας στην καρδιά της Ευρώπης παρακολουθούσα όλο ενθουσιασμό, μέρα με τη μέρα, την έκρηξη του «διαδικτύου», ήταν η εποχή του Web και όχι του Intenet, κάναμε αναζητήσεις με gopher και όχι με Google, και κάναμε talk και όχι chat. Οι καιροί άλλαξαν, η ζωή προχώρησε, το παγκόσμιο χωριό που ανέφερε ο McLuhan-το 1964-είναι η πραγματικότητα και οι πρωτοπόροι κυβερνοποιητές έχουν απλά πολλούς followers. Τώρα ζω την εποχή των «κοινωνικών δικτύων», των ηλεκτρονικών πολυμέσων και της ελευθερίας του πνεύματος, παρακολουθώντας την ίδια την τεχνολογία να ανατρέπει το ιεραρχημένο σύστημα, δημιουργώντας ένα αποκεντρωμένο σύστημα με άπειρους κόμβους σε συνεχή διάλογο μεταξύ τους. Η κατά γένη, φυλή και απασχόληση, παλιά πυραμιδική δόμηση της κοινωνίας, αντικαθίσταται σιγά-σιγά από διασυνδεδεμένες ομάδες, ομάδες με κοινά ενδιαφέροντα, ιδιοσυγκρασιακούς συγγενείς.
Μετακινούμαστε από την εποχή της αλληλοεξάρτησης στην εποχή της διασύνδεσης, και όσοι δεν πίστεψαν ότι η πληροφορία πρέπει να είναι ελεύθερη (information needs to be free, Bruce Sterling) βρίσκονται σε πορεία υποχώρησης. Η επανάσταση της πληροφορίας, με όπλα την τεχνολογία και την υποχρέωσή της να είναι ελεύθερη, είναι ο παράγοντας-κλειδί πίσω από την εξάπλωση των δικτύων. Το δίκτυο πλέον, σε όλες του τις εκφάνσεις, αποτελεί πλέον ένα κοινωνικό σύστημα που βιώνει την οικουμενικότητά του, φτιάχνει τις δομές του, χτίζει την ηθική του και διαμορφώνει την κουλτούρα του. Και σιγά-σιγά συνειδητοποιεί τη δύναμή του: Καταγγελίες bloggers που γνωστοποιήθηκαν και αντιμετωπίστηκαν, πληροφορίες που τα επίσημα ΜΜΕ είχαν καταπνίξει και που οι μπλόγκερς ανέδειξαν, το φαινόμενο Wikileaks, πολιτικές συγκεντρώσεις που οργανώθηκαν και μεταδόθηκαν με SMS,  άμεσα και συγκλονιστικά «ρεπορτάζ» από τις ανά την υφήλιο φυσικές καταστροφές που μεταδόθηκαν από ψηφιακές κάμερες και υπολογιστές…
Όσο όμως ο ρόλος του του Facebook και του Twitter αναγνωρίζεται καθοριστικός στη διάρκεια πολιτικών γεγονότων, τόσο πιο απειλητική φαντάζει η ανησυχία στους φορείς εξουσίας. Τα παραδοσιακά ΜΜΕ και κεντρική εξουσία οφείλουν να αντιδράσουν.
Κλείνει το Facebook στις 15 Μαρτίου, και ο ιδρυτής του δηλώνει ότι «η σελίδα του έχει ξεφύγει από τον έλεγχο».  Ο έλεγχος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της κάθε μορφής εξουσίας.
Τα συμβατικά ΜΜΕ περνάνε στην επίθεση, οι χαρτογιακάδες του βασιλείου των ΜΜΕ, βλέποντας το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους, ξεκινούν τον πόλεμο,  γνωρίζοντας πολύ καλά πώς παίζεται το παιχνίδι: Πρώτα από όλα ξορκίζεις το κακό, μετονομάζοντάς το· τα «κοινωνικά δίκτυα» δεν αναφέρονται ως κοινωνικά συστήματα, αφού σύστημα-για τον Αριστοτέλη-είναι ορατό ή αόρατο μέσο που αποτελείται από μέρη άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, αλληλοεπηρεαζόμενα και αλληλοεξαρτώμενα. Στη συνέχεια δημιουργείς «συμμαχίες»: περιοδικά-εφημερίδες προσεταιρίζονται μπλόγκερς,. Αυτό που τελικά συμβαίνει όμως είναι να διαβάζεις παρωχημένα tweets, στείρα κείμενα, καλογραμμένα και προσεκτικά μεν, αλλά χωρίς την ελαφράδα και το συναίσθημα της γραφής σε προσωπικό ιστολόγιο. «Πόσοι από τους αναγνώστες της εφημερίδας θα ανιχνεύσουν την ειρωνεία στο κείμενο, την τόσο οικεία στους αναγνώστες του μπλογκ; αναρωτιέται η @nefosis. Κι εγώ κάποτε που αναρωτιόμουν αν τα συναισθήματα περνάνε μέσα από τις οπτικές ίνες, τώρα πια είμαι σίγουρη ότι μετουσιώνονται μέσα από τις λέξεις. Επόμενο χτύπημα, υιοθετείς μια έννοια-μότο, εν προκειμένω, την «αξιόπιστη» πληροφορία. Μια φωτογραφία, ένα βίντεο που μεταδίδεται αυτοστιγμεί θεωρούνται από τους «έγκριτους» δημοσιογράφους λιγότερο αξιόπιστα, απ’ ότι η μετάδοση της πληροφορίας μετά από έρευνα (ακούστηκε στην εκπομπή «Ανταποκριτές» ΝΕΤ18/1/2011). Τέλος, προσπαθείς να επιβάλλεις κανόνες και ρυθμίσεις:  Οι πολίτες και οι δημοσιογράφοι θα ζήσουν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Κι όσοι προσπαθήσουν να τους ρυθμίσουν θα απορρυθμιστούν.
Η πληθώρα των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας κατακερματίζει την κοινή εμπειρία που συνέδεε τα μέλη της δίνοντας τη θέση της στις αποσπασματικές εμπειρίες. Ζώντας αποσπασματικά ένα άλλο γίγνεσθαι διαμορφώνεται· πιο ελεύθερο και δημοκρατικό και λιγότερο συνεκτικό και δυσκολότερο στο να χειραγωγηθεί. Και αυτό θα κάνει τη διαφορά.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Το γαλάζιο του ουρανού

