Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

το όνειρο



Σήμερα το όνειρό μου θα γίνει ποστ. Ήταν μια απόλαυση που γλύκανε για τα καλά το δύσκολο πρωινό ξύπνημα· μια ευεργεσία που αργά-αργά σε βύθιζε σε κόσμους αλλούτερους για να σε αναστήσει μετά ξανά αφήνοντας στα χείλη σου την επίγευση της θαλπωρής και την ηδύτητα του αισθήματος. Σήμερα στο όνειρό μου είδα τους φίλους μου μαζί με μερικούς άλλους που δεν αναγνώριζα, αλλά σαν φίλοι μέτρησαν κι αυτοί, τόσο θετικά διακείμενοι έμοιαζαν σ’εμένα - γιατί τι είναι η φιλία αν όχι μια συγκεκριμένη στάση του σώματος, ένα τρεμοπαίξιμο των ματιών, που εύκολα ξεχωρίζουν ευαίσθητοι και πληγωμένοι;

Ο Γιοργκ μας είχε καλέσει σε μια διαδρομή, σε έναν αγώνα; σε ένα παιχνίδι; εξαρτάται με ποια διάθεση το βλέπεις, όταν το βλέπεις, σαν κάλεσμα σε γιορτή μου φάνηκε, κι είν’ ειδικός αυτός στα μαζώματα και τα γλέντια.
Η Σταρ κρατούσε το μαγαζί με τα υφάσματα, μπήκαμε μέσα να διαλέξουμε τις φορεσιές μας, αλλά και δώρα-για ποιους δεν ξέρω· ευδιάθετη και προσηνής μας έδειχνε τα πολύτιμα υφάσματα τυλιγμένα σε τόπια, τις αιθέριες χρωματιστές μαντήλες, και τα βελουδένια πανωφόρια· μια σειρά από μεταξωτές εσθήτες κρεμόντουσαν από ψηλά κι ανέμιζαν πάνω από τα κεφάλια μας στραφταλίζοντας κάτω από φως που εισχωρούσε από παντού.
Η Μαρ οργάνωνε τη διαδρομή, έβαζε τα πασαλάκια, μοίραζε νερά-σε ποιους δεν ξέρω, αφού δεν είχε αρχίσει ο αγώνας ακόμη, έθαλλε και παλλόταν ανάμεσα σε όλους μας, διαρκώς σκυμμένη από πάνω τους, έπιανε τα παιδάκια από το χέρι και τα οδηγούσε μέσα από τη λωρίδα, που χώριζε εκείνους από εμάς.
Η Χαρ δεν βρισκόταν ακριβώς μέσα στο όνειρο αλλά πάνω από αυτό, στον αιθέρα κάποιων φωτισμένων ανθρώπων του μεσαίωνα, και παρακολουθούσε με περισσή χάρη-αυτήν που της δώρισε και το όνομα, το πολύβουο μελίσσι τριγύρω της.
Η Λου, σε μια άκρη της διαδρομής, έγραφε συνθήματα σε άσπρα παραλληλόγραμμα πλακάτ που κάθε τόσο ανασήκωνε προς το μέρος μας, ‘να ανοίξουμε τα παράθυρα, τα σύνορα και τις καρδιές μας’- αυτό δεν το είδα, το άκουσα, και μετά ‘να διευρύνουμε τα όνειρά μας’, ‘να χαϊδέψουμε τριχωτά ζωάκια’, ‘να εντρυφήσουμε στο ζύμωμα σπιτικού ψωμιού’ κι εμείς κάναμε ‘ωωω’ ή ξεκαρδιζόμαστε στο άκουσμα κάποιου πονηρού σχολίου.

Λένε πως ό,τι και να δεις στα όνειρά σου το όνειρο αφορά πάντα εσένα, όσα πρόσωπα και να βρεθούν στη νυχτερινή σου διαδρομή, οι μορφές τους είναι οι δικές σου μορφές, οι οικείοι σου, τα όνειρά μου και οι φίλοι μου είμαι εγώ...

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

ζωή τάχα



“I paint self-portraits because I am so often alone, because I am the person I know best.” Frida Kahlo



ζούσαν στην ίδια πόλη, ξυπνούσαν πάνω-κάτω την ίδια ώρα, κάθε πρωί έπιναν έναν καφέ στα γρήγορα, καφέ χωρίς ζάχαρη πάντα, κρύο καφέ, χειμώνα-καλοκαίρι, με νερό από τη βρύση το χειμώνα, περπάταγαν τους ίδιους δρόμους και τα βράδια τριγυρνούσαν σε γνώριμα μέρη· στο αυτοκίνητο έπιαναν σταθμούς κοντινούς, κλασικό ρεπερτόριο Can, Lynard Skynard, Nick Cave, Tom Waits, ενώ για να χορέψουν έβαζαν CD με Nirvana, Red Hot Chili Peppers και Cranberries, δεν είχαν πρόβλημα όμως να ακούσουν και τα καινούργια Portishead, Verve, Arctic Monkeys, Timber Bones… όταν ο καιρός ήταν καλός έβγαιναν βόλτες στα ίδια πάρκα, όταν έπιανε κρύο φορούσαν φανελένιες πυτζάμες πάνω από ξεχειλωμένα μακό, στις ζέστες χαχόλικα μποξεράκια, διάβαζαν πάντα στο κρεβάτι έχοντας στοιβάξει τα βιβλία της χρονιάς δίπλα στο προσκεφάλι τους-το υπνοδωμάτιο μικρό δεν χωρούσε κομοδίνο, η στοίβα μίκραινε λίγο πριν το Πάσχα, αλλά μετά επανορθωνόταν αγέρωχη, μέχρι τις διακοπές, για να λιγοστέψει μόνο πριν τα Χριστούγεννα, μετά από ένα γερό ξενύχτι τους άρεσε να τρώνε κομμάτια κρύας πίτσας, και αμελούσαν επίτηδες μετά να πλύνουν τα δόντια τους· στις πορείες κατέβαιναν σε διπλανά μπλοκ, στα δίκτυα-κατά το θεούλη διαχειριστή-είχαν κάποιους κοινούς φίλους, αλλά και πάλι δεν διασταυρώθηκαν ούτε καν σε σχόλια, μια φορά καθώς χάζευαν μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο, τραβώντας κάποιο βιβλίο από την προθήκη του, λίγο έλειψε να πέσει ο ένας πάνω στον άλλο,  αλλά έστριψαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, ξεγλιστρώντας του αναπόφευκτου· στις άνυδρες μέρες έπιαναν το δικό τους χέρι και το έσφιγγαν δυνατά πάνω στην καρδιά, αυτή την κίνηση την είχαν δει κι οι δύο στο ίδιο έργο, μέσα σε μια μισοάδεια αίθουσα, σε διαφορετικές παραστάσεις, αλλά είχε καταγραφεί στη μνήμη τους σαν το αντίδωρο της απόλυτης μοναξιάς, αυτοί οι δύο είχαν τόσα κοινά που πολύ πιθανόν να μην μπορούσαν να ζήσουν κάτω από την ίδια στέγη, η μοίρα άλλωστε το έχει προβλέψει· δεν επρόκειτο να συναντηθούν ποτέ...

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Περί ναρκισσισμών και άλλων δαιμονίων



Ακούω ενιστάμενους και εξιστάμενους τους θιασώτες του φέισμπουκ σχετικά με προσωπικές αναρτήσεις που αφορούν περιγραφές σχετικά με τη στήριξη και την υποστήριξη των προσφύγων. Και πριν ο ήλιος δύσει - ή ο κόκκορας λαλήσει κατ’άλλους, η ετυμηγορία έχει κατατεθεί: ναρκισσισμός. Κι είχαν όλοι λίγο ως πολύ αποφανθεί και τοποθετηθεί, η ταμπέλα είχε αναρτηθεί, κι από κάτω κι από πέρα αρχινήσαν τα σχόλια, οι αντιρρήσεις, οι παρεμβάσεις, οι παραινέσεις…

Μήπως αγαπητοί συνεπιβάτες, σας πέρασε από το μυαλό, ότι η συγκεκριμένη ανάρτηση δεν έγινε για σας αλλά για αυτούς τους ίδιους; για να ανατροφοδοτηθούν με δύναμη και ενέργεια για να συνεχίσουν; Μην τάχα σκεφτήκατε προς στιγμή ότι όποιος γράφει, πρώτιστα για τον εαυτό του γράφει, για να του δώσει πίστη και κουράγιο και να εξακολουθήσει να προσφέρει; Μήπως αναρωτηθήκατε προς στιγμήν αν κι εσείς χρειάστηκε να επαναλάβετε, σαν μάντρα, θα τα καταφέρω, όταν αναλάβατε κάτι πρωτόγνωρο, όταν ήσασταν έτοιμοι να επιχειρήσετε κάποιο τόλμημα, αν διψούσατε για την κατάφαση στην ερώτηση είμαι άραγε ικανός/αρκετός/καλός, όταν περάσατε κάποια συνέντευξη, αν ζητήσατε επιβεβαίωση όταν αναμετρηθήκατε κι επιδείξατε τις ικανότητές σας;

Σταθείτε και σκεφτείτε για λίγο, πώς είναι, να βρεθείς ανάμεσα σ’ ένα πλήθος υπό διωγμό, σ’ έναν κόσμο πλάνητα,  πολύχρωμο και καταπονημένο, να βρεθείς σ’ έναν τόπο αλαλούμ, μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα, όπου ο πόνος μπλέκεται με το γέλιο, οι μικροί ανακατεύονται με τους μεγάλους, να μπεις κάπου και να μην ξέρεις από πού να αρχίσεις και πώς θα τελειώσει(ς), με τις βεβαιότητες τσαλακωμένες, με τη βοήθεια λιγοστή, με τα μέσα ελάχιστα, με την πίστη στην αλληλεγγύη, με δεκανίκι την αγάπη…σαν να παλεύεις με τα κύματα που έρχονται και έρχονται και δεν τελειώνουν, κι εσύ να μην καταφέρνεις ούτε την ακτογραμμή να ξεχωρίσεις…

Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων είμαστε, ο μπλόγκερ είναι αυτοαναφορικός, το φέις ναρκισσεύεται, στο τουίτερ διασταυρώνονται λεκτικά ξίφη, ας το αποδεχτούμε κι ας προχωρήσουμε. Χρειάζεται λίγο στρεσάρισμα για να δραστηριοποιηθείς,  χρειάζεται λίγος ναρκισσισμός για να επιμείνεις, εκ των ουκ άνευ η επιβεβαίωση…άλλωστε στο ίδιο καζάνι όλοι βράζουμε…ή μήπως πάλι όχι;