Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Δεν είναι παρά ένα ασήμαντο παιδί


Στο λύκο της ερήμου, ένα αγόρι Βεδουίνων ενηλικιώνεται στη σκληρότητα  του 1ου παγκοσμίου πολέμου. Στο eye in the sky ένα κορίτσι προσπαθεί να επιβιώσει στη μεταψυχροπολεμική Κένυα.
Τα κοινά στη θεματολογία των δύο ταινιών είναι πολλά. Μιλούν για το μουσουλμανικό κόσμο. Παιδιά κατέχουν ρόλους κλειδιά και στα δύο έργα. Τα παιδιά αυτά μεγαλώνουν σε επικίνδυνο περιβάλλον αλλά μέσα στην αγάπη της οικογένειας. Και τα δύο παιδιά θα εμπλακούν, χωρίς καθόλου να το επιδιώξουν, σε μία σύρραξη που καθόλου δεν αφορά τα ίδια.

Το βασικό κοινό στοιχείο των δύο ταινιών μοιάζει ολότελα συμπτωματικό. Σε κάποια στιγμή, ένας δυτικός θα αναρωτηθεί για την αξία της ζωής αυτών των παιδιών. Με τα ίδια ακριβώς λόγια και στις δύο περιπτώσεις, οι απαντήσεις θα ταυτιστούν: δεν είναι παρά ένα ασήμαντο αγόρι/κορίτσι.

Και οι δύο ταινίες είναι τεχνικά άρτιες. Με τελείως διαφορετικό τρόπο κι αισθητική προσέγγιση η καθεμιά, Διαθέτουν δυνατό καστ (άγνωστων αλλά εξαιρετικά εκφραστικών ηθοποιών η πρώτη, αστέρων σε μεγάλη φόρμα η δεύτερη) και στιβαρή σκηνοθεσία – ολόφρεσκης κοπής η πρώτη, συμβατικής αλλά αποτελεσματικής διαχείρισης η δεύτερη.
Εκεί σταματούν και τα κοινά τους σημεία.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Το πιγκουϊνάκι



Δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο που να υποστηρίζει την άποψη ότι η ζωή είναι σοβαρή
(αγνώστου)


Στη δουλεια γελάμε, εμείς οι τρεις γελάμε πολύ, πάνω από το μέσο όρο για την ηλικία μας-οι μέσοι όροι δεν μας ικανοποιούν, εκτός αν είμαστε σε εξελόφυλλο, κυρίως γελάμε εμείς οι τρεις, οι διαφορετικοί, αλλά ίδιοι στα γέλια, από κοντινές ηλικίες και πόλεις, από διαφορετικά πόστα και θέσεις, με παρόμοιες ματιές και προτιμήσεις, εμείς οι τρεις μόνο, λολ και πάλι λολ, είναι που έχουμε βρει ο ένας τον άλλον και αντέχουμε τη δουλεια, είναι που η καθημερινότητα μας χωράει επειδή την ξεγελάμε, κάθε μέρα, ανελλιπώς,

Στο διάλλειμα καθόμαστε στο καπνιστήριο, οι τρεις σε παράταξη, περνάμε ο ένας στον άλλο τον αναπτήρα, σαν τσιγαριλίκι που μοιραζόμαστε, και μετά ο ένας σηκώνεται κι αγορεύει - όταν είναι πιεσμένος, η άλλη σκύβει τους ώμους- όταν στενοχωριέται, κι εγώ προσπαθώ να μιλήσω κομπιάζοντας - όταν έχω πολλά στο κεφάλι μου, και ξάφνου, μια εξωστρέφεια που συμβαίνει, κάποιος πετά μια λέξη-βολίδα, η άλλη κάνει ένα μορφασμό, κι αρχίζουμε να γελάμε, γάργαρα, σπαρταριστά, μέχρι δακρύων, σταματήστε θα μας βγει σε κακό, κάθε μέρα η ίδια απειλή, ενώ βαθιά μέσα μας το ξέρουμε το’χουμε νικήσει το κακό, το’χουμε κάνει κομματάκια, κι έτσι το αντέχουμε σαν έρθει εκείνο να μας βρει…

Και τις βαρετές μέρες της δουλειας, στο χώρο του αναπόδραστου ξεκαρδιζόμαστε με βόμβες χαράς, που πυρπολούν τις αγωνίες μας, διώχνουν τις έγνοιες μας και σμπαραλιάζουν τα πρέπει μας,

σε πείσμα των αγνωμόνων, των παρακαθήμενων, των επικοινωνιακών, των λοιδωρούντων, των εαυτούληδων, των σίγουρων, των ξερόλων, των έχω-πλατη, των κρυαδοσαχλαμαράκηδων, των άκριτων, των δήθεν…

Κι όταν τα πράγματα σοβαρεύουν, κι η ζωή δεν είναι πια αστεία, τότε ο άλλος ξεδιπλώνει τη φαντασία του κι εφευρίσκει ιστοριούλες, που σε γαργαλούν να τις ακούσεις, και φτιάχνει installations, έτσι τα λέμε βγάζοντας γλώσσα στην καλλιτεχνίζουσα σοβαροφάνεια, θα σε εκθέσω κάποτε τον απειλώ…

Και κάθε μέρα, αιώνες τώρα, όταν γυρίζω σπίτι,  βρίσκω ένα αντικείμενο από το γραφείο, προσεκτικά βαλμένο στην τσάντα μου, ανέμελα κρυμμένο, και κάθε φορά τσαντίζομαι, αλλά πάντα χαμογελάω…