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός πλανήτης γεμάτος ζωή. Κάποια από τα τολμηρότερα πλάσματά του, κατάφεραν να ταξιδέψουν στο διάστημα κι όπως όλοι όσοι εγκαταλείπουν την πατρίδα για ένα άγνωστο μέρος, έριξαν μια ματιά πίσω. Η μπάλα που έλεγαν σπίτι, διέφερε από τις γειτονικές. Ήταν μπλε.
Δικαιολογημένο, μια και το μεγαλύτερο κομμάτι της επιφάνειας καλυπτόταν από νερά που καθρέφτιζαν τον ουρανό. Αυτός πάλι, χρωστούσε το δικό του γαλάζιο στις ανακλάσεις των ηλιακών ακτινών πάνω στα μόρια του αέρα. Τον αέρα αυτόν, οι κάτοικοι τον λέγανε ατμόσφαιρα και τον είχαν περί πολλού. Λίγο να άλλαζε η σύστασή του, τίποτα ζωντανό δεν θα συνέχιζε να μεγαλώνει, να περπατάει και να σκέφτεται. Επίσης, αν ο αέρας έπαυε ν’ αποτελείται από τις σωστές αναλογίες συγκεκριμένων αερίων, το χρώμα του πλανήτη θα γινόταν κόκκινο ή πράσινο γιατί οι ακτίνες θα σκορπίζονταν με διαφορετικό τρόπο. Αν βέβαια συνέβαινε κάτι τέτοιο, το μόνο ζωντανό βλέμμα που  θα μπορούσε να το παρατηρήσει, θα ήταν εκείνο του τολμηρού διαστημικού ταξιδιώτη.

Μερικοί από τους ντόπιους ήταν πολύ έξυπνοι. Βρήκαν τρόπους να παράγουν τροφή, αρκετή για να μην μείνει κανείς πεινασμένος. Έφτιαξαν οχήματα, ικανά να σε μεταφέρουν γρήγορα όπου ποθούσε η καρδιά σου, βρήκαν θεραπείες για ένα σωρό αρρώστιες κι επινόησαν μηχανές για να εξοικονομούν χρόνο απ’ τις δουλειές τους. Έτσι, οι κάτοικοι του πλανήτη θα μπορούσαν να χαζεύουν το γαλάζιο σπίτι τους, να γιορτάζουν, να χορεύουν, να τραγουδούν, να φτιάχνουν όμορφα πράγματα και ν’ αναρωτιούνται πού και πού για όλα αυτά γύρω και μέσα τους. Όλα όσα θα μπορούσαν να κάνουν στον ελεύθερο χρόνο τους, ήταν πολύ σημαντικά γιατί τους βοηθούσαν να νοιώθουν ευτυχισμένοι.

Παράλληλα με τους έξυπνους κατοίκους, υπήρχαν αρκετοί που σκέφτονταν με διαφορετικό τρόπο. Εξαιτίας κάποιου αρχικού -πολύ διαδεδομένου είναι η αλήθεια- κατασκευαστικού λάθους, πίστευαν πως θα ήταν ευτυχισμένοι αν μαζεύανε πολλά αντικείμενα, τα οποία θα κλείδωναν και θα απολάμβαναν μονάχοι. Όσο πλουσιότερη η συλλογή, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η ευτυχία τους. Η ιδέα αυτή φάνηκε καλή σε όλο και περισσότερους. Για να διευκολυνθεί  η γενική τάση, σκεφτήκανε ένα αστείο  μέσο που θα βοηθούσε τη μόδα των ιδιωτικών απολαύσεων.  Το ονομάσανε χρηματοπιστωτικό σύστημα και παρότι ελάχιστοι καταλάβαιναν τη λειτουργία και σε τελική ανάλυση τη χρησιμότητά του, το θεώρησαν τόσο σημαντικό όσο και τον αέρα που αναπνέανε. Στην αρχή είπαν στους ιθαγενείς ότι τα φρούρια του συστήματος –τα έλεγαν τράπεζες- είναι ένα ασφαλές μέρος όπου μπορείς να φυλάξεις τα πολύτιμα αποκτήματά σου από τους κακοποιούς. Μάλιστα, η τράπεζα θα σε πλήρωνε γι αυτό. Μετά, η ίδια καλή τράπεζα, μπορούσε να σε δανείσει για να αγοράσεις όσα όμορφα πράγματα τράβαγε η ψυχή σου και κυρίως για να μεγαλώσεις τις δουλειές σου, παράγοντας ολοένα και περισσότερα αντικείμενα αποκλειστικής χρήσης. Για αντάλλαγμα, ζητούσε μια μικρή ανταμοιβή, ένα ελάχιστο τίποτα, συγκρινόμενο με την χαρά της ανάπτυξης και της αγοράς.
Απ’ την άλλη, ο αέρας ήταν δωρεάν, με αποτέλεσμα να χάνει ολοένα μεγαλύτερο μέρος της αρχικής του εκτίμησης, μια και αξία είχε ότι μπορούσες να ανταλλάξεις με εντυπωσιακά αντικείμενα. Του κόλλησαν μάλιστα κι ένα υποτιμητικό επίθετο, αποκαλώντας τον κοπανιστό κι έπαψαν να ασχολούνται μ’ αυτόν.
Οι άνθρωποι επιδόθηκαν στην εκμετάλλευση όλων των φυσικών πόρων και στην παραγωγή, που παρεμπιπτόντως δημιουργούσε μερικά αμελητέα προβλήματα στην αρχική πλανητική ταυτότητα.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα επέβαλε τους δικούς του κανόνες και έναν νέο τρόπο σκέψης. Ότι το υπηρετούσε ήταν θεμιτό κι ότι του εναντιωνόταν ήταν λαϊκίστικο κι όφειλε να βγάλει το σκασμό και να βαρέσει δέκα υποταγμένες προσοχές.  

Για κάμποσο καιρό όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Τα εργοστάσια δούλευαν στο φουλ, παρήγαγαν αναρίθμητα προϊόντα κι αμέτρητες ποσότητες δηλητηριωδών αερίων και τοξικών αποβλήτων. Ο ουρανός παρέμενε γαλάζιος μεν, αλλά με έναν νέο πιο ασαφή τρόπο.

