Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Η δική μου 25η Μαρτίου


25 Μαρτίου πριν από 11 χρόνια. Το ρολόι δείχνει 00:12 και μόλις έσπασαν τα νερά. Κοιμόμουν πάλι, όπως και στο πρώτο μωρό. Ετοιμάζω βαλίτσα για το μαιευτήριο. Αυτή τη φορά δεν τρέμω -η προηγούμενη γέννα ήταν εύκολη. Περιμένουμε την αδερφή του άντρα μου για να ξεκινήσουμε και πάω στο δωμάτιο του γιου μου. Σε λίγο αυτό το πιτσιρίκι θα είναι ο μεγάλος. Προς το παρόν είναι το μοναδικό μωρό της οικογένειας. Τον αποχαιρετώ και με κυριεύει πανικός. Ο άτιμος ο φόβος, πάντα βρίσκει χαραμάδες να τρυπώσει. Κι αν πεθάνω στη γέννα; Πόσο ανεύθυνη είμαι; Πού αφήνω το αγοράκι μου; Μα τι σκεφτόμουν; Κι αν όλα πάνε καλά; Πού θα περισσέψει χώρος στην καρδιά για το καινούριο παιδί, το άγνωστο; Όλη η αγάπη μου ανασαίνει ήδη κάτω απ’ το πάπλωμα με τα τερατάκια. Δεν θέλω να τον ξυπνήσω. Παίρνω βαθιά αναπνοή και την κρατάω, να μείνει η μοσχοβολιά του μωρού στις εσοχές του στέρνου.
Το μαιευτήριο είναι κοντά, το γιατρό τον ξυπνήσαμε κι η μαία λείπει. Τι ήθελα κι εγώ να γεννήσω ένα μήνα νωρίτερα; Ούτε τα μαθήματα του ανώδυνου δεν προλάβαμε να ξεκινήσουμε, αλλά ο καλός μου δίπλα, προβάρει ήδη τις αναπνοές. Πάντα τα κατάφερνε καλύτερα από μένα. Ως συνήθως, δεν γεμίζω το μάτι στη ρεσεψιονίστα. Δεν πιστεύει ότι γεννάω, οπότε μας ξεχνάει για κανένα μισάωρο στον καναπέ μπας και λογικευτούμε και γυρίσουμε στο κρεβάτι μας. Η πίεση χαμηλά δυναμώνει. Δεν είναι τίποτα αφόρητο. Το ξενύχιασμα της χοντρής με το δεκάποντο στο τραίνο ήταν πολύ χειρότερο, αλλά αποφασίζω να διακόψω τις αναπνοές του καλού μου –αν και έχει πιάσει καλό ρυθμό- και να του ζητήσω να θυμίσει στην κοπέλα πίσω απ’ το γκισέ την ενοχλητική παρουσία μας. Η νεαρά, μας κοιτάει με έκπληξη.
-        Μα είστε σίγουροι;
-        Ναι, σπάσανε τα νερά.
-        Μα πόσο μηνών είναι η κυρία;
-        36 επί 12, έχετε κομπιουτεράκι;

Τελικά πείθεται και ξεκινάει αυτή η διαδικασία που χρόνια πριν η θεία μου είχε ονομάσει γραμμή αναπαραγωγής: κλύσμα-τουαλέτα-ξεγύμνωμα-ξύρισμα-βίδωμα ορού- απομόνωση. Ο καλός μου είναι ξεφτέρι στον ανώδυνο, αλλά ο γιατρός δεν τον αφήνει να με συντροφέψει. Έτσι ο μόνος επιθυμητός και χρήσιμος άντρας σε μια φυσιολογική γέννα, ο σύντροφος της επίτοκης, ο πατέρας του μωρού, αποκλείεται σε μια ψυχρή αίθουσα αναμονής κι ο άντρας ο περιττός, ο μαιευτήρας καταφθάνει, μετά από επίμονα τηλεφωνήματα των μαιών «γεννάει στ’ αλήθεια!» μόλις πέντε λεπτά πριν βγει το μωρό. Στο μεταξύ δεν θυμάμαι τη διαδικασία των ανώδυνων από τον προηγούμενο τοκετό, έχω όμως ακόμα στα ρουθούνια τη μυρωδιά του κοιμισμένου μου μωρού. Κι αρχίζω ν’ ανασαίνω βαθιά και να ονειρεύομαι –δεν κοιμάμαι βέβαια, αλλά για κάποιο περίεργο, ίσως χημικής ή ορμονικής προέλευσης λόγο, νιώθω εξαιρετικά. Επισήμως είναι νύχτα. Εδώ όμως ο ουρανός έχει ανοίξει κι έχει μια λιακάδα άλλο πράγμα, το ταβάνι περιττεύει και τις κουβέντες των άγνωστων νοσηλευτριών μόλις τις ακούω. Είμαι σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά και το πλασματάκι που έρχεται το λαχταράω όλο και περισσότερο. Επίσης, ξέρω πως ότι και να ευχηθώ θα πιάσει κι επειδή το πρώτο είναι ένα τέλειο αλλά κακόφαγο μωρό, δεν εύχομαι τούτο δω να είναι καλά, να είναι όμορφο, έξυπνο, καλό. Τα θεωρώ δεδομένα. Ζητάω μόνο να τρώει. Άλλη μια απόδειξη, πως η βλακεία είναι ο πιο πιστός σύντροφος του ανθρώπου. Να κι ο γιατρός, οπότε γκαζώνουμε για το χειρουργείο μια και τώρα θα μπορεί να δικαιολογήσει την παχυλότατη αμοιβή του. Η ευχή που δίνουν «μ’ έναν πόνο», σχεδόν πιάνει. Αρκούσαν δύο εξωθήσεις. Το μωρό κλαίει κι απαιτώ να το κρατήσω αγκαλιά. Ακόμα δεν έχω συγχωρήσει ούτε το μαιευτήρα ούτε τον εαυτό μου για το ότι δεν αγκάλιασα το πρώτο μου μωρό αμέσως μετά τη γέννηση. Μόλις ακουμπάει ο μικρούλης στο στήθος μου, σταματάει το κλάμα και είμαι σίγουρη πως με κοιτάει. «Τώρα τι;» λέει με το σοβαρό και πανάρχαιο βλέμμα του νεογέννητου. «Καλώς ήρθες!» του ψιθυρίζω. Είναι τυλιγμένος σε ένα πρασινωπό πανί, πασαλειμμένος με αμνιακό υγρό και μυρίζει ένα απάνθισμα…σαλαμούρας. Ακούει τους χτύπους της καρδιάς μου κι ακούω τη μικροσκοπική του ανάσα. Αγγίζω το μάγουλό του. Λίγες μέρες ακόμα θα είναι τόσο αφρώδες. Ξετυλίγω το πακετάκι και θαυμάζω το κορμί. Για τους τύπους μετράω δάχτυλα στα χέρια και στα πόδια, όλα εδώ. Είναι σαφές ότι τον ερωτεύομαι και όχι δεν θέλω να τον δώσω στο γιατρό και στη νοσοκόμα. Λίγο ακόμα.    
Όπως μου είπαν, το λίγο κράτησε τρεις ώρες, αλλά είναι γνωστό ότι το πρώτο που κάνει η παρουσία ενός μωρού είναι να καταργήσει το συμβατικό χρόνο.

Ανυπομονώ  για την 25η Μαρτίου. Για τα γενέθλια του μικρού φυσικά. Ο άνθρωπος που σβήνει τα κεριά, δεν διατηρεί ανάμνηση της στιγμής που γιορτάζει. Αυτή είναι μια επέτειος της μαμάς, που εκτός από χαζή είναι και αδιόρθωτη εγωίστρια. Και φαντάρος να πάει, εγώ το μωρό θα ψάχνω στη φάτσα του να με ρωτάει «τώρα τι;». Εδώ και έντεκα χρόνια, το εντοπίζω ακόμα κι ας έχουν πολλαπλασιαστεί τα τι και τα γιατί και τα πώς.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Λίγο πριν κατέβω απ΄το τραίνο


Εδώ και αρκετό καιρό, οι γραμμές του Ηλεκτρικού ανάμεσα στην Πλατεία Αττικής και το Μοναστηράκι δεν λειτουργούν με αποτέλεσμα να μετατραπεί ο Σταθμός της Αττικής σε αφετηρία. Στο τραίνο συνωστίζονται κάτοικοι της περιοχής και επιβάτες που μετεπιβιβάζονται από τη γραμμή του μετρό. Είναι πολύ εύκολο να ξεχωρίσεις τους μεν απ’ τους δε. Όχι γιατί οι πρώτοι είναι στην πλειοψηφία τους οικονομικοί μετανάστες· και οι υπόλοιποι το ίδιο είναι. Απλώς οι κάτοικοι της περιοχής, μετά από λίγα χρόνια παραμονής στη γεμάτη καυσαέρια συνοικία, αποκτούν μια ενιαία δερματική απόχρωση -ανεξάρτητα απ’ τη φυλή τους- το παγκοσμοιοποιημένο χρώμα που μια φίλη ονομάζει εκρού του νεκρού. Το αναγνωρίζω, γιατί για καιρό προσπαθούσα να το καλύψω κάτω απ’ το μέικαπ.
Βρήκα θέση σε βαγόνι που γεμίζει σιγά-σιγά. Δίπλα στο παράθυρο. Απέναντι μου, ένας ηλικιωμένος άντρας. Τα πόδια ανοιχτά κι από τα δάχτυλα των χεριών αιωρούνται δύο χάρτινες σακκούλες γραφείου κηδειών. Μάλλον πάει σπίτι τα κόλλυβα του μνημόσυνου. Τα μάτια κόκκινα, σαν κλαμένα, μπορεί όμως και να υποφέρει από κάποια εκφυλιστική πάθηση. Άγρια και τρομαγμένα, μάτια γέρου ψυλλιασμένου  για την τελική συνάντηση. Άλλος ένας ηλικιωμένος κάθεται στα δεξιά μου δίπλα στο διάδρομο και διαγώνια ένας νεαρός με φόρμα και τσάντα γυμναστηρίου. Στη διπλανή τετράδα, δύο νεαροί μετανάστες από διαφορετικές χώρες συζητούν ελληνικά. Να που η ποικιλομορφία των μεταναστών αναβαθμίζει επιτέλους την ελληνική, σε γλώσσα διεθνή, προς δόξα των γλωσσολάγνων εθνικοφρόνων. Εκείνη, μια όμορφη μαύρη με φουντωτή αλογοουρά και τεράστιους ασημένιους κρίκους κι εκείνος αραβικής καταγωγής. Της εξηγεί ότι δεν μπορεί να βγαίνει Σάββατο βράδυ. Δουλεύει και το Σάββατο και την Κυριακή πια. Το μόνο που θέλει είναι να γυρίσει σπίτι, να κάνει μπάνιο και να κοιμηθεί. Κι αν βγει λέει, πού θα πάει; Σε φίλους να δει DVD; Προτιμάει να κοιμηθεί. Η κοπέλα θα ήθελε να βγουν, αλλά καταλαβαίνει. Όπως της λέει ο νεαρός: «εδώ ήρθαμε να δουλέψουμε» κι ο έρωτας άδικα ξοδεύει τα βέλη του στην πανοπλία της φτώχειας. Εδώ ήρθαν για να δουλέψουν.
Ένας νεαρός Έλληνας εφορμά στο βαγόνι σπρώχνοντας τους πάντες και βρίζοντας. Οι άλλοι Έλληνες αδιαφορούν κι οι ξένοι μένουν σιωπηλοί. Μια παρέα τσιγγάνων αποτελούμενη από δύο ζευγάρια κι ένα μωρό μπαίνουν κι αυτοί στο τραίνο. Ο πατέρας πασάρει την μικρούλα, που δεν είναι ούτε δύο χρονών στη μαμά της. Η νεαρή μητέρα φοράει μια φούστα τόσο μακριά που την πατάει. Τα χρώματα των ρούχων θεατρικά, η έντασή τους ζαλίζει. Με δυσκολία ισορροπεί στις σχοινένιες πλατφόρμες της. Φορτωμένη με το μωρό παραπατάει. Ρίχνει μια ματιά στο νεαρό με τ’ αθλητικά και  ζητάει τη θέση του, εκείνος κοκκινίζει λίγο και της την παραχωρεί.
Η μαμά στριμώχνει το μωρό ανάμεσα στον ηλικιωμένο με τα κόλλυβα και στην πλάτη της. Στρέφεται στην παρέα της και κουβεντιάζει χαρούμενη. Αυτή την ελαφράδα των τσιγγάνων πάντα τη ζήλευα. Το μωρό, μου γελάει. Έχει πολύ πλάκα. Τεράστια μάτια με γυριστές βλεφαρίδες, πλεκτό κεφαλομάντηλο με κρόσσια, πλουμιστά ρουχαλάκια. Θυμίζει κούκλα ντυμένη από πειραματιζόμενο κοριτσάκι. Στο ένα χέρι κρατάει μια αφόρετη φούξια πλαστική σαγιονάρα και στο άλλο ένα τυρκουάζ μπεγλέρι. Τα πιο αλλόκοτα πράγματα έλκουν την προσοχή των μωρών όλου του κόσμου. Η κούκλα εγκαταλείπει το κάθισμα. Η μάνα της δεν την αντιλαμβάνεται ή αδιαφορεί απορροφημένη στο κουβεντολόι. Η μικρή τραμπαλίζεται στο διάδρομο και κινείται προς την πόρτα. Ο παππούς δίπλα την αρπάζει απ’ το χέρι και ανταμείβεται από το επικριτικό της βλέμμα.
«Πήγαινε στη μάνα σου!», τη μαλώνει και στρεφόμενος στην τσιγγάνα, συμπληρώνει ακόμα πιο αυστηρά: «Εσύ δεν βλέπεις πού πάει το παιδί σου; Η μάνα του δεν είσαι; Θα πάει στην πόρτα και θα σκοτωθεί!» Η τσιγγάνα τον κοιτάει ανέκφραστη, κάτι λέει στη μικρή, την αρπάζει και κατεβαίνουν με την παρέα της στην επόμενη στάση. Τη θέση της καταλαμβάνει ένας ξανθός νεαρός προσηλωμένος στη μελέτη  φυλλαδίου του Πάμε Στοίχημα.
Ο παππούς με τα κόλλυβα χιμάει στον άλλο παππού:
«Τι σε νοιάζει εσένα κι ανακατεύεσαι; Αφού δεν νοιάζεται η μάνα, άσε το μωρό να σκοτωθεί; Να μείνουν και λιγότεροι! Έχουμε γεμίσει από δαύτους.»
«Δίκιο έχεις!» συμφωνεί ο συνομήλικός του.
Ντρέπομαι για τους συμπατριώτες μου. Θέλω να κρυφτώ, θέλω και να διαφωνήσω. Χαμηλώνω το βλέμμα. Πάντως η δαπεδοσκόπηση δεν είναι αποτελεσματική μέθοδος διαμαρτυρίας. Μπορεί να το βεβαιώσει και το πάτωμα. Ούτε ένα γαργαλητό δεν του προκάλεσε η ένταση της ματιάς μου.
Ο παππούς με τα κόλλυβα στρέφεται στον ξανθό με το στοίχημα.
«Όλοι λαμόγια είναι! Όλοι πουλημένοι! Να μην τους δίνεις τα λεφτά σου!»
Η έκφραση «λαμόγια» μου προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις εδώ και κάμποσο καιρό. Οι άνθρωποι που συνηθίζουν να τη χρησιμοποιούν, δίνουν την εντύπωση πως περισσότερο ζηλεύουν τη θέση των απατεώνων παρά προσπαθούν να τους καυτηριάσουν. 
«Μα μόνο δύο ευρώ  παίζω τη βδομάδα…» λέει ο νεαρός. «Τι άλλο να κάνω; Όλα απ’ την τηλεόραση τα βλέπω…Δύο ευρώ μόνο!» Ο ξανθός που βλέπει τη ζωή στην τηλεόραση, μιλάει πολύ καλά ελληνικά, τόσο που αναρωτιέμαι αν προέρχεται όντως από χώρα της Ανατολικής Ευρώπης ή είναι βορειοελλαδίτης.
«Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία…» φιλοσοφεί ο διπλανός παππούς.
Οι τρεις τους αρχίζουν να συζητούν για τα στημένα παιχνίδια, για τη μαφία των ομάδων, των οργανώσεων, των στοιχημάτων και των άλλων τυχερών παιχνιδιών και για το σίγουρο Ολυμπιακού-ΑΕΚ.
«Χ θα έρθει!» δηλώνει ο παππούς με τα κόλλυβα και βουτάει το φυλλάδιο απ’ τον ξανθό.
«Εγώ νομίζω, θα κερδίσει Ολυμπιακός» , λέει ο νεαρός.
Η απουσία του άρθρου κάνει τον απέναντι παππού να τον στραβοκοιτάξει. «Ρώσος είσαι;»
«Ναι.»
«Δυο συμπατριώτες σου πορτοφολάδες θέλανε να με κλέψουν στο μετρό. Δεν θέλω να σε προσβάλλω, αλλά έτσι είναι τα πράγματα.»
Ο νεαρός σκοτεινιάζει. Έτσι είναι τα πράγματα.
Ο παππούς με τα κόλλυβα στρέφεται σε μένα.
«Αλήθεια σου λέω! Με πλευρίσανε, αλλά τους πήρα είδηση.» Το ύφος του στάζει φτηνό κρασί, ξινίλα και μοναξιά. Διψάει για κουβέντα.
«Σας το πήραν το πορτοφόλι;» ρωτάω.
«Όχι. Αφού δεν έχω. Τι να μου πάρουν; Τους πήρα είδηση όμως και κατέβηκαν στον επόμενο σταθμό. Έχουμε γεμίσει από δαύτους!»
Στον επόμενο σταθμό κατεβαίνει κι ο νεαρός Ρώσος.
Περνάμε έξω απ’ το νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου. Ο παππούς με τα κόλλυβα κάνει το σταυρό του.
Βοήθειά μας.    


Η εικόνα απ' τον ιστότοπο: www2.rizospastis.gr

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Σαν ένα φιλί στο στόμα

Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα από την αρχή: Τον Πιτσιρίκο τον γνωρίζω μόνο μέσα από τα κείμενά του, πρώτα στη Lifo και τον τελευταίο χρόνο από την ιστοσελίδα του και το Press Project. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ στον Σκάι, αλλά μόνο πρόσφατα στις διαδικτυακές του εκπομπές. Και όπως παλαιότερα ξεκίναγα το «Ε» της Ελευθεροτυπίας από την τελευταία σελίδα για να διαβάσω τον Αρκά, έτσι μέχρι πρότινος άνοιγα τη Lifo στη 2η σελίδα του Talk of the Town. Εδώ και μερικούς μήνες μας τροφοδοτεί και με υψηλής θερμιδικής αξίας τουίτς, που ως πιο εύπεπτα και σύντομα τα αναμεταδίδω δια ζώσης στους συγγενείς και φίλους που δεν ασχολούνται με το twitting

Απέναντι στον Πιτσιρίκο νοιώθω ένα δέος, ανάμεικτο με θαυμασμό και οικειότητα. Και απέραντη συμπάθεια-με την αρχαιοπρεπή έννοια της. Πέρα από μερικά πράγματα που έχει αφήσει να μαθευτούν μέσα από τα γραπτά του, δεν γνωρίζω πολλά πράγματα γι’αυτόν ή τη ζωή του, και νομίζω ότι είναι καλύτερα έτσι, γιατί μπορώ και τον απολαμβάνω χωρίς το υποκειμενικό φιλτράρισμα της γνώσης και της αναγκαιότητα της προσωπικής άποψης. Τον νοιώθω σαν ένα φίλο που ζει μακριά και από τον οποίο έχω αποκοπεί αλλά μου αρκεί που ξέρω ότι είναι εκεί και ότι μπορεί να με στηρίξει.

Μόλις διάβασα ότι «το μπλογκ του είναι το πρώτο σε αναγνωσιμότητα προσωπικό σάιτ γνώμης στη χώρα» και μαζί του χάρηκα κι εγώ ή μάλλον και εμείς οι αναγνώστες του. Για αυτόν και το καταλυτικό του χιούμορ: «Από αυτό και μόνο καταλαβαίνεις γιατί χρεοκοπήσαμε»· μια έκφραση ελευθερίας, όταν τα δεσμά γύρω έχουν αρχίσει να μας σφίγγουν. Για τη μεγάλη του καρδιά και το πάθος του που έχει καταφέρει να μας κατακτήσει. Παράδοξο βέβαια, όπως είναι παράδοξη όλη αυτή η συμπεριφορά του λαού μας, που κουβαλώντας στους ώμους του την τρομακτική τόσων χρόνων ιστορία ψηφίζει ΠΑΣοκ και ΝΔ, και βλέπει talent shows και Πάνια, αλλά στο τέλος δείχνει να ξέρει να ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι και αντιλαμβάνεται σε ποια πλευρά να σταθεί.

Τον Πιτσιρίκο διαβάζει ανελλιπώς και η μητέρα μου, αν και κάπου-κάπου χρειάζεται να της εξηγήσω κάποια mainstream λέξη, αλλά και η κόρη μου, στην οποία χρειάζεται να εξηγήσω κάποια κατάσταση ή κάποιο πρόσωπο. Κάποιες στιγμές μακαρίζω το «Δεν ψηφίζω κανέναν, δεν περιμένω τίποτα από κανέναν, είμαι λέφτερος!». Πολλές φορές απαντώ «Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Είναι ντροπή και αίσχος». Κι άλλοτε, διαβάζοντάς τον στις δύσκολες στιγμές της καθημερινότητας, αρχίζω να πιστεύω στα αξιώματα, όπως αυτό του Γκράμσι: ο πνευματικός άνθρωπος οφείλει να συνδυάζει την αισιοδοξία της θέλησης με την απαισιοδοξία της γνώσης.

Σε δύο από τα τελευταία κείμενά του το Κλέφτες και Αστυνόμοι και τα Γελαστά παιδιά  ανέλυσε, ξεκάθαρα και δίκαια, δύο από τα πιο πολυσυζητημένα και πολυφορτισμένα «προβλήματα» της κοινωνίας, (μπάτσοι vs αναρχικοί, νεοέλληνες vs μετανάστες) με κοινή λογική. Απλά. Σε αντίθεση με πάμπολλες, εξαιρετικού ύφους και δομής, αναλύσεις-αριστερού κυρίως λόγου, προτείνει πράγματα, καταλήγει στο «δια ταύτα», δίνει λύσεις, οι οποίες μπορεί να είναι υπερβολικές, ουτοπικές ή απλώς εξωφρενικές, αλλά μόνο αν πιστέψεις πραγματικά σε κάτι θα το πετύχεις. Απλά.

Με μεγάλη ένταση, πριν μερικούς μήνες, είχα παρακολουθήσει τους αλληλοσπαραγμούς του με τον έτερο αγαπημένο μου Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, και η αγωνία μου συνεχίστηκε για λίγο καιρό, καθώς, για την τάξη του εσωτερικού μου κόσμου, έπρεπε να διαλέξω στρατόπεδο. Και τους δύο τους αγαπούσα, γιατί έδιναν μορφή με τον καλύτερο τρόπο στις σκέψεις μου, αρκετές φορές πριν ακόμη τις ολοκληρώσω. Τους έβρισκα μπροστά μου και ατένιζα τον κόσμο με τα μάτια-γραπτά τους. Τον Τσαγκαρουσιάνο, παλαιότερο στα μίντια, τον θαύμαζα για το διαφορετικό τρόπο γραφής που εισήγαγε στα συμβατικά ΜΜΕ, με συνέπαιρναν τα κείμενα του από τότε στο  Symbol και στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, όταν ανέδυαν εικόνες ευαισθησίας και προσωπικές εξομολογήσεις. Με το χρόνο οι εξομολογήσεις έγιναν λιγότερο προσωπικές και περισσότερο ωφελιμιστικές, ενώ τα κείμενα του Πιτσιρίκου, ζωντάνευαν και ωρίμαζαν.

Τη δεύτερη φορά που αγχώθηκα ήταν στο αντι-προ-προ-τελευταίο του ποστ με τίτλο «Μην με διαβάζετε». Προς στιγμή, αναρωτήθηκα αν πρόκειται για διαφημιστικό κόλπο-όπως εκείνο το «ααα υπάρχει κάποιος Χ που γράφει σαν κι εμένα», όταν άρχισε με ψευδώνυμο Χ να γράφει στο ατυχές, ως προς την κυκλοφορία του, free press της Ελευθεροτυπίας. Αλλά μάλλον πρόκειται για λογιστικό/διαχειριστικό λάθος στο οποίο έχει υποπέσει η ιστοσελίδα του και που σύντομα θα λυθεί...

Και δεν έχω λόγο να φοβάμαι ότι θα εξελιχτεί όπως ο εξιμπίσιονιστ Λαζόπουλος, παρά μάλλον όπως ο σύννους μακριά από τα ψυχοφθόρα μίντια Αρκάς, αν και καμιά φορά φέρνει λίγο προς Χάρυ Κλυν. Από όποια πλευρά και να το κοιτάξεις όμως, τα έρματά του είναι τόσο γερά καμωμένα, έχει τόσο ψηθεί με τη ζωή, τους αγώνες και τους φίλους του, που τα γραπτά του θα παραμείνουν άμεσα και συγκινητικά, διασκεδαστικά και προβληματισμένα για να μας συναρπάζουν. Γιατί κατά το σοφό Σολομώντα «όποιος μιλά σωστά είναι σαν να φιλά τον άλλον στο στόμα».

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Δεν είμαι έτσι

Δεν είμαι έτσι εγώ! Δεν μου κόβεται η ανάσα στη μέση, δεν στοιβάζω τη μια θλίψη πάνω στην άλλη, δεν εθίζομαι στις κακές ειδήσεις, δεν  τις αναζητώ όταν αργούν. Όχι, δεν παραλύω περιμένοντας κι αναπόφευκτα υπομένοντας.
Δεν είμαι έτσι εγώ… Φτιάχνω ψωμί κι η μυρωδιά φτάνει πέντε ορόφους κάτω. Και κέικ, γιατί αρέσει στα παιδιά. Βανίλια ο μεγάλος και σοκολάτα ο μικρός που ενώ το λατρεύει , το μοιράζεται με τον μπαμπά του γιατί εκείνον, τον αγαπάει περισσότερο κι απ’ το γλυκό. Ετοιμάζω χοιρινό με καραμελωμένα λαχανικά και μανιτάρια στο φούρνο με σαφράν από παλιό ταξίδι. Κάθε πρωί –πριν ξεκλειδώσω τ’  αυτοκίνητο- σταματάω για ν’ ακούσω τα πουλιά. Ξανάρχισαν να κελαηδούν, γιατί αδιάφορη για όλα, η άνοιξη είναι εδώ. Κάθε βράδυ, σ’ αυτή τη χώρα, η νύχτα μωβίζει, γυρνάει πλευρό κι ονειρεύεται. Δεν ξέρω τι βλέπει, πάντως είναι γλυκό, ο καθένας μπορεί να το δει. Αρκεί να είναι υγιής, χορτάτος και να’ χει ένα σπίτι να γυρίσει κι αυτός πλευρό.
Δεν ήμουν έτσι εγώ. Ένα face control το έκανα στις κακές ειδήσεις. Δεν τις άφηνα να μπουκάρουν. Πάντως όχι όλες μαζί. Αλλά τώρα δεν τις προλαβαίνω. Αν δεν τις δω στην τηλεόραση, θα μπούνε σφήνα στο ραδιόφωνο, θα πέσει το μάτι μου σε κάποιο twit, θα μου τις στείλουν με μέηλ. Κι αν ακόμα κατεβάσω τους διακόπτες, θα μου τα πουν οι συνάδερφοι κι οι φίλοι -κι αυτοί από κάπου θέλουν ν’ αρπαχτούν. Θα το ανακοινώσουν τα πιτσιρίκια, γιατί οι κακές ειδήσεις συζητιούνται και στο σχολείο, πότε στο μάθημα, πότε στο διάλλειμα,  θα με ρωτήσει το βράδυ ο καλός μου «το’ μαθες αυτό;»  Δεν τη γλιτώνω.
Όσοι γράφουν κι όσοι μιλούν για πράγματα όμορφα, για νίκες, για την ευτυχία της τέχνης, για τα κατορθώματα των παιδιών τους, όσοι το κάνουν και μένουν σ’ αυτή τη χώρα, στον πλανήτη κι έχουν ψυχή-το ξέρεις πως έχουν, το έχουν αποδείξει πολλές φορές πριν- το ξέρεις επίσης, πως είναι απελπισμένοι. Τη μυρίζεις την απόγνωσή τους –ή ίσως να είναι η δικιά μου κολλημένη στα ρουθούνια. Πιάνονται από βράχια μυτερά να μην τους πάρει το ρεύμα και μιλούνε γι’ άλλα για να δώσει κουράγιο ο ένας στον άλλο, για να προλάβουν να πάρουν ανάσα.
Δεν ήμουν έτσι εγώ. Περπατούσα και κάποια χαζομάρα σκεφτόμουν. Χαμογελούσα μόνη μου. Καθόλου δεν μ’ ένοιαζε αν με περνούσαν για τρελή. Κάθε βράδυ εύρισκα ένα λόγο να ευγνωμονώ τη μέρα κι ας ζοριζόμουν μερικές φορές. Είχα μάθει πως στα προβλήματα που σε πανικοβάλουν αξίζει η απάθεια. Όλα λύνονται ευκολότερα έτσι.  Για να μπορώ  μετά να ξεκαρδίζομαι με τους φίλους.
Κι επειδή δεν ήμουν έτσι εγώ, δεν θέλω να γίνω αλλιώς. Πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο… ΔΕΝ ΘΕΛΩ.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Μέσα σε κρυστάλλινη σφαίρα

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο στο Βουκουρέστι, ύστερα από 1.30 ώρα πτήση από Αθήνα, νοιώθεις σαν να μην άλλαξες ποτέ χώρα: σε υποδέχεται η Cosmote ή ή Vodaphone στο κινητό και σε πνίγουν οι γιγαντοαφίσες αφίσες της Τράπεζας Πειραιώς. Την αρχική οικειότητα δίνει τη θέση της σε αισθήματα υπεροχής, καθώς, με τα ευρώ στην τσέπη, αναλογίζεσαι το κατά 50% μικρότερο κόστος ζωής, σε ότι αφορά την καθημερινότητα, ή ακόμα το κατά 20% μικρότερο όταν βρίσκεσαι σε μέρη που απευθύνονται στους επιχειρηματίες και στους τουρίστες.

Περπατώντας στο κέντρο της πόλης μπλέκεσαι σε ένα αδιάκοπο déjà-vu:  Gregorys, Germanos, AlphaBank, Postbank (aka EuroBank), Piraeus Bank, Millenium Bank, National Bank, αλλά και υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες, BNB, ING κοκ. Όσο θαυμάζω τα εξαίρετα κτίρια που χρησιμοποιούν ανά την υφήλιο οι Τράπεζες, πιάνω τον εαυτό μου να αμφιταλαντεύεται στο πόσο σημαντική είναι η παγκόσμια προσπάθεια να σωθεί το χρηματοοικονομικό σύστημα…

Τη μέρα, η πόλη είναι στις ομορφιές της, τα παλιά ανακαινισμένα κτίρια στο κέντρο και τις γύρω περιοχές υπερτερούν των μισογκρεμισμένων και εγκαταλελειμμένων. Τη νύχτα, όμως βιώνεις την έντονη αντίθεση των μισοφωτισμένων ρουμάνικων μαγαζιών με τα φωτολουσμένα και με τις γεμάτες υπεροψία φωτεινές επιγραφές καταστημάτων των πολυεθνικών εταιρειών.

Τα παλιά αρχοντικά, που διασώθηκαν της ισοπεδωτικής ανατολικού τύπου μαζικής αρχιτεκτονικής στέκουν κι αυτά μεγαλειώδη και ερημωμένα, αν δεν έχουν επιδοτηθεί και ανακαινιστεί ως δημόσια κτίρια, ή δεν τα έχει νοικιάσει ή αγοράσει κάποια ξένη εταιρεία που σέβεται τον πολιτισμό. Δύσκολο να τα κατοικήσεις ή/και να τα συντηρήσεις. Στα πάμπολλα μωλ και σοπινγκ σέντερ ελάχιστος κόσμος ψωνίζει ή καταναλώνει. Συνήθως είναι οι ξένοι, όσοι κάνουν μπίζνες εκεί, και οι οικογένειές τους. Οι περισσότεροι από τους ντόπιους δεν τα έχουν επισκεφτεί ποτέ. Σημασία έχει όμως να υπάρχουν εκεί για να σου θυμίζουν τις ζωές των άλλων και να φαντάζεσαι κι εσύ πως θα μπορούσες τις αποκτήσεις.

Στο κέντρο της πρωτεύουσας διασταυρώνεσαι με καλοντυμένα στελέχη, με το Bluetooth στο αυτί, το δερμάτινο χαρτοφύλακα στο χέρι, και το κασκώλ ανέμελα στο λαιμό. Κυρίως όμως διασταυρώνεσαι με απλούς καθημερινούς πολίτες που σκυμμένοι, τρέχουν ασθμαίνοντας να προλάβουν την πρώτη και μετά τη δεύτερη δουλειά. Γιατί «η ανεργία είναι πολύ χαμηλή, αρκεί να θέλεις να δουλέψεις με ένα ποσό σε ρον (λέι) αντίστοιχο των 100 ευρώ». Αναγνωρίζουν την κρίση, αλλά ελπίζουν να τη βολέψουν. Θέλουν πολύ να γίνουν πλήρως Ευρωπαίοι, δεν ξέρω πώς φαντάζονται τη ζωή τους, αλλά για κάποιο αδιόρατο και αναίτιο λόγο πιστεύουν ότι τα καλύτερα έρχονται…Έτσι όλοι προσπαθούν να επιβιώσουν, ενταγμένοι σε ένα καπιταλιστικό (τώρα πλέον φιλελεύθερο) σύστημα, περικυκλωμένοι από τράπεζες και αγαθά, έχοντας υποθηκεύσει το μέλλον τους μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Περιμένουν να τους φτιάξει τους δρόμους, να αναπτύξει την επαρχία που ερημώνει και μαραζώνει, να επιδοτήσει τα κρασιά τους, αφού παραμερίζοντας τις ρουμάνικες ποικιλίες παράγουν πλέον, syrah και cabernet, να αξιοποιήσει τα ακίνητά τους και να τους δώσει δουλειές.  Προς το παρόν και μέχρι να μπουν στη ζώνη του ευρώ-το 2013- έχουν διαπραγματευτεί από το Μάρτιο του 2009 με ΕΕ και ΔΝΤ ένα δάνειο 20 δις. Από τότε, όλο και βαρύτερα τα μέτρα που υιοθετούνται και που «ποτέ δεν φτάνουν». Αποτέλεσμα: οι κυβερνήσεις που αλλάζουν συνεχώς, η συρρίκνωση του ΑΕΠ, οι απολύσεις στο δημόσιο τομέα, αλλά και η συνεχιζόμενη διαφθορά των δημοσίων και δικαστικών υπαλλήλων. Θεωρεί κάποιος ότι η Ελλάδα διαφέρει σε κάτι;

Ο λαός εξεγείρεται αλλά και ο λαός γιορτάζει, τηρώντας τις παραδόσεις του: την 1η Μαρτίου γιόρτασε το ερχομό της Άνοιξης, μιας Άνοιξης που καθυστερεί να έρθει, όσο πιο λαμπρά μπορούσε, χαρίζοντας λουλούδια στα κορίτσια και «μάρτηδες» στα παιδιά. Από τη μία, όλοι θέλουν να ξεφύγουν από αυτό που ήταν/είναι, από την άλλη στα πόδια τους βαρίδια τους τραβάνε προς τα πίσω. Ίσως γι’ αυτό και να έχουν αφήσει τα εκατοντάδες καλώδια να χαίνουν και να χαλάνε την εικόνα των όμορφων κτιρίων, να προσθέτουν μια μουτζούρα σε ό,τι - άθελά του - τους θυμίζει το παρελθόν.

Την πόλη στοιχειώνουν τα αδέσποτα σκυλιά της, ταυτόχρονα αξιοθαύμαστα και αξιολύπητα, βρίσκονται παντού. Ξέμειναν από τα σκυλιά των παλατιών και των αυλών της πάλαι ποτέ ένδοξης εποχής, και τώρα είναι παραδομένα στη μοίρα τους. Υποσιτισμένα, αλλά από γερή στόφα, όπως και οι άνθρωποι εκεί. Με υπερηφάνεια και μοιρολατρία περιμένουν να ζήσουν από την καλοσύνη των εξίσου πεινασμένων κατοίκων της πόλης.

Το βράδυ στην παλιά πόλη, η οποία ανοικοδομείται με πολύ αργούς ρυθμούς, στα καφέ, τα μπιστρό και τις μπυραρίες βλέπεις τα νέα παιδιά, με ζεστά χέρια και ανοιχτές καρδιές να προσπαθούν να μοιάσουν στα παιδιά των άλλων ευρωπαίων, των ευρωπαίων της δύναμης και της αυτάρκειας. Τα καλά εστιατόρια είναι πάντα σχεδόν γεμάτα, πουθενά δεν φαίνεται ότι περνάνε «κρίση». Κι όμως, στο εργοστάσιο που πηγαίνω, μια μέρα την εβδομάδα παίρνουν υποχρεωτική άδεια.

Οι ταξιτζήδες-και όχι μόνο-προσπαθούν να σε ξεγελάσουν, να σε κοροϊδέψουν, να σε εκμεταλλευτούν, και αναρωτιέμαι αν είναι κατάλοιπο της τουρκοκρατίας, της καταπιεσμένη γενιάς του Τσαουσέσκου και της παρέας του ή απλά απόρροια μιας ζωής σε φτώχια και εξαθλίωση.

Με ανάμεικτα συναισθήματα και με την πεποίθηση ότι μέσα από μια γυάλινη σφαίρα διακρίνω την (ήδη παρούσα βυθισμένη σε ύφεση) ζωή στην πατρίδα μου (με περισσότερες ηλιόλουστες μέρες πάντα), πήρα το αεροπλάνο της επιστροφής. Έρχεται τριήμερο και το αεροπλάνο σφύζει από Έλληνες, φοιτητές κυρίως στις υγιειονομικές σχολές της Ρουμανίας, που επιβαρύνουν την οικογένειά τους με σαφώς λιγότερα έξοδα από όσα αν σπούδαζαν σε άλλη από τη γενέτειρά τους επαρχιακή Ελληνική πόλη. Κυρίως όμως, είναι γεμάτο από Έλληνες μπίζνεσμαν ή στελέχη επιχειρήσεων που πηγαινοέρχονται για δουλειές, νοιώθοντας σπουδαίοι που έγκαιρα κατάφεραν να εκμεταλλευτούν ευκαιρίες, όπως η ρουμάνικη αγορά, και που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με ένα διεφθαρμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, ισορροπώντας στο τεντωμένο σχοινί της βολικής ανοχής και αποφεύγοντας την κάθε προσπάθεια εξαπάτησής τους. Σαν μια Ελλάδα ένα πράγμα…

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Χρόνος ελεύθερος

Τριήμερο. Αργία. Ελεύθερος χρόνος και χρόνος απελευθερωμένος από κλεφτές ματιές στο ρολόι, απ’ την τεχνική περιγραφή που πρέπει να συνταχθεί πριν από τη μελλοθάνατη γραμμή του dead line, απ’ τα ατελείωτα και αποκλίνοντα ως προς τον αρχικό σκοπό meetings (τι άτυχη επιλογή λέξης. Το meet=συναντώ, αφήνει μια ρομαντική υπόνοια), απ’ τη μάχη στην κίνηση και τους μόνιμα σκυθρωπούς αθηναϊκούς δρόμους -που επιπλέον είναι κρύοι και γλιστεροί, λόγω εποχής- απ’ το φαγητό που πρέπει να ετοιμαστεί για αύριο, απ’ τα «πήγαινε να διαβάσεις επιτέλους». Χρόνος μακριά απ’ την πόλη, απελευθερωμένος κι από το διαδίκτυο και την τηλεόραση. Μακριά από ειδήσεις και αναλύσεις. Χρόνος προσωπικός και υπαρκτός. Το γουργούρισμα της φωτιάς στο τζάκι συμβαίνει τώρα και δεν υπόκειται σε πολλαπλές ερμηνείες. Είναι εδώ και γεμίζει τα αυτιά και τη στιγμή. Η αγκαλιά του δεκάχρονου γιου μου είναι αληθινά ζεστή. Δεν χρειάζεται κανείς να με πείσει για τη θερμοκρασία της. Οικογένεια απαλλαγμένη ηλεκτρονικών παρεμβολών και προθεσμιών. Σήμερα κανείς δεν σκέφτεται τις δουλειές για αύριο. Το αύριο λουφάζει στο δικό του χρόνο που για σήμερα είναι ξένος και μακρινός.
Ο άλλος χρόνος, ο αληθινός, ο συνήθως εξόριστος, είναι σήμερα ο τιμώμενος καλεσμένος.
Σήμερα απολαμβάνουμε ο ένας τον άλλο, χωρίς αγχωμένες ανάσες και κοφτές κινήσεις. Έστω για λίγο βρίσκομαι στη ράχη του χρόνου πριν αρχίσει πάλι να με σέρνει πίσω απ’ το ανεξέλεγκτο άρμα του. Κι αν ο αέρας τσιγκουνεύτηκε τα φυσήματα, θα πετάξουμε αετό μια άλλη ελεύθερη φορά.   

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Best-rebellious-quotesFeb2011

@PeterGriffyJr
Dyslexics of the world - untie!

@judell
When (Gh*|Q|Kh)addaf[yi] is gone, we can finally stop worrying about how to spell his name.
27 Feb

@starkwell_ starkwell
Μπορεί να μην το προσέξατε αλλά από τότε που ο Μίκυς έφτιαξε τη «σπίθα» έχουν γίνει 4 εξεγέρσεις

@DreamTrapped
Με όλο το ρεπορτάζ που μας έρχεται από τη Λιβύη, πρέπει κάποιος να καθησυχάσει τις ξανθιές της Τρίπολης Αρκαδίας.
22 Feb

@paulocoelho
Dictators: dyed hair is bad for your business #Gadafi #Mubarak #BenAli
22 Feb

@pitsirikos
Τι υπέροχη μέρα ήταν αυτή σήμερα. Αν όσοι πήγαμε για καφέ και μεζέδες πηγαίναμε στο Σύνταγμα, θα είχαμε κάνει και επανάσταση.
13 Feb

@Egyptocracy Egyptocracy
ElGebaly: The revolution did not change us, it revealed our real essence . #Egypt #Jan25

@Egyptocracy
After all the violence we experienced, we remained peaceful. It is undermining to think that some words could turn us violent. #Egypt #Jan25
11 Feb

@warrenellis
Mubarak: "I will not leave Egypt until I die." Egypt: "WE CAN TOTALLY HELP YOU WITH THAT."

@TheKillerTRUTH
#IDontUnderstandWhy parents get mad when you don't answer their rhetorical questions!

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Μπλεγμένες ειδήσεις

Άνθρωποι διωγμένοι, αόρατοι και βολικοί παράνομοι ,θύματα εκμετάλλευσης για χρόνια, εσχάτως μεταμορφώθηκαν σε τύπους ενοχλητικούς, αποφασισμένους να πεθάνουν σε ναούς της επιστήμης και σπίτια-ανάκτορα.

Νεαροί αστυνομικοί πεθαίνουν από σφαίρες κακοποιών. Ακόμα κι όταν σκέφτομαι πως ίσως -οι νεκροί πια εικοσάχρονοι- να ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που μόλις μια εβδομάδα πριν, μας κυνηγούσαν με τις μηχανές στα δηλητηριασμένα στενά γύρω απ’ το Σύνταγμα, μια αφόρητη θλίψη δηλώνει παρούσα. 
Οι θάνατοι έχουν ισοπεδωτική γεύση. Περίπου. Η πίκρα είναι τόση, που τ’ ανθρώπινα αισθητήρια δεν μπορούν ούτε να τη μετρήσουν ούτε να την ξεχωρίσουν. Ίσως να μην έχει και σημασία.
Ίσως η ανεργία, οι καθημερινές ταπεινώσεις μια χώρας σε ξεπούλημα έμβιων και παγίων  να είναι κι αυτή μια μορφή θανάτου. Ίσως να συνηθίζουμε τη γεύση του και δεν μπορούμε πια να διακρίνουμε τη γλύκα της ζωής.
Ευτυχώς υπάρχουν κάποιοι που το παλεύουν ακόμα. Ξεκαρδίζονται στα μούτρα του κυρίου Χάρου και μας παρασέρνουν μαζί τους.