Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Είμαι εδώ

Κλείσε τα μάτια κι ονειρέψου ένα πανέμορφο μέρος, με συμβούλεψε η αναισθησιολόγος. Λίγο πριν με είχε ρωτήσει αν καπνίζω. Η ανάσα της βρώμαγε τσιγάρο. Ενοχλητική μυρωδιά για ταξίδι. Θυμήθηκα τον πατέρα μου που κάπνιζε στο παλιό μας αμάξι. Ένα τασάκι γεμάτο γόπες που όλο ξεχνούσε ν’ αδειάσει κι η μυρωδιά να ποτίζει τα φτηνά πλαστικά του αυτοκινήτου. Μα γιατί ζαλίζεται αυτό το παιδί; αναρωτιόταν η μάνα μου. Το κεφάλι γύρναγε κάθε φορά που έβλεπα αυτοκίνητο. Ε, και τώρα γυρνάει.


Παλιό όνειρο

Θυμήθηκε το όνειρο. Το είδε χρόνια πριν. Ούτε παντρεμένη ήταν τότε, ούτε παιδιά είχε.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

θα ήθελα να ήσουν εδώ



Το'χεις ακούσει ή αν δεν το έχεις, το έχεις ονειρευτεί

Στη συναυλία, στην παράσταση, στην πορεία, στο δάσος, στο βουνό, στον αγώνα, στο γήπεδο, στη γιορτή, στο νησί, στην παραλία, στη μέση του δρόμου, στην πλατεία, στη βόλτα, μπροστά στο τζάκι, στα πρώτα του γενέθλια, στον πρώτο του αγώνα...

Το έχεις πει
Σε μια στιγμή σε μια ανάσα σε μια εικόνα
Το έχεις αισθανθεί, αλλά δεν θέλησες ποτέ να το πεις
Το διάβασες σε ένα γράμμα
Το ένιωσες
στη χειρότερη ή στην ευτυχέστερη στιγμή της ζωής σου
Το πληκτρολόγησες
στο μήνυμα που δεν έφυγε ποτέ από το κινητό σου

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Δικαιώνεται ο αγώνας;

Η μικρή αγέλη ζει κοντά μας στη βιομηχανική περιοχή. Τρέφεται από τον κόσμο που τρώει στις καντίνες και με σπιτικά αποφάγια. Δύσκολα πλησιάζεις τα σκυλιά κι ακόμη δυσκολότερα κερδίζεις την εμπιστοσύνη τους. Με τον καλό καιρό αράζουν στα χορτάρια χαζεύοντας τα μικρότερα να παίζουν. Όταν βρέχει ή χιονίζει αναζητούν τις καβάτζες τους. Κάθε τόσο κάποια από αυτά εξολοθρεύονται από φιλεύσπλαχνους και ευγενείς ανθρώπους. Έχουν απομείνει ο δυνατός αρσενικός, μια θηλυκιά, ατίθαση κι τρυφερή, και κάποια από τα μικρά, δικά τους ή των προηγούμενων. Κι ένας μόρτης στειρωμένος και ναζιάρης. Όταν τα βλέπεις να τρέχουν στον ορίζοντα ζηλεύεις την ελευθερία τους. Συνήθως όμως στο δρόμο για τη δουλειά τα προσπερνάς σκυφτός.

Δεν είχε χαράξει ακόμη όταν εμφανίστηκε ο ξένος. Ωραίος και ρωμαλέος, έμοιαζε περισσότερο με λύκο παρά με μπάσταρδο. Έρχεται από μακριά, είναι φοβισμένος και κουρασμένος,τίποτε όμως δεν τον σταματά μπροστά στη γλυκειά έλξη που του προκαλεί η πιθανότητα να ζευγαρώσει. Η ατμόσφαιρα μυρίζει θηλυκές ορμόνες και μπαρούτι.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

in memoriam … και μία αφιέρωση σε ένα μελλοντικό βιβλίο

Οι δύο αναρτήσεις που ακολουθούν, αποτελούν συμμετοχές του Rubies and Clouds στο διιστολογικό αφιέρωμα με αφορμή τις 100 «Αφιερώσεις Συγγραφέων» του αγαπητού Βιβλιοθηκάριου.


in memoriam
Δεν ξέρεις τι είναι να περπατάς στο βουνό. Ο γιατρός σου είπε “αγκάλιασε ένα δένδρο”. Διέκρινε το έλλειμα. Αφήνουμε το αυτοκίνητο, ένα δεκανίκι κι αυτό. Κοιτάζω το βλέμμα σου. Θέλεις να φτάσουμε στην κορυφή. Η προδιαγραφή σου περιλαμβάνει και την αριστεία. Είναι ψηλά όμως και αποθαρρύνεσαι. Αναπνέεις με δυσκολία. Αυθόρμητα ψάχνεις για το πακέτο. Αντ'αυτού μου πιάνεις το χέρι. Είναι πολλά τα πακέτα ταλάζουν μέσα σου δηλητήριο, όμως εσύ το νιώθεις σαν φυσιολογικό ορό. Θέλεις να περπατάς από μέσα, να μη βλέπεις το γκρεμό, να μη νοιώθεις τον ίλιγγο. Να μη βλέπεις πρόσωπα στους εφιάλτες σου. Μόνο τις γάτες σου. 
Περπατάμε στο δάσος. Δεν ξέρουμε που θα μας βγάλει. Προχωρώ μπροστά και δείχνεις να σου αρέσει να σου δείχνουν το δρόμο, αυτόν που δεν έμαθες να παίρνεις. Ζεις με το φόβο ότι θα σου ξανασυμβεί, μόλις σταματήσεις τα φάρμακα. Σε κρατώ. Προσπαθώ να σε αναγκάσω να μας ακολουθήσεις. Προσπαθώ να σου δείξω να περπατάς ίσια. Πιάνεις το ρυθμό. Βλέπεις πώς τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο; 
Από μακριά ακούω πουλιά να κελαηδούν. Γυρίζω κι είσαι εσύ που σιγοτραγουδάς. Δεν θυμάμαι το γέλιο σου. Μόνο την προσπάθειά σου. Τίποτε δεν σου χαρίστηκε. Πώς είναι να σε αγαπούν με λάθος τρόπο; Μισείς το σώμα σου και αυτό χάνει την ισορροπία του. Σε πιάνω και ανατριχιάζεις. Πώς είναι να μεγαλώνεις χωρίς κανένα χάδι; Το βλέμμα σου θολώνει και χάνεται κάποιες στιγμές, άλλες πάλι είναι καθάριο και αποφασισμένο. Ισορροπείς πάνω σε δίκοπο λεπίδι. Πονάς. Κάθε τόσο στάζεις απογοήτευση. Αδράζεις τα αντικείμενα του πόθου σου σαν τη βρύση που έντεχνα ήξερες να επιδιορθώνεις. Ράβεις, όπως γράφεις, σε ευθεία γραμμή. Μόνο όταν αγαπάς οι γραμμές αυτές στραβώνουν και τα γράμματα κατρακυλάνε.
Φεύγω και σε αφήνω μόνη. Δείχνεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις.
Κι όμως...Αποσύρεσαι. Παίρνεις την απόχρωση του κελύφους σου. Η μουσική εγκλωβίζεται μέσα στο μυαλό σου. Το πιάνο μένει βουβό. Δεν έχεις πια το σθένος να πιάνεις μελωδίες. Χτυπάς μόνο τα πλήκτρα του υπολογιστή. Τρέφεσαι με τζανκ φουντ και αυταπάτες. Αποτυγχάνεις σε όλες τις δοκιμασίες της πραγματικότητας. 
Πώς είναι να αγαπάς με λάθος τρόπο; Η ερώτηση σου παρουσιάστηκε σαν σκράμπλ και, αλίμονο, ήσουν πολύ καλή σε αυτό.
Πέφτει ομίχλη. Απρόσμενη ομίχλη τέτοια εποχή του χρόνου. Έχεις μείνει πίσω. Κοπανιέσαι στα βράχια. Μένεις όρθια. Γλύφεις τις πληγές, τις σκεπάζεις με φυλλαράκια που μαζεύεις από κάτω. Νομίζεις ότι έτσι θα μας τις κρύψεις. Ξαναπαίρνεις την ανηφόρα ξεκινάς. Μόνο που χρειάζεσαι πάλι οδηγό. Και αυτός που διάλεξες αυτή τη φορά, από τη μάνα του, σακάτης.
Κι ο δρόμος της ζωής σου, μάτια μου, πουθενά δεν έγραφε "δεύτερη ευκαιρία".

της RoubinakiM
Η Λίλη Ιωαννίδου έφυγε από τη ζωή το πρωί της 10ης Νοέμβρη 2012. Το βιβλίο με την αφιέρωση βρισκόταν πάνω στο γραφείο μου από την πρώτη στιγμή της τελευταίας περιπέτειάς της. Σήμερα είναι η κηδεία της.




… και μία αφιέρωση σε ένα μελλοντικό βιβλίο

Γιατί εκτός από τους αγαπημένους φίλους που χάνουμε, εκτός των υπέροχων βιβλίων που διαβάσαμε, υπάρχουν οι φίλοι που είναι ολοζώντανοι  και τα βιβλία, που δεν έχουν γραφτεί ακόμα.
Η δική μου αφιέρωση είναι του κοινού –με τη Ρουμπίνη- φίλου μας Δημήτρη. Πριν δύο χρόνια, όταν ξεκινάγαμε αυτό το μπλογκ, μου είχε χαρίσει ένα τετράδιο, προτρέποντας να γεμίσω τις σελίδες του, μ’ αυτά τα λόγια:
«Γιατί κάθε σπουδαίο βιβλίο,
από μια λευκή σελίδα ξεκινάει.»
Από τότε, έχω γράψει καμιά εκατοστή ποστάκια, αλλά ούτε μια σελίδα του σπουδαίου βιβλίου. Οπότε, όλη η δυναμική της προσδοκίας παραμένει αφάγωτη.
της Nefosis

Στο αφιέρωμα συμμετέχουν οι εκλεκτοί μπλόγκερς :
 SilentCrossing
Τσαλαπετεινός
Theorema
Κυνοκέφαλοι
Φαούδι
Σημειωματάριο
Δύτης των Νιπτήρων
Κόκκινο Καγκουρό
Καγκουρό
Infoscience addict
Greek libraries in a new world
Dina Vitzileou
Niemandsrose
Roadartist
Anna Silia
Χαμένα Επεισόδια
Κουπέπια
Εξεγερμένο το 2009
Βιβλιοθηκάριος
Η ωραία Σελίτσα
Αναγεννημένη
pollyanna

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Χθες βράδυ στο Σύνταγμα

Μπορείς να τ’ αφήσεις να περάσει. Μπορείς να παρακολουθήσεις τη συζήτηση στη Βουλή, παγωμένος στον καναπέ σου, ή στο σπίτι φίλων-να βρίζετε μαζί, ή στο καφενείο να θυμώνεις πάνω απ΄ το τάβλι.  Και μετά να πας για ύπνο. Φαρμακωμένος κι ανήμπορος.
Ή μπορείς να κατέβεις στο Σύνταγμα τη μέρα που ψηφίζονται τα μέτρα. Να ψηφίσεις κι εσύ με το κορμί σου. Να είσαι εκεί όταν παίρνονται οι αποφάσεις. Μια κουκίδα στο βίντεο, μια θολή φιγούρα σε μια φωτογραφία. Μια πινελιά ανάμεσα στους ζωντανούς. Όλοι οι πίνακες, από πινελιές σχηματίζονται κι αν τα χρώματα αποφασίζανε να γίνουν αόρατα–γιατί τι να σου κάνει ένα μικρό κόκκινο κι ένα τόσο δα γκρι κι ένα απειροελάχιστο κίτρινο-οι μουσαμάδες των ζωγράφων θα ήταν άδειοι.