Η ευτυχία των παρεΐστικων ξεφαντωμάτων, της δημιουργίας, του θαυμασμού και των βαθύτερων σκέψεων αντικαταστάθηκε από τη λαχτάρα των αγορών. Οι ιθαγενείς δανείζονταν ξανά και ξανά και το ίδιο έκαναν τα κράτη για να καλύψουν κυρίως τις δαπάνες της εξουσίας που τα κυβερνούσαν. Οτιδήποτε συνδεόταν με πραγματικό υλικό αντίκρισμα, είχε από καιρό εξαντληθεί, αλλά οι τράπεζες συνέχιζαν να δανείζουν τους πάντες, γιατί αυτός ο καινούριος αέρας που πουλούσαν -ο λιγότερο περιεκτικός του δωρεάν απαξιωμένου κοπανιστού- έκανε τους ιδιοκτήτες του, πλουσιότερους κι απαιτητικότερους. Κι όταν όλα ξέφυγαν από την τελευταία ανάμνηση πραγματικού νοήματος, εφηύραν περίπλοκα κόλπα, τα βάφτισαν παράγωγα κι ασφάλιστρα κινδύνου. Οι εξυπνότεροι απ’ αυτούς που τα επινόησαν, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν στο ίδιο τους το παιδί, τι ακριβώς ήταν. Σημασία είχε πως τους έκαναν Κροίσους.
Η ανεπαίσθητη γαλαζοπράσινη απόχρωση των νερών και του ίδιου του πλανήτη, δεν ανησύχησε παρά κάτι φευγάτους και γραφικούς τύπους.

Μια σκοτεινή μέρα, οι τραπεζίτες αποφάσισαν πως η φούσκα κόντευε να ξεπεράσει σε διαστάσεις το ίδιο το ηλιακό σύστημα κι αποφάσισαν να πάρουν μέτρα. Θα ζητούσαν πίσω τον αέρα που δάνεισαν στα κράτη, αλλά σε είδος. Ότι είχε αξία θα ξεπουλιόταν για να πληρωθεί το χρέος. Για να μην φανούν κακοί, διέδωσαν φρικτές ιστορίες για τη φαυλότητα των κρατών, βασισμένες σε μισά ψέματα και μισές αλήθειες. Επειδή οι ιθαγενείς είχαν ξεχάσει να σκέφτονται, δυσκολεύονταν να ξεχωρίσουν τα όρια και πείσθηκαν πως τα υπερδανεισμένα κράτη ήταν άξια της τιμωρίας. Επειδή όλες οι χώρες  ήταν υπερδανεισμένες, καμιά δεν θα ξέφευγε. Έτσι, δεν υπήρχε λόγος να της κηρύξουν πόλεμο οι υπόλοιπες.
Οι πρώτες ποινές εφαρμόστηκαν στους φτωχότερους. Τα κράτη υποχρεώθηκαν να παραδώσουν την κυριαρχία  και την περιουσία τους στους δανειστές.
Το βάρος ήταν πολύ μεγάλο και τα ενοχοποιημένα κυβερνητικά στελέχη –προκειμένου να γλιτώσουν το λιντσάρισμα-  μετέφεραν το φταίξιμο στους ιθαγενείς γιατί παρέσυραν τους αρχηγούς τους, ζητώντας όλο και περισσότερα χατίρια και αγαθά. Κυρίως οι κρατικές και κοινωφελείς επιχειρήσεις καταγγέλθηκαν ως απεχθείς καταβόθρες του χαμένου πλούτου, γιατί εκεί απασχολούνταν οι πιο ξεπουλημένοι διαφθορείς.
Οι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών, απέδωσαν το φταίξιμο στους υπαλλήλους που ζητούσαν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, τη στιγμή που κάτι τέτοιο ούτε καν πέρναγε απ’ το μυαλό των τρομοκρατημένων  εργαζομένων στις ιδιοτελείς ή ιδιωτικές όπως τις έλεγαν, επιχειρήσεις. Οι αμοιβές μειώθηκαν δραματικά και για να μην αισθάνεται κανείς αδικημένος, το ίδιο μέτρο εφαρμόστηκε για όλους, διεφθαρμένους και αδιάφθορους, δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους.
Τώρα όλοι –πλην των τραπεζιτών και των στενών τους φίλων- ήταν φτωχότεροι και κατσουφιασμένοι. Χάρη όμως στο θαυματουργό σύστημα, θα γίνονταν  ανταγωνιστικότεροι. Παρήγαγαν φθηνά προϊόντα και όλα θα ήταν μια χαρά αν βρισκόταν πρόθυμος αγοραστής. Μόνο που κανείς πια δεν είχε τίποτα να δώσει, ενώ τα εργοστάσια προσπαθούσαν να πουλήσουν όλο περισσότερα και φθηνότερα μπιχλιμπίδια, συναγωνιζόμενα το ένα το άλλο. Απ’ τους καπνούς και τα σκουπίδια, η σύσταση του αέρα άρχισε ν’ αλλάζει ανησυχητικά. Βέβαια, κανείς δεν έδινε σημασία σε ασήμαντες λεπτομέρειες κι οι φευγάτοι γραφικοί τύποι ήταν πολύ φτωχοί και θλιμμένοι για να συνεχίσουν τις ενοχλητικές διαμαρτυρίες τους. Το ένα μετά το άλλο τα εργοστάσια έκλειναν κι οι εργαζόμενοι έχαναν τις δουλειές τους.
Την ίδια η στιγμή, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αποφάσισαν να δεσμεύσουν όλα τα χρήματα των καταθετών. Οι τελευταίοι συνειδητοποίησαν πως η μόνη διαφορά ανάμεσα στις τράπεζες και στους διαρρήκτες είναι πως τους δεύτερους τους κυνηγάει η αστυνομία, ενώ τις πρώτες τις προστατεύει. 
Οι κατηφείς και άφραγκοι ιθαγενείς γύρισαν κατάκοποι σπίτι και απέδωσαν όλο το φταίξιμο στα παιδιά τους. Αυτά δεν ήταν που απαιτούσαν καινούρια παιχνίδια και ρούχα μια και κάθε μήνα τα παλιά τους έρχονταν μικρά; Με τη σειρά τους τα παιδιά έχασαν τη χαρά τους κι έριξαν το φταίξιμο στα παιχνίδια γιατί γίνονταν βαρετά μετά από μερικές ώρες.
Εντοπίστηκαν έτσι οι αρχικοί υπαίτιοι της συμφοράς. Ήταν τα λούτρινα ζωάκια που παρίσταναν  τα αθώα, απολαμβάνοντας προνομιακές θέσεις στα παιδικά κρεβάτια.

Την ίδια ώρα, το γαλάζιο του ουρανού άρχιζε να παίρνει μια σαφώς πρασινωπή απόχρωση. Κάθε ισορροπία είχε ανατραπεί κι ο πλανήτης σκότωνε διεφθαρμένους και τίμιους, πλούσιους, φτωχούς, ανυποψίαστα ζώα και φυτά. Ως συνήθως, από το θάνατο γλίτωσαν μόνο οι πραγματικοί φταίχτες: τα λούτρινα.

Το νέο πράσινο χρώμα του πλανήτη, δεν το είδε παρά μόνο ο μοναχικός αστροναύτης που δεν θα μπορούσε πια να επιστρέψει σπίτι.

Όλη η παραπάνω ιστορία αφορά σ' έναν άγνωστο μακρινό πλανήτη όπου καθετί ζωντανό έχει πεθάνει. Οι ιθαγενείς ήταν πολύ ανόητοι κι ευθύνονταν για την καταστροφή και το θάνατο, όχι επειδή ήταν διεφθαρμένοι όπως τους κατηγόρησαν οι πιο άπληστοι από τους συντοπίτες τους, αλλά γιατί πίστεψαν τα παραμύθια που τους πούλησαν. Φυσικά, δεν έχουν καμία σχέση με τους πανέξυπνους κατοίκους του δικού μας πλανήτη. Εμείς αναμένουμε ν’ ανακάμψει η οικονομία –ανεχόμενοι τα πάντα- γιατί είμαστε σίγουροι πως πρόκειται για μια εποχιακή ίωση. Αψού!
   



Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Δεξαμενές ονείρων







Και να που το τερατόμορφο παιδί του καπιταλισμού, ο νεοφιλελευθερισμός καταρρέει. Οι βρυχηθμοί και οι φασιστικές υστερίες δεν είναι παρά επιθανάτιοι ρόγχοι. Αν το θηρίο συμπαρασύρει στην καταστροφή τον πλανήτη ή το ξεφορτωθούμε όσο η ζημιά είναι αναστρέψιμη, είναι στο χέρι και στην καρδιά μας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η απάνθρωπη ιδεολογία μετράει τις τελευταίες της ώρες και μας αποχαιρετάει. Δεν θα μας λείψει!

Και μετά, τι;
Η ουρά του δεινοσαύρου, μας έχει δηλητηριάσει. Εκείνα τα κατάλοιπα που μου φαίνονται τοξικότερα είναι κάποια από τα δόγματα της παλιάς θρησκείας της απληστίας.

-        Οι αγορές είναι ιερές και στο όνομα της μακροημέρευσής τους, οφείλουμε θυσίες ακόμα και σε βάρος της προσωπικής ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς μας. Όποιος τολμήσει ν’ αμφισβητήσει την παγκόσμια αυτή αλήθεια, θα καεί στο πυρ το εξώτερον του λαϊκισμού.

-        Η δωρεάν παροχή κοινωνικών υπηρεσιών είναι κακή. Το τζάμπα –έτσι κι αλλιώς- δεν το εκτιμάει ούτε αυτός που το προσφέρει ούτε εκείνος που ωφελείται.

-        Για να υπάρχουμε, πρέπει να ψωνίζουμε. Για να ψωνίζουμε πρέπει να δουλεύουμε ασταμάτητα και στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο μας, να τρέχουμε στα μαγαζιά μέχρι τελικής πτώσης. Ακόμα κι όταν τα χρήματα τελειώσουν, το ευφυές παράσιτο,  το χρηματοπιστωτικό σύστημα, εφηύρε -κατ’ εξαίρεση για κάθε έναν από μας- τον «σου λύνω τα χέρια» δανεισμό.

-        Το τοξικότερο όμως κατάλοιπο, είναι οι υπνωτιστικοί ψίθυροι που μας έπεισαν πως δεν υπάρχει χώρος για άλλες κοινωνικοπολιτικές ιδέες. Τα πάντα έχουν ειπωθεί παλιότερα, καλύτερα, πληρέστερα. Μπορούμε να γκρινιάζουμε και να κριτικάρουμε ελεύθερα, αλλά δεν έχουμε τίποτα να πούμε που να μην το ξέρουν ήδη όλοι ή έστω κάποιοι εκλεκτοί. Η φιλοσοφία έχει πεθάνει. Ζήτω η εφαρμοσμένη τεχνολογική έρευνα, η μία και μοναδική επιστήμη! Τι κρίμα…Φιλοσοφία και φυσικές επιστήμες γεννήθηκαν κάποτε σιαμαίες κι εκφράζονταν από τους ίδιους ανθρώπους.
Αν παρόλα αυτά, τολμήσεις να διατυπώσεις μια φρέσκια πρόταση, οφείλεις να χρησιμοποιήσεις ορολογία δυσνόητη και κωδικοποιημένη, ώστε να σε κατανοούν μόνο μερακλήδες μεταδιδακτορικοί.

Αν οι ιδέες δεν ξεφυτρώσουν σύντομα και σε ρυθμούς οργιαστικούς, η επανάσταση θα κοιλοπονάει χωρίς αποτέλεσμα και όραμα, με κίνδυνο να αυτοακυρωθεί.

Μέχρι τώρα στο διαδίκτυο, ταλαντούχοι άνθρωποι, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε σε υπέροχα ποιητική ή λογοτεχνική γλώσσα, άλλοτε συνδυάζοντας γραπτό λόγο, εικόνα και ήχο, βάλλουν κατά του καταρρέοντος συστήματος και καλά κάνουν. Μήπως όμως, εκτός όμως από ένα τεράστιο κυτίο παραπόνων, το ίντερνετ θα έπρεπε να μετατραπεί και σε μια δεξαμενή κοινωνικών οραμάτων;

Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι χάλια. Με ποιον τρόπο όμως θα διδάσκονται οι μαθητές και ποιο θα είναι το περιεχόμενο των μαθημάτων; Πώς θα λειτουργούν τα καινούρια νοσοκομεία; Θα υπάρχει συνδυασμός θεραπευτικών μεθόδων; Πώς θα γίνεται η διαχείριση των πόρων; Πώς θα συμμετέχουν οι πολίτες στη λήψη των αποφάσεων; Πώς θα συναλλασσόμαστε;

Μπορούμε βέβαια να περιμένουμε την επιφοίτηση του ειδικού επιστήμονα ή την μετενσάρκωση του Μαρξ. Περιμένοντας όμως, γιατί να μην τροφοδοτούμε τη φαρέτρα του, με τα όνειρά μας; Ακόμα κι αν δεν καταφέρουμε να επιταχύνουμε τη διαδικασία, θα κάνουμε καλό στην ψυχή μας.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Μετά από μια μέρα στο Μουσείο

Όμορφη μεγάλη μέρα. Επίσκεψη στο μουσείο της Ακρόπολης και ταβερνάκι στο Θησείο με δύο αγαπημένες φίλες και τα τέσσερα παιδιά μας. Οι ηλικίες των νεαρών μελών από έξι μέχρι δεκατέσσερα. Επιστρέφουμε. Τα πιτσιρίκια καταχαρούμενα -λιγότερο απ’ τα εκθέματα και περισσότερο απ’ την παρέα. Τα τρία μεγαλύτερα στριμωγμένα στο απέναντι διπλό κάθισμα του μετρό και το πρωτάκι –το μικρότερο, δίπλα μου, ήδη γλαρωμένο. Οι ωραίες μέρες τελειώνουν με αποχαυνωτική κούραση. Αν στην παρέα συμμετέχουν παιδιά, ένα τουλάχιστον ξέσπασμα λυγμών είναι αναπόφευκτο. Απλώς δεν ξέρω ποιο απ’ τα τέσσερα θα κάνει την αρχή.
Δεν αργώ να μάθω.

Ο μικρός μου γιος σκοτεινιάζει και με ρωτά όλο αγωνία αν έχω φυλάξει εγώ την κάρτα που αγόρασε στο Μουσείο. Το ύφος προμηνύει συναγερμό. Ψάχνω στην τσάντα αν και είμαι σίγουρη πως δεν θα βρω τίποτα. Η φίλη μαμά τηλεφωνεί στο μαγαζί που τρώγαμε μπας και έχουν περιμαζέψει την πολυπόθητη καρτούλα, αλλά -τι κρίμα- έχουν πετάξει ότι απέμεινε στο τραπέζι μας. Δαγκωνόμαστε και κρατάμε την ανάσα μας, ενώ η έκρηξη δακρύων πνίγει τα λόγια του μπόμπιρα.
Μετέρχομαι όλων των γνωστών καλοπιασμάτων για να τον παρηγορήσω, αλλά μάταια. Επιπλέον, η κούραση μάχεται την όχι και τόσο διάσημη επινοητικότητά μου. Σαν μην έφταναν αυτά, το τρένο κάνει φοβερή φασαρία και μάλλον δεν ακούγομαι ως το απέναντι κάθισμα.
Με την άκρη του ματιού μου πιάνω τα επιτιμητικά βλέμματα των συνεπιβατών. Ήδη γίνονται συζητήσεις για την τύχη της κάρτας αν δεν χανόταν και κατέληγε να βολοδέρνει ξεχασμένη στο σπίτι. Δείχνουν όλοι φανερά ενοχλημένοι από το κλάμα. Πάντα οι μεγάλοι βρίσκουν ασήμαντους τους λόγους που κάνουν τα παιδιά δυστυχισμένα. Λες κι ο πόνος του  παιδιού είναι λιγότερος από τον πόνο του ενήλικα. Πάντα οι μεγάλοι σκέφτονται πως αν το παιδί που κλαίει ήταν δικό τους, θα ήξεραν πώς να του φερθούν. Το γιατί αυτή η σοφία τους εγκαταλείπει στην πρώτη ευκαιρία πανηγυρικής  εφαρμογής, παραμένει μυστήριο.

Με τον ίδιο τρόπο ενοχλούμαστε από την αναξιοπρεπή εκδήλωση των ξένων συναισθημάτων, από τις παρατυπίες των άλλων, από τις εκκλήσεις βοήθειας, από τις διαμαρτυρίες όσων αισθάνονται αδικημένοι. Διεκδικούμε την αποκλειστικότητα στον πόνο. Οι άλλοι είναι κακομαθημένοι, να μην σου πω λαμόγια και στην ουσία ότι κι αν τους έτυχε, καλά να πάθουν και τους αξίζουν τα χειρότερα γιατί μας εμποδίζουν να επικεντρωθούμε στις δουλειές μας που είναι σημαντικότερες απ’ τις δικές τους.

Και τα παιδιά; Τι κάνουν αυτοί οι ανώριμοι άνθρωποι;
Η φασαρία του τρένου συνεχίζεται, αλλά αρκεί η εικόνα για να καταλάβω. Το μόνο που τ’ απασχολεί, είναι η παρηγοριά του φίλου τους. Για τα ξινισμένα μούτρα των συνεπιβατών μας, δεν δίνουν δεκάρα. Δεν ακούω τι λένε στο γιο μου, μα του μιλούν συνέχεια και τα τρία, ανεξαρτήτως ηλικίας και χωρίς προηγούμενη συνεννόηση. Τα πρόσωπά τους αφοσιωμένα στο τέταρτο δακρυσμένο μούτρο. Κουνάν τα χέρια τους με ένταση. Αν με το ίδιο πάθος μελετούσαν, τώρα θα ήταν υποψήφια για το επόμενο Νόμπελ Φυσικής (αλλά αυτή δεν είναι παρά μια τιποτένια μαμαδίστικη σκέψη).  Μ’ έχουν απορροφήσει. Δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι γύρω. Ότι αξίζει να δω, είναι εδώ μπροστά και δίπλα.
Δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αποτύχουν.

Και να που τα πρόσωπα χάνουν την αρχική τους σοβαρότητα κι αρχίζουν να χαμογελούν. Η δυστυχία διαλύθηκε λες και ποτέ δεν υπήρξε. Κάποιο αστείο είπαν, τόσο πετυχημένο που εμείς οι μεγάλοι θα το βρούμε παιδιάστικο.      

Δεν ξέρουμε τι να πούμε στα παιδιά. Μήπως τουλάχιστον θα έπρεπε πού και πού να σταματάμε να μιλάμε και να προσπαθούμε ν’ ακούσουμε ή έστω να παρακολουθήσουμε τι κάνουν εκείνα;

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

best-to-the-point-tweets-Dec 2010

Antidrasex Αχ, αυτές οι βόμβες. Τόσο ανίσχυρες για να κλονίσουν το σύστημα, τόσο βολικές για το ίδιο.
elentelon in heartbeats we trust
loukritia_sin Όλι Ρεν:" Η Ελλάδα είναι στο σωστό δρόμο". Καλά τα λες αρχηγέ μου. Για την ακρίβεια, είναι στη Συγγρού.
moloch82 Το να σε σκέφτονται άνθρωποι που δεν έχεις γνωρίσει ποτέ, ανεκτίμητο.
pitsirikos Χρόνια Πολλά! Να ζήσετε όλοι 150 χρόνια για να μπορείτε να πληρώνετε το χρέος της χώρας.
pitsirikos @twitter Please, give those Wikileaks fans what they want before they bring you down. I'm Greek & bankrupted - if I lose twitter, I'm dead.
Snolly Χρονος Πανγαμάτορας
Takis_K Το έχετε καταλάβει πως ότι γίνεται εδώ το μαθαίνουμε πρώτοι ε;
talws Zizek is the world's best stand up philosopher :-)
TheKillerTruth #Fave2010tweets: It's ironic how we ignore those who want us, want those who ignore us, and love those who hurt us &hurt those who love us
tosiomorphy Το κοριτσάκι με τα σπίρτα και το αγοράκι με το προπάνιο είχαν μια σύντομη αλλά φλογερή σχέση.
RT @alex_walex Και τώρα κόβουμε την πίτα. Κόψαμε και κομμάτι για το ΓΑΠ. Έκτακτη εισφορά το είπαμε
RT @espoir_esp: Tελικά, δεν κατάλαβα τι έγινε το 2010: αλλάξαμε ή βουλιάξαμε??
Deconstruction_Ο καπιταλισμός ειναι τοσο εκνευριστικός. Με μια αγορά, η κατάθλιψη των προηγούμενων ημερών εξαφανίζεται
vatopaiditis Βασικά θέλω να αρπάξω από τα γένια αυτόν το φριχτό παιδεραστή, τον Αγιο Βασιλάκη
mao_tse_tung περαιώνω την υπομονή μου
izoistosaloni πάω στη μάνα μου να φάω γκούντις
PanosJee Time offline is the new holidays

Ενδιαφέρουσες κυρίες


Είναι κάτι μέρες, κάτι βδομάδες ολόκληρες που συναντώ στο δρόμο, στους σταθμούς του μετρό, στα μαγαζιά, κοπέλες με φουσκωμένη κοιλιά. Σύντομη επιδημία εγκυμοσύνης. Διαδίδεται και περνάει σαν συνάχι.
Μετά τίποτα. Το ξεχνάω. Πάει, πέρασε κι αυτό.

Μόλις διαπίστωσα πως ξέσπασε πάλι μια τέτοια επιδημία. Δεν αναρωτιέμαι για το συγχρονισμό. Αυτό είναι ένα μυστήριο που αδυνατώ να εξηγήσω. Με προβληματίζει όμως η συγκυρία. Μα γιατί τώρα; Μήπως είναι όλες δημόσιοι υπάλληλοι ή ακόμα χειρότερα, εργαζόμενες σε ΔΕΚΟ; Δεν δείχνουν όμως απεχθείς, ούτε τεμπέλες. Είναι γαλήνιες. Στον κόσμο τους. Λάμπουν. Ερωτευμένες θα τις έλεγα. Μπορεί και με το σύντροφό τους, αλλά μάλλον, άλλον σκέφτονται.

Για ποιο λόγο μπορεί να διαλέξεις αυτή την τόσο…ενδιαφέρουσα εποχή για να γεννήσεις ένα παιδί;
Είναι σίγουρο πως η καθεμιά τους έχει διαφορετικό λόγο, μα στοιχηματίζω όλες θα με κοιτούσαν με παρόμοια έκπληξη αν τελικά τολμούσα να ρωτήσω.
Γιατί τώρα;
Τι προσδοκάτε για το ανυποψίαστο πλάσμα που κυοφορείτε;
Με τι κουράγιο θα το μεγαλώσετε;
Και πείτε πως τα καταφέρατε, μετά, σε τι κόσμο θα το εκθέσετε;

Αναπόφευκτα, σκέφτομαι τι απαντήσεις θα έδινα εγώ, αν ήμουν στη θέση τους ή για να είμαι πιο ειλικρινής, τι απαντήσεις θα έδινα όταν ήμουν στη θέση τους κι ας έμοιαζε το τότε, διαφορετική εποχή μια και δεν είχε απεκδυθεί ακόμα την κάλπικη χαλεπότητά της. Τότε, οι ορμόνες έκαναν πάρτι στο αίμα μου και πίστευα πως ήμουν ανίκητη λες κι είχα βουτήξει στη μαρμίτα με το μαγικό φίλτρο του Πανοραμίξ. Τόσο ισχυρή ήταν η επίδραση της κεφάτης Β χοριακής (τι ταιριαστό όνομα για την ορμόνη της εγκυμοσύνης!) που ακόμα τη θυμάμαι.
Το σημερινό κομμάτι του μυαλού μου ανησυχεί, βλέπει αδιέξοδα, κουτουλάει σε τοίχους, γκρινιάζει, κριτικάρει, παραλύει, κοιτάει καχύποπτα και ρωτάει.
Το παλιό κομμάτι είναι εντελώς χαζοχαρούμενο γι αυτό κι επιβιώνει ακόμα. Ονειρεύεται, διασκεδάζει κι είναι πρόθυμο να απαντήσει ότι του κατέβει.
Αν αυτοί οι αταίριαστοι συγκάτοικοι συνομιλούσαν, κάτι τέτοια θα έλεγαν:

-          Γιατί αποφάσισες να μείνεις έγκυος τώρα;
-          Γιατί τώρα είμαι έτοιμη. Γιατί τα ορόσημα της εποχής, καθόλου δεν συμβαδίζουν με τα μηνύματα της ασήμαντης ύπαρξής μου. Γιατί απ’ τη στιγμή που μου συνέβη, αισθάνομαι πολύτιμη, σημαντική. Γιατί ανακάλυψα πως κάποια παλιά αντιπαθητικά κλισέ, μπορεί να μην είναι παρά κοινότοπες αλήθειες. Αλήθειες όμως. Γιατί κουβαλάω κάτι που έχει δύναμη κι αξία μεγαλύτερη απ’ όλα τα παλιόχαρτα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Είναι μια σταλιά αλλά μεγαλύτερο απ’ όλα τα σχέδια των σωτήρων της ζωής μας, ιερότερο απ’ όλες τις άδειες δοξολογίες σε εκκλησίες ξεχειλισμένες από πανικόβλητα γραΐδια με όψη αρπακτικού

-          Μα τι ονειρεύεσαι να γίνει το παιδί που κυοφορείς.
-          Τα συνηθισμένα. Ευτυχισμένο, δίκαιο και παθιασμένο.
-          Καλά, μην παίρνεις φόρα, γιατί τώρα πρέπει να μου πεις πώς περιμένεις να το μεγαλώσεις, με μισθό κουτσουρεμένο κι εφαρμοστή-ατομική σύμβαση για να μην σου πω το πιο ζόρικο: χωρίς καθόλου μισθό. Πότε θα βρεις χρόνο να του σταθείς όταν θα ξυπνάς νύχτα- αν έχεις προλάβει ν’ αποκοιμηθείς ανάμεσα σε δύο βραδινά ταΐσματα- και θα γυρνάς σπίτι πάλι μέσα στη σκοτεινιά, φορτωμένη τύψεις για τη δουλειά που άφησες μισή στο γραφείο και καταπλακωμένη απ’ το επιτιμητικό βλέμμα του προϊστάμενου που σ’ έχει κατατάξει στην συνομοταξία των ημιαπασχολούμενων, αναξιόπιστων, καμένων χαρτιών; Γιατί ότι και να έχεις κάνει μέχρι τώρα, δεν μετράει. Τώρα βαραίνεις τον προϋπολογισμό της εταιρείας, χωρίς ν’ ανταποδίδεις στο πολλαπλάσιο. 
-          Θα απαντήσω μ’ ένα καταιγισμό από κοινοτοπίες. Θα το μεγαλώσω κοιτάζοντας τα μάτια του. Λαχταρώντας το γέλιο του. Με την ανυπομονησία να ξαναδώ τα λακκάκια στα φουσκωτά του χέρια. Μυρίζοντας το κεφάλι και κλέβοντας τις ανάσες του. Όπως οι τίγρεις μεγαλώνουν τα μικρά τους κι οι μαϊμούδες  εμπιστεύονται τα δικά τους σε συγγενείς και φιλενάδες. 
Αν μου αντιτείνεις ότι αυτά δεν είναι λογικά, θα σε ρωτήσω πού μας οδήγησαν οι λογικές της μόδας, των αγορών και του ανταγωνισμού. Αν δεν μου βρεις μια καινούρια λογική, σου λέω πως δεν έχω σε καμιά εκτίμηση τον παλιό θεό σου.
Κι όσο για το χρόνο, θα σου πω πως είναι μια πλαστή επινόηση. Μ’ ένα μωρό στο σπίτι, ο χρόνος γίνεται θάλασσα. Λειώνει σαν τα ρολόγια του Νταλί. Οι δείκτες καμπυλώνουν κι οι μονάδες μέτρησης αντικαθίστανται από πεινασμένα κλάματα, ρουφήγματα θηλασμού, χορτασμένα ρεψίματα, φορτωμένες πάνες, γελάκια που μπαίνουν στις στροφές με χίλια.

-          Μα δεν το λυπάσαι; Δεν σκέφτεσαι πως θα το σπρώξεις σε μια κιμαδομηχανή. Δεν σκέφτεσαι πως θ’ ανταλλάξει το πάθος, την ενέργεια και τα όνειρά του με 500-600 ανταγωνιστικά ευρώ;
-          Άσε με να ελπίζω πως κάτι θα κάνω μ’ αυτό. Θα κλείσω την τηλεόραση, θα διαβάσω και θα ξαναδιαβάσω, θα συζητήσω, θ’ ακούσω, θα φανταστώ, θα δωρίσω τον καναπέ σε κάποιο κέντρο απεξάρτησης, θα φωνάξω, θα περπατήσω σε χημικές λεωφόρους. Θα αντιδράσω γι αυτό το ένα πλάσμα με το οποίο θα είμαι εσαεί ερωτευμένη κι ας ξέρω πως δεν μου ανήκει πως θα μ’ εγκαταλείψει ακόμα κι αν μείνει κοντά μου ως τα τριάντα του και βάλε.
Υπόσχομαι να θυμάμαι πως αν βγει στο δρόμο αγριεμένο, θα έχει δίκιο και θα πρέπει να παραδεχτώ την αποτυχία μου κι όχι να του κουνήσω αγκυλωμένα δάχτυλα.

-          Ναι, αλλά ξέρεις, δεν με έπεισες. Πολύ ουτοπικά ακούγονται όλα αυτά.
-          Ναι, είναι ουτοπικό να κάνεις παιδί. Αλλά πώς αλλιώς να χειριστείς ένα όνειρο ζωντανό κι απαιτητικό; Ουτοπικό δεν είναι να γεννιούνται παιδιά στην πεινασμένη και διψασμένη υποσαχάρια Αφρική; Τι σκέφτονται εκεί κάτω; Δεν θα έπρεπε οι άνθρωποι αυτοί να λογικευτούν και να πάψουν να αναπαράγονται, να σκύψουν το κεφάλι, να βυθιστούν στην κατάθλιψη και τον αφανισμό αφού καταδικάστηκαν απ’ τους ισχυρούς του G8, 10, 20; Κοίτα, κανείς δεν τα έβγαλε πέρα με τις ορμόνες, τη φύση και τη τρέλα. Σταμάτα λοιπόν την γκρίνια και υποκλίσου σε όλες αυτές τις κυρίες με τις φουσκωμένες κοιλίτσες γιατί κι εσύ μέσα σε ένα τέτοιο ανεύθυνο σακούλι άρχισες να ζεις.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Introductory

Στην εποχή της πολυδιάσπασης και του κατακερματισμού, τι μπορεί να σημαίνει ένα νέο blog; Κάτι στο οποίο μπορείς να λες ανοησίες με τη σέσουλα. Η αίσθηση μιας μικρής γιορτής, κάτι το ανούσιο, επιπόλαιο, το αναίτιο, το ευχάριστο, το ηδονικό…Μια παύση μέσα στο θόρυβο ή μια φωνή που θέλει να ενωθεί με τις άλλες;

Γράφουν και όλο γράφουν τις ανυπόφορα/Σοφές τους κουταμάρες/
Σαν να αλήθευε το: primum scribere/Deinde philosophari

Υπάρχουν θέματα λυμένα ή πρέπει να τα επαναπροσδιορίσω; Έχουν δοκιμαστεί διεξοδικά; Έχουν κριθεί ανάλογα; Για να πιάσω το νήμα από τη μέση, θα χρειαστεί να πάω μπρος-πίσω, με νέα ματιά και καθαρή συνείδηση ή με λοξή ματιά και σωστή κατεύθυνση.

Instant traffic. Distribute Your Blog to Twitter Fast. Easy. Free. Schedule Posts.

Ο χρόνος και ο χώρος είναι οι πλέον κατάλληλοι; Και πρόσφοροι; Ναι, να ορίσουμε το χωροχρόνο μας, μέσα από την έκφραση, τη σύνθεση, την ελευθερία. Έλα που όμως, αν ο χωροχρόνος μας σαν μια σταγόνα νερού σχηματίζει ομόκεντρους κύκλους, το εκτόπισμα του νερού λιγοστεύει. Σε αντάλλαγμα αυξάνονται οι χρωματιστές μπουρμπουλήθρες.

Να έχει στόχο και σκοπό; Να έχει target; Αποκλίνουσα ή συγκλίνουσα άποψη; Κριτική ή παράπονο; Άμεση, ταχύτατη, εύληπτη τροφή, ή τροφή για σκέψεις και ιδέες; Τα περισσότερα είναι συναρπαστικά, με μία αμεσότητα που δεν την έχει η έντεχνη και έντυπη γραφή. Άλλα είναι κοινότοπα ή κουραστικά – μαθαίνεις να τα αποφεύγεις. Καμιά φορά μπλέκεσαι και στα comments.

Να μιλήσω για συναισθήματα ή να κάνω σκέψεις; Να γράψω γι’ αυτά που θέλω εγώ ή γι’ αυτά που θα ήθελαν οι άλλοι; Να ξεφύγω από τα τετριμμένα ή να δω τα τετριμμένα με άλλο μάτι; Να ανακαλύψω καινούργιες αλήθειες; Οι παλιές αλήθειες είναι ήδη υπερβολικά πολλές. Να αφορούν εμένα ή τους περισσότερους; Να μην αφορούν κανέναν; Να μια πρόκληση…

Είναι μόδα ή σημείο των καιρών; Η μόδα είναι εξολοκλήρου με τη μεριά της βίας, βία της συμβατικότητας, της ένταξης σε μοντέλα, βία της κοινωνικής συναίνεσης και της περιφρόνησης που υποκρύπτει.

Γιατί να γράψω; Γιατί γράφουμε; Για να αντισταθούμε στο μηδενισμό του θανάτου, από αγάπη στο λόγο, για να δώσουμε μια μορφή αντίστασης στις λέξεις…επειδή φοβόμαστε το θάνατο ή επειδή φοβόμαστε να ζήσουμε; Οι λέξεις ή ο γράφων έχουν τη δύναμη; Πάντα υπάρχουν εξαιρετικά πράγματα. Δυνατά, ειλικρινή, με νέα γλώσσα, χιούμορ τρελό, απόλυτο συντονισμό με τον βόμβο της στιγμής.

Να το κάνω για να νιώσω καλύτερα ή για να νιώσουν οι άλλοι περισσότερα-και εμμέσως κι εγώ να εισπράξω το feedback; Το γράψιμο αποδίδει. Θα μου κάνει καλό, όπως η ψυχανάλυση ή θα την αντικαταστήσει; Θα βοηθήσει την προσωπικότητά μου ή θα την απομειώσει; Είναι ένα παιχνίδι που μόλις μεγαλώσω θα το απομυθοποιήσω ή θα το φυλάξω στο μπαούλο που θα με συνοδεύει στο μεγάλο ταξίδι μου στον κόσμο; Το γράψιμο είναι ένα σοβαρό παιχνίδι που μοιάζει με εκείνο των παιδιών και όπως το παιδικό παιχνίδι απαιτεί αφοσίωση. Στη ζωή του χαμηλού ρίσκου και πάθους, της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και της ημιδιαφάνειας έχουμε περάσει σε σχέσεις μη αφοσίωσης. Πάραυτα τα μπλογκόσπιτα πολλαπλασιάζονται και θα καταλήξουν να είναι περισσότερα από τους μπλογκοαναγνώστες…Γιατί από όποια πλευρά και να τα κοιτάξεις έχουν ενδιαφέρον, και παρόλο που η (δυτικού τύπου) ζωή έχει καταντήσει αποσπασματική και προσχηματική, είναι δεδομένο ότι μονάχα η αδιαφορία μπορεί να σκοτώσει.

Και να τώρα, βρίσκομαι σε ανοιχτό δημόσιο διάλογο ή σε εξωτερίκευση της εσωτερικότητάς μου; Θέλω ή πρέπει; Να ξεφύγω ή να μπλέξω; -Μην σε νοιάζει αν θα χαθείς… Γιατί χάθηκαν οι «Χάνομαι γιατί ρεμβάζω»;

Κι όμως, για όλα αυτά υπάρχει η βεβαιότητα: no game, no pain (or vice versa)?

Απαντήσεις στα ερωτήματά μου έδωσαν οι Λ. Βιτγκενστάιν, Φ.Νίτσε, Π.Αδαμοπούλου, Ν.Δήμου, Ζ. Περέκ, Ε.Αρανίτσης Στ. Τσαγκαρουσιάνος, Κ.Παπαγιώργης, Α.Ταμπούκι. Τους ευχαριστώ.