Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός πλανήτης γεμάτος ζωή. Κάποια από τα τολμηρότερα πλάσματά του, κατάφεραν να ταξιδέψουν στο διάστημα κι όπως όλοι όσοι εγκαταλείπουν την πατρίδα για ένα άγνωστο μέρος, έριξαν μια ματιά πίσω. Η μπάλα που έλεγαν σπίτι, διέφερε από τις γειτονικές. Ήταν μπλε.
Δικαιολογημένο, μια και το μεγαλύτερο κομμάτι της επιφάνειας καλυπτόταν από νερά που καθρέφτιζαν τον ουρανό. Αυτός πάλι, χρωστούσε το δικό του γαλάζιο στις ανακλάσεις των ηλιακών ακτινών πάνω στα μόρια του αέρα. Τον αέρα αυτόν, οι κάτοικοι τον λέγανε ατμόσφαιρα και τον είχαν περί πολλού. Λίγο να άλλαζε η σύστασή του, τίποτα ζωντανό δεν θα συνέχιζε να μεγαλώνει, να περπατάει και να σκέφτεται. Επίσης, αν ο αέρας έπαυε ν’ αποτελείται από τις σωστές αναλογίες συγκεκριμένων αερίων, το χρώμα του πλανήτη θα γινόταν κόκκινο ή πράσινο γιατί οι ακτίνες θα σκορπίζονταν με διαφορετικό τρόπο. Αν βέβαια συνέβαινε κάτι τέτοιο, το μόνο ζωντανό βλέμμα που θα μπορούσε να το παρατηρήσει, θα ήταν εκείνο του τολμηρού διαστημικού ταξιδιώτη.
Μερικοί από τους ντόπιους ήταν πολύ έξυπνοι. Βρήκαν τρόπους να παράγουν τροφή, αρκετή για να μην μείνει κανείς πεινασμένος. Έφτιαξαν οχήματα, ικανά να σε μεταφέρουν γρήγορα όπου ποθούσε η καρδιά σου, βρήκαν θεραπείες για ένα σωρό αρρώστιες κι επινόησαν μηχανές για να εξοικονομούν χρόνο απ’ τις δουλειές τους. Έτσι, οι κάτοικοι του πλανήτη θα μπορούσαν να χαζεύουν το γαλάζιο σπίτι τους, να γιορτάζουν, να χορεύουν, να τραγουδούν, να φτιάχνουν όμορφα πράγματα και ν’ αναρωτιούνται πού και πού για όλα αυτά γύρω και μέσα τους. Όλα όσα θα μπορούσαν να κάνουν στον ελεύθερο χρόνο τους, ήταν πολύ σημαντικά γιατί τους βοηθούσαν να νοιώθουν ευτυχισμένοι.
Παράλληλα με τους έξυπνους κατοίκους, υπήρχαν αρκετοί που σκέφτονταν με διαφορετικό τρόπο. Εξαιτίας κάποιου αρχικού -πολύ διαδεδομένου είναι η αλήθεια- κατασκευαστικού λάθους, πίστευαν πως θα ήταν ευτυχισμένοι αν μαζεύανε πολλά αντικείμενα, τα οποία θα κλείδωναν και θα απολάμβαναν μονάχοι. Όσο πλουσιότερη η συλλογή, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η ευτυχία τους. Η ιδέα αυτή φάνηκε καλή σε όλο και περισσότερους. Για να διευκολυνθεί η γενική τάση, σκεφτήκανε ένα αστείο μέσο που θα βοηθούσε τη μόδα των ιδιωτικών απολαύσεων. Το ονομάσανε χρηματοπιστωτικό σύστημα και παρότι ελάχιστοι καταλάβαιναν τη λειτουργία και σε τελική ανάλυση τη χρησιμότητά του, το θεώρησαν τόσο σημαντικό όσο και τον αέρα που αναπνέανε. Στην αρχή είπαν στους ιθαγενείς ότι τα φρούρια του συστήματος –τα έλεγαν τράπεζες- είναι ένα ασφαλές μέρος όπου μπορείς να φυλάξεις τα πολύτιμα αποκτήματά σου από τους κακοποιούς. Μάλιστα, η τράπεζα θα σε πλήρωνε γι αυτό. Μετά, η ίδια καλή τράπεζα, μπορούσε να σε δανείσει για να αγοράσεις όσα όμορφα πράγματα τράβαγε η ψυχή σου και κυρίως για να μεγαλώσεις τις δουλειές σου, παράγοντας ολοένα και περισσότερα αντικείμενα αποκλειστικής χρήσης. Για αντάλλαγμα, ζητούσε μια μικρή ανταμοιβή, ένα ελάχιστο τίποτα, συγκρινόμενο με την χαρά της ανάπτυξης και της αγοράς.
Απ’ την άλλη, ο αέρας ήταν δωρεάν, με αποτέλεσμα να χάνει ολοένα μεγαλύτερο μέρος της αρχικής του εκτίμησης, μια και αξία είχε ότι μπορούσες να ανταλλάξεις με εντυπωσιακά αντικείμενα. Του κόλλησαν μάλιστα κι ένα υποτιμητικό επίθετο, αποκαλώντας τον κοπανιστό κι έπαψαν να ασχολούνται μ’ αυτόν.
Οι άνθρωποι επιδόθηκαν στην εκμετάλλευση όλων των φυσικών πόρων και στην παραγωγή, που παρεμπιπτόντως δημιουργούσε μερικά αμελητέα προβλήματα στην αρχική πλανητική ταυτότητα.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα επέβαλε τους δικούς του κανόνες και έναν νέο τρόπο σκέψης. Ότι το υπηρετούσε ήταν θεμιτό κι ότι του εναντιωνόταν ήταν λαϊκίστικο κι όφειλε να βγάλει το σκασμό και να βαρέσει δέκα υποταγμένες προσοχές.
Για κάμποσο καιρό όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Τα εργοστάσια δούλευαν στο φουλ, παρήγαγαν αναρίθμητα προϊόντα κι αμέτρητες ποσότητες δηλητηριωδών αερίων και τοξικών αποβλήτων. Ο ουρανός παρέμενε γαλάζιος μεν, αλλά με έναν νέο πιο ασαφή τρόπο.
Η ευτυχία των παρεΐστικων ξεφαντωμάτων, της δημιουργίας, του θαυμασμού και των βαθύτερων σκέψεων αντικαταστάθηκε από τη λαχτάρα των αγορών. Οι ιθαγενείς δανείζονταν ξανά και ξανά και το ίδιο έκαναν τα κράτη για να καλύψουν κυρίως τις δαπάνες της εξουσίας που τα κυβερνούσαν. Οτιδήποτε συνδεόταν με πραγματικό υλικό αντίκρισμα, είχε από καιρό εξαντληθεί, αλλά οι τράπεζες συνέχιζαν να δανείζουν τους πάντες, γιατί αυτός ο καινούριος αέρας που πουλούσαν -ο λιγότερο περιεκτικός του δωρεάν απαξιωμένου κοπανιστού- έκανε τους ιδιοκτήτες του, πλουσιότερους κι απαιτητικότερους. Κι όταν όλα ξέφυγαν από την τελευταία ανάμνηση πραγματικού νοήματος, εφηύραν περίπλοκα κόλπα, τα βάφτισαν παράγωγα κι ασφάλιστρα κινδύνου. Οι εξυπνότεροι απ’ αυτούς που τα επινόησαν, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν στο ίδιο τους το παιδί, τι ακριβώς ήταν. Σημασία είχε πως τους έκαναν Κροίσους.
Η ανεπαίσθητη γαλαζοπράσινη απόχρωση των νερών και του ίδιου του πλανήτη, δεν ανησύχησε παρά κάτι φευγάτους και γραφικούς τύπους.
Μια σκοτεινή μέρα, οι τραπεζίτες αποφάσισαν πως η φούσκα κόντευε να ξεπεράσει σε διαστάσεις το ίδιο το ηλιακό σύστημα κι αποφάσισαν να πάρουν μέτρα. Θα ζητούσαν πίσω τον αέρα που δάνεισαν στα κράτη, αλλά σε είδος. Ότι είχε αξία θα ξεπουλιόταν για να πληρωθεί το χρέος. Για να μην φανούν κακοί, διέδωσαν φρικτές ιστορίες για τη φαυλότητα των κρατών, βασισμένες σε μισά ψέματα και μισές αλήθειες. Επειδή οι ιθαγενείς είχαν ξεχάσει να σκέφτονται, δυσκολεύονταν να ξεχωρίσουν τα όρια και πείσθηκαν πως τα υπερδανεισμένα κράτη ήταν άξια της τιμωρίας. Επειδή όλες οι χώρες ήταν υπερδανεισμένες, καμιά δεν θα ξέφευγε. Έτσι, δεν υπήρχε λόγος να της κηρύξουν πόλεμο οι υπόλοιπες.
Οι πρώτες ποινές εφαρμόστηκαν στους φτωχότερους. Τα κράτη υποχρεώθηκαν να παραδώσουν την κυριαρχία και την περιουσία τους στους δανειστές.
Το βάρος ήταν πολύ μεγάλο και τα ενοχοποιημένα κυβερνητικά στελέχη –προκειμένου να γλιτώσουν το λιντσάρισμα- μετέφεραν το φταίξιμο στους ιθαγενείς γιατί παρέσυραν τους αρχηγούς τους, ζητώντας όλο και περισσότερα χατίρια και αγαθά. Κυρίως οι κρατικές και κοινωφελείς επιχειρήσεις καταγγέλθηκαν ως απεχθείς καταβόθρες του χαμένου πλούτου, γιατί εκεί απασχολούνταν οι πιο ξεπουλημένοι διαφθορείς.
Οι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών, απέδωσαν το φταίξιμο στους υπαλλήλους που ζητούσαν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, τη στιγμή που κάτι τέτοιο ούτε καν πέρναγε απ’ το μυαλό των τρομοκρατημένων εργαζομένων στις ιδιοτελείς ή ιδιωτικές όπως τις έλεγαν, επιχειρήσεις. Οι αμοιβές μειώθηκαν δραματικά και για να μην αισθάνεται κανείς αδικημένος, το ίδιο μέτρο εφαρμόστηκε για όλους, διεφθαρμένους και αδιάφθορους, δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους.
Τώρα όλοι –πλην των τραπεζιτών και των στενών τους φίλων- ήταν φτωχότεροι και κατσουφιασμένοι. Χάρη όμως στο θαυματουργό σύστημα, θα γίνονταν ανταγωνιστικότεροι. Παρήγαγαν φθηνά προϊόντα και όλα θα ήταν μια χαρά αν βρισκόταν πρόθυμος αγοραστής. Μόνο που κανείς πια δεν είχε τίποτα να δώσει, ενώ τα εργοστάσια προσπαθούσαν να πουλήσουν όλο περισσότερα και φθηνότερα μπιχλιμπίδια, συναγωνιζόμενα το ένα το άλλο. Απ’ τους καπνούς και τα σκουπίδια, η σύσταση του αέρα άρχισε ν’ αλλάζει ανησυχητικά. Βέβαια, κανείς δεν έδινε σημασία σε ασήμαντες λεπτομέρειες κι οι φευγάτοι γραφικοί τύποι ήταν πολύ φτωχοί και θλιμμένοι για να συνεχίσουν τις ενοχλητικές διαμαρτυρίες τους. Το ένα μετά το άλλο τα εργοστάσια έκλειναν κι οι εργαζόμενοι έχαναν τις δουλειές τους.
Την ίδια η στιγμή, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αποφάσισαν να δεσμεύσουν όλα τα χρήματα των καταθετών. Οι τελευταίοι συνειδητοποίησαν πως η μόνη διαφορά ανάμεσα στις τράπεζες και στους διαρρήκτες είναι πως τους δεύτερους τους κυνηγάει η αστυνομία, ενώ τις πρώτες τις προστατεύει.
Οι κατηφείς και άφραγκοι ιθαγενείς γύρισαν κατάκοποι σπίτι και απέδωσαν όλο το φταίξιμο στα παιδιά τους. Αυτά δεν ήταν που απαιτούσαν καινούρια παιχνίδια και ρούχα μια και κάθε μήνα τα παλιά τους έρχονταν μικρά; Με τη σειρά τους τα παιδιά έχασαν τη χαρά τους κι έριξαν το φταίξιμο στα παιχνίδια γιατί γίνονταν βαρετά μετά από μερικές ώρες.
