Κλείσε τα μάτια κι ονειρέψου ένα πανέμορφο μέρος, με
συμβούλεψε η αναισθησιολόγος. Λίγο πριν με είχε ρωτήσει αν καπνίζω. Η ανάσα της
βρώμαγε τσιγάρο. Ενοχλητική μυρωδιά για ταξίδι. Θυμήθηκα τον πατέρα μου που κάπνιζε
στο παλιό μας αμάξι. Ένα τασάκι γεμάτο γόπες που όλο ξεχνούσε ν’ αδειάσει κι η
μυρωδιά να ποτίζει τα φτηνά πλαστικά του αυτοκινήτου. Μα γιατί ζαλίζεται αυτό
το παιδί; αναρωτιόταν η μάνα μου. Το κεφάλι γύρναγε κάθε φορά που έβλεπα
αυτοκίνητο. Ε, και τώρα γυρνάει.
Με μια παλιά σακαράκα ποτισμένη τσιγαρίλα ξεκίνησα το ταξίδι στο πανέμορφο μέρος. Που θα είχε φοίνικες σκυφτούς στη λευκή άμμο, τη χονδρόκοκκη, τη φτιαγμένη από κοχύλια και κοράλλια κι ανακατεύοντας την θα έβρισκες εξωτικούς θησαυρούς. Θαλασσινά σαλιγκάρια κι αχιβαδούλες και χτένια και μάτια και γουρουνίτσες κι εκείνα τα όστρακα τα στριφογυριστά που μοιάζουν με παγωτά χωνάκια και κρύβουν ένα ζωάκι μοβόρικο, θανατερό.
(Γιατί θα μπορούσα να είμαι κι αλλού)
Με μια παλιά σακαράκα ποτισμένη τσιγαρίλα ξεκίνησα το ταξίδι στο πανέμορφο μέρος. Που θα είχε φοίνικες σκυφτούς στη λευκή άμμο, τη χονδρόκοκκη, τη φτιαγμένη από κοχύλια και κοράλλια κι ανακατεύοντας την θα έβρισκες εξωτικούς θησαυρούς. Θαλασσινά σαλιγκάρια κι αχιβαδούλες και χτένια και μάτια και γουρουνίτσες κι εκείνα τα όστρακα τα στριφογυριστά που μοιάζουν με παγωτά χωνάκια και κρύβουν ένα ζωάκι μοβόρικο, θανατερό.
Η σακαράκα με πάει δίπλα στην παραλία. Στο κασετόφωνο παίζει
μια ντόπια μουσική κι εγώ φλερτάρω τη θάλασσα.
Αλλού σκάει αγριεμένη στα μαύρα βράχια. Κόκκαλα στο λαιμό
του αρχαίου ηφαιστείου που τα ξεφορτώθηκε σε μια κρίση βήχα, ξυπνώντας από βαθύ
μεθύσι με ρούμι των πειρατών. Αλλού ηρεμεί, γιατί θάλασσα είναι κι ότι θέλει
κάνει και νάτηνα που χαϊδεύει την αμμουδιά, γιατί τα χάδια της αξίζουν έτσι
λευκή και βαρύτιμη που είναι και να τα κύματα που γίνονται διάφανα σαν του
Αιγαίου κι αφήνουν να φανούν τα κοπάδια με τα ψάρια τα πολύχρωμα, τα
ζωγραφισμένα από παιχνιδιάρη καλλιτέχνη σε μεγάλα κέφια. Και κάτω απ’ τις κοιλιές
των ψαριών, ο κήπος με τα κοράλλια. Εκεί που που ο Βαγγέλης Γερμανός ευχόταν
να ‘ταν κηπουρός κι εγώ τώρα κολυμπάω κι έχω ξεφορτωθεί την τσιγαρίλα και τη μυρωδιά
του ποτισμένου πλαστικού κι όλα εδώ μυρίζουν θάλασσα κι αφού ονειρεύομαι, μπορώ
ν’ αναπνέω σαν ψάρι και να πλέω και να βουτάω, να ξαναβγαίνω, ν’ αντικρίζω τον ορίζοντα της Καραϊβικής κι ένα ξύλινο σκαρί στο βάθος
με σημαία-σκελετό.
Και πάνω που αρχίζω τις απλωτές για το καράβι του Τζακ
Σπάροου, με σκουντάνε.
Ουφ! Ξυπνήστε! Ουφ! Ξυπνήστε! Μα! Ξυπνήστε! Ορίστε,
ξύπνησα και βλέπω φώτα νοσοκομειακών διαδρόμων και τον καλό μου να με ρωτάει «Πώς
τα πήγες;». Κι εγώ ν’ ακούω «Πού πήγες;» και ν’ απαντώ: «Εκεί που μ’ έστειλαν.
Στην Καραϊβική»
Αλλά κι εδώ, καλά είναι.(Γιατί θα μπορούσα να είμαι κι αλλού)
Ευτυχώς που ΄σαι εδώ :)
ΑπάντησηΔιαγραφήNα 'σαι καλά Σταυρούλα μου :))
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά είσαι φιλενάδα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλα μη με τρομάζεις!!!!
Εδώ είμαι καλό μου. Μην φοβάσαι βρε :)
Διαγραφήκαλώς σε! κάτσε να πιούμε να μου πείς για το ταξίδι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς σε ξαναβρήκα, μα πώς να πιούμε που δεν το πρόκαμα το πειρατικό με το κουρσεμένο ρούμι στ΄αμπάρι του. :)
Διαγραφήμη έχεις έγνοια κοριτσάκι. έχω εγώ να πιούμε όσο θέλουμε...
Διαγραφή:)
ΔιαγραφήΟυφ! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟυφ, πάνω απ' όλα. :)
Διαγραφήη αληθεια ειναι πως οι γυναικες των χειρουργειων την εχουν ηδη στο ενα χερι το τσιγαρο ,στο αλλο χερι το νυστερι....
ΑπάντησηΔιαγραφή