Έκκληση για αίμα


Eίναι αυτές οι στιγμές που σε πιάνουν και σου δίνουν μια ξανάστροφη και παύεις να κοιτάς μπροστά αλλά κοιτάς πίσω: περπατάς, μιλάς, καλημερίζεις, γράφεις, πλένεις, οδηγείς, καθαρίζεις, αλλά το μυαλό σου δουλεύει προς τα πίσω.
Την πρώτη φορά που σας μας σύστησαν στον όμιλο, όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε μαζί, πάρτνερ, το ουζερί που πρωτοφάγαμε, τα μετά τη χαρτοπαιξία ξενύχτια, τις βόλτες με το γκρι φορντ έσκορτ, τα βιβλία που μου χάριζες μόλις στα έδινε ο εκδότης, τότε που οργανώναμε βραδιές και γλέντια, τις φορές που τσακωθήκαμε, τις διακοπές στα νησιά, όταν ανταμώσαμε και φάγαμε μαζί πρωινό στο ξενοδοχείο στο Παρίσι, όταν, τότε τη δεκαετία του '90, βάλαμε όλα μας τα λεφτά κάτω για να πάμε να φάμε σε εστιατόριο με αστεράκι μισελέν, και μου' λεγες κάνε σαν στο σπίτι σου, οι αληθινά πλούσιοι, δεκάρα δεν δίνουν για το comme il faut, όταν λογοφέρναμε σχετικά με το αν είναι σωστό να καθυστερεί κάποιος στο ραντεβού (όπως εγώ) ή να πηγαίνεις πρώτος και να αγχώνεσαι (όπως εσύ)...

Τώρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι σε στάση άβολη και ανοίκεια, παραμορφωμένη από τις καταχρήσεις σου, με τα μηχανήματα να σε κρατάνε ζωντανή, με σεντόνια που σου φέρνουν γιατί το νοσοκομείο δεν έχει αρκετά, αγνώριστη μέσα στη χημεία και στον πόνο, κι εγώ να προσπαθώ να σου χαμογελώ πίσω από τη μάσκα μου, κι ας έχει μουσκέψει...
Κι εγώ τώρα πρέπει να κάνω έκκληση για αίμα...ανοίγω το στόμα μου αλλά άχνα δε βγαίνει...δεν ξέρω αν θέλω να το κάνω και στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ τι μου έχεις πει για την ευθανασία, αλλά είναι πολύ παλιά, τότε που μιλούσαμε, έχουν περάσει χρόνια, δεκαετίες, κι οι δρόμοι μας στράβωσαν και σε αλλότριο χάρτη πήγαν και χαράχτηκαν.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Κύμα

Στάθηκε και περίμενε. Ήταν ένα τριγωνικό κύμα στο ύψος του βουνού. Μια υδάτινη πυραμίδα που επιθεωρούσε την ονειρική μου παραλία. Ακίνητο για λίγο. Έτσι για τους τύπους. Το ήξερα κι εγώ –κι ας κοιμόμουν- κι ο υπόλοιπος κόσμος στην ακρογιαλιά που έβλεπε το ίδιο όνειρο με μένα, πως το κύμα θα έσκαγε πάνω μας.  Το ξέραμε όλοι, πως μας άφηνε λίγο χρόνο, να το θαυμάσουμε, να μας κόψει την ανάσα με το τεράστιο κορμί του. Απολάμβανε τον τρόμο μας. Λιγωνόταν από τη θεϊκή του μεταμόρφωση. Μεθούσε με τη δύναμή του.
Θα έπεφτε, αλλά όχι το ίδιο πάνω σε όλους. Όσοι βρίσκονταν στη μέση της ορμής του, κάτω απ’ την κορφή του, ήταν ολότελα χαμένοι. Όσοι βρίσκονταν στα άκρα, θα  τη γλίτωναν πλατσουρίζοντας στα ρηχά. Δεν επρόκειτο για ένα κύμα οριζόντιο. Άλλους θα τους εξαφάνιζε τελείως κι άλλους, ελάχιστα θα τους άγγιζε.
Επειδή το κύμα είχε αποκτήσει δική του υπόσταση, έδειχνε μια στοιχειώδη διακριτικότητα. Μας άφηνε χρόνο να μετακινηθούμε, να σκεφτούμε, ν’ αντιδράσουμε. Μας γλεντούσε.
Είναι περίεργο που οι περισσότεροι αποφασίσαμε να παγώσουμε στη θέση που βρισκόμασταν.