Εντοπίστηκαν έτσι οι αρχικοί υπαίτιοι της συμφοράς. Ήταν τα λούτρινα ζωάκια που παρίσταναν τα αθώα, απολαμβάνοντας προνομιακές θέσεις στα παιδικά κρεβάτια.
Την ίδια ώρα, το γαλάζιο του ουρανού άρχιζε να παίρνει μια σαφώς πρασινωπή απόχρωση. Κάθε ισορροπία είχε ανατραπεί κι ο πλανήτης σκότωνε διεφθαρμένους και τίμιους, πλούσιους, φτωχούς, ανυποψίαστα ζώα και φυτά. Ως συνήθως, από το θάνατο γλίτωσαν μόνο οι πραγματικοί φταίχτες: τα λούτρινα.
Το νέο πράσινο χρώμα του πλανήτη, δεν το είδε παρά μόνο ο μοναχικός αστροναύτης που δεν θα μπορούσε πια να επιστρέψει σπίτι.
Όλη η παραπάνω ιστορία αφορά σ' έναν άγνωστο μακρινό πλανήτη όπου καθετί ζωντανό έχει πεθάνει. Οι ιθαγενείς ήταν πολύ ανόητοι κι ευθύνονταν για την καταστροφή και το θάνατο, όχι επειδή ήταν διεφθαρμένοι όπως τους κατηγόρησαν οι πιο άπληστοι από τους συντοπίτες τους, αλλά γιατί πίστεψαν τα παραμύθια που τους πούλησαν. Φυσικά, δεν έχουν καμία σχέση με τους πανέξυπνους κατοίκους του δικού μας πλανήτη. Εμείς αναμένουμε ν’ ανακάμψει η οικονομία –ανεχόμενοι τα πάντα- γιατί είμαστε σίγουροι πως πρόκειται για μια εποχιακή ίωση. Αψού!
Ούριο άνεμο εύχομαι στο ιστολόγιό σας, με εμπνεύσεις, κέφι και όρεξη! Καλωσορίσατε στην παρέα. Και καλή χρονιά!
ΑπάντησηΔιαγραφήTheorema,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε και καλώς σας βρήκαμε. Καλή χρονιά σε όλες-όλους μας!
ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΜΕ... ΠΑΡΑΜΥΘΙ WITH A TWIST. ΕΙΣΑΙ ΕΚΤΑΚΤΗ! ΕΜΦΑΝΙΖΕΣΑΙ ΚΑΠΟΥ LIVE?
ΑπάντησηΔιαγραφήΆκουσα ότι επιστρέφουν αυτοί που έφυγαν ..τότε οι ανονομάτιστοι ταξιδευτές… οι Πολεμιστές της Τροίας… Οι Ατρείδες
ΑπάντησηΔιαγραφήο Μέγας Αλέξανδρος και ο Αριστοτέλης… ο Απολλώνιος στρατός που έστησε το γένος των Ελλήνων απέναντι στους Γίγαντες και τους Τιτάνες… οι Επαναστάτες της Αυτοκρατορίας του Κενταύρου.
Άκουσα ότι οι Ανδρομέδιοι ξεκίνησαν, κάποιοι μετράμε τα σκάφη που παραβίασαν τα γαλαξιακά σύνορα των ερπετοειδών.
Ο δικός μας Πόλεμος είναι κοντά, κάπου ήδη ξεκίνησαν οι Στρατοί…
Κανένα σύστημα καταδυνάστευσης του ανθρώπου, δεν μπορεί να σταματήσει αυτό, που έρχεται στον χρόνο.
Μέχρι χθες αναρωτιόμουν, γιατί τόση σημασία και βαρύτητα σε όλα αυτά τα άχρηστα πράγματα γύρω…
Γιατί να μένει αμόρφωτος ο άνθρωπος… γιατί να είναι φυλακισμένος… γιατί δεν πρέπει να ξέρω ποιος είμαι, και το σοβαρότερο όλων… γιατί «είμαι»;
Η ελπίδα όμως ζει εκεί έξω, ο Νόστος του Πολεμιστή. Η γενιά μας θα πολεμήσει για τις αξίες που οι μισ-άνθρωποι καταπάτησαν.