Eίναι αυτές οι στιγμές που σε πιάνουν και σου δίνουν μια ξανάστροφη και παύεις να κοιτάς μπροστά αλλά κοιτάς πίσω: περπατάς, μιλάς, καλημερίζεις, γράφεις, πλένεις, οδηγείς, καθαρίζεις, αλλά το μυαλό σου δουλεύει προς τα πίσω.
Την πρώτη φορά που σας μας σύστησαν στον όμιλο, όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε μαζί, πάρτνερ, το ουζερί που πρωτοφάγαμε, τα μετά τη χαρτοπαιξία ξενύχτια, τις βόλτες με το γκρι φορντ έσκορτ, τα βιβλία που μου χάριζες μόλις στα έδινε ο εκδότης, τότε που οργανώναμε βραδιές και γλέντια, τις φορές που τσακωθήκαμε, τις διακοπές στα νησιά, όταν ανταμώσαμε και φάγαμε μαζί πρωινό στο ξενοδοχείο στο Παρίσι, όταν, τότε τη δεκαετία του '90, βάλαμε όλα μας τα λεφτά κάτω για να πάμε να φάμε σε εστιατόριο με αστεράκι μισελέν, και μου' λεγες κάνε σαν στο σπίτι σου, οι αληθινά πλούσιοι, δεκάρα δεν δίνουν για το comme il faut, όταν λογοφέρναμε σχετικά με το αν είναι σωστό να καθυστερεί κάποιος στο ραντεβού (όπως εγώ) ή να πηγαίνεις πρώτος και να αγχώνεσαι (όπως εσύ)...
Τώρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι σε στάση άβολη και ανοίκεια, παραμορφωμένη από τις καταχρήσεις σου, με τα μηχανήματα να σε κρατάνε ζωντανή, με σεντόνια που σου φέρνουν γιατί το νοσοκομείο δεν έχει αρκετά, αγνώριστη μέσα στη χημεία και στον πόνο, κι εγώ να προσπαθώ να σου χαμογελώ πίσω από τη μάσκα μου, κι ας έχει μουσκέψει...
Κι εγώ τώρα πρέπει να κάνω έκκληση για αίμα...ανοίγω το στόμα μου αλλά άχνα δε βγαίνει...δεν ξέρω αν θέλω να το κάνω και στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ τι μου έχεις πει για την ευθανασία, αλλά είναι πολύ παλιά, τότε που μιλούσαμε, έχουν περάσει χρόνια, δεκαετίες, κι οι δρόμοι μας στράβωσαν και σε αλλότριο χάρτη πήγαν και χαράχτηκαν.
Είχες τόσες φορές προσπαθήσει να φύγεις, με κάθε τρόπο, κατά καιρούς, λόγο και αφορμή-άθελά σου-κυνηγούσες, αλλά αυτό το τελευταίο, τόσο επώδυνο και ανυπέρβατο, ούτε κι εσύ δεν θα το περίμενες...
Κι αναζητώ, ψάχνω να βρω φίλους και γνωστούς, να τους ζητήσω αίμα, να τους μαζέψω, όπως έκανες κι εσύ παλιά στο σπίτι σου-κέντρο διερχομένων για τους άλλους, τους εκάστοτε που κόλλαγαν στο μέλι της φροντίδας σου και βολεύονταν, πλανήτες που περιστρέφονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο φως της προσωπικότητας σου: μουσικοί, ποιητές, επαναστάτες, γιάπηδες-σκέπη και καταφύγιο για μένα, στις περιόδους προσωπικών ταραχών...
Να τους ζητήσω αίμα, ναι, είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε, αλλά διστάζω, γιατί είναι μάταιο, μια εγωιστική ανακούφιση, ένα δώρο...πολύ αχνά, γιατί
ΥΓ. Η φίλη μου η Λ. παλεύει με τους δαιμονές της στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα, η ανάγκη της για αίμα είναι πραγματική, η επιθυμία της βρίσκεται ακόμη παγιδευμένη πίσω από τα θολά της μάτια.
*(Μάνος Γερμανός, Μικτή τεχνική σε χαρτόνι, από την έκθεση ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ, 2004)
Τα είπες τόσο ταραγμένα, τόσο ειλικρινά, είναι δοκιμασία για όλους μια τέτοια ιστορία. Εύχομαι να νικηθούν οι δαίμονες, και να μη σβήσει η ελπίδα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟχι άλλοι πονεμένοι φίλοι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕχω χάσει πολλούς.
Δεν ξέρω αν έχω άλλο κουράγιο.
Μετά τον Αποστόλη κατέρρευσα.
Αίμα δε μπορώ να δώσω γιατί έχω πολύ χαμηλή πίεση.
Κουράγιο γλυκιά μου...
σας ευχαριστώ κορίτσια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή