Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όνειρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όνειρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Με το βάρος των ονείρων

Στα πιο καλά μου όνειρα ξέρω να πετάω.
Χαμηλές πτήσεις πάνω από στέγες, λοξά παράθυρα σοφίτας, κορφές δέντρων με ένα πράσινο εκείνης της στιγμής που σκάει το οξυγόνο με ένα πλινκ.
Στα όνειρα δεν χρειάζομαι γυαλιά. Όλα είναι σαφή στα πάνω και στα κάτω της κλίμακας. Στα μακρινά, τα κοντινά, τα μικροσκοπικά, τα σώψυχα.
Πετάω ανάμεσα σε  σύννεφα φαγώσιμα.Με γεύση παγωτού μηχανής.
Στα πιο καλά μου όνειρα κολυμπάω σε διάφανα ποτάμια και θαλασσινές λίμνες.Το νερό διαπερνά και καθαρίζει. Είναι ελαφρύ, ζεστό, ιαματικό και αναπνεύσιμο.

Ξυπνάω και ξεχνάω τις λεπτομέρειες. Διατηρώ μόνο μια μακρινή ανάμνηση συναισθημάτων.

Αυτή την ουσία των ονείρων, οι διαλεχτοί άνθρωποι τη διατηρούν στον ξύπνιο τους. Και λίγοι απ' αυτούς, έχουν βρει τον τρόπο να τη μεταγγίζουν σε μας τους ατάλαντους και ξεχασιάρηδες.

Επειδή υπάρχουν αυτοί οι λίγοι, οι ελάχιστοι, νομίζουμε ότι ο άνθρωπος είναι εν γένει ξεχωριστό πλάσμα. Ενώ ξεχωριστοί είναι εκείνοι. 
Επειδή κάποιοι μετρημένοι στα δάχτυλα αναπαράγουν το πλινκ του οξυγόνου, την κάθαρση του ονειρικού νερού, τη γεύση του παγωτού μηχανής, περνιόμαστε κι εμείς για μάγοι. Με πάτημα εκείνους, μιλάμε για το άνω θρώσκω λες κι όλη την ώρα ατενίζουμε ουρανούς.
Χάρη σ' αυτούς τους χαρισματικούς, πάμε κι αθροιζόμαστε, γιατί είναι τόση η ελαφράδα τους που σηκώνει και το δικό μας βαρύ φορτίο. Έστω για μια στιγμή. Τους αφήνουμε να μας παρασύρουν στις χαμηλές τους πτήσεις κι εκείνοι μας κάνουν να πιστέψουμε πως γνωρίζουμε τάχα να πετάμε.
Ενώ ούτε τα φτερά μας ξέρουμε πού βρίσκονται ούτε το τίμημα που πληρώνουν για να διατηρούν τα δικά τους. 
Όπως και να 'χει, σας ευχαριστούμε ξεχωριστά πλάσματα.


Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

προσ-φυγή

Όταν ζορίζομαι, στον ύπνο μου καταφεύγω σε σπίτια, ή μάλλον τα σπίτια προστρέχουν σε μένα, αρωγοί στη θέσπιση των ορίων της προστασίας μου. Χάνομαι μέσα σε οικεία ή ανοίκεια σπίτια, στα σπίτια των παιδικών μου χρόνων, σε διαδαλώδη διαμερίσματα, σε σπίτια με πολλές εισόδους-σίγουρα περισσότερες απ' ότι εξόδους, σε ειδικά διαμορφωμένα σπίτια που να πληρούν τις ανάγκες του ονείρου, ευανάγνωστη ανάγκη και γεννεσιούργημα. Εκεί μέσα εμπλέκομαι με γνωστούς κι αγνώστους, συνήθως φίλους και λιγότερο συγγενείς, συνήθως ζωντανούς και λιγότερο απελθόντες, με διάφορες σχέσεις κι εξαρτήσεις κι εξαρτύσεις. Και παραμένω-τις περισότερες φορές ασυνείδητα, μέσα σε εκείνους τους χώρους που προορίζονται να δεξιωθούν και να απαλύνουν τον ανθρώπινο ψυχισμό, μέχρι λυτρωτικά να ξημερώσει. 
Τότε ξυπνάω με αυτήν τη γνώριμη-πια-αίσθηση του χαμένου χρόνου και του άγνωστου τόπου, με σωματοποιημένη επιθυμία να παραμείνω αδρανής και δραστήρια ταυτόχρονα, γεγονός που με κάνει για αρκετή ώρα να αμφιταλαντεύομαι απρόσκοπτα.
Εκείνες τις φορές παλεύοντας με την απροσδιοριστία του χώρου και κατισχύοντας τη βεβαιότητα του προσωπικού μου χρόνου, καταφέρνω μια στάλα να απωθήσω την πραγματικότητα, φορτώνοντάς τη με λίγη χρυσόσκονη ονειροπόλησης, που βρίσκω δίπλα εύκαιρη, πάνω στο κομοδίνο μου, και μέσα από τη φρούδα λάμψη των ποιητικών εικόνων της γρηγορούσας συνείδησης ανακαλώ όλα αυτά που θα έρθουν, που δεν έχουν έρθει ή που θα ήθελα να έρθουν...έτσι “εν πλήρη περισυλλογή”.


Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Όνειρο


Την προηγούμενη μέρα, είχα διαβάσει αυτό:
Πώς μπορείς να διαβάσεις κάτι τέτοιο και να συνεχίσεις τη μέρα σου λες και δεν το έμαθες; 
Κι όμως μπορείς. Έχεις εθιστεί στον πόνο -κυρίως τον ξένο πόνο. Έχεις αποδεχτεί πως κάποιοι άνθρωποι -πιο άτυχοι από μας- δεν βλέπουν στον ήλιο μοίρα, αλλά εμείς κοντοστεκόμαστε μόνο για όσους λέμε πως τάχα μοιάζουμε. Και μετά, πάμε παρακατω. Ψωνίζουμε, βγαίνουμε με φίλους, πίνουμε, γελάμε, κάνουμε σχέδια, όνειρα, αγαπάμε, ναι αγαπάμε, ξεχνάμε και πέφτουμε για ύπνο.

Κοιμήθηκα όμορφα.
Eίναι τώρα η ώρα να ξυπνήσω. Μα όλο το αναβάλλω. 
Η γλύκα της καθημερινής χωρίς δουλειά. 
Κι εκεί που γλυκοξυπνάω, δυο πιτσιρίκια –δυο αγόρια. Τ’ αγόρια μου;- πηδάνε στο κρεβάτι για αγκαλιές. Μα έχει χρόνια να συμβεί αυτό. Δεν τα κάνουν αυτά οι έφηβοι κι αυτά είναι μικρά και όχι δεν είναι τ’ αγόρια μου. Δυο άγνωστα παιδιά είναι, που καμιά έλλειψη οικειότητας δεν με αποτρέπει να τ’ αγκαλιάσω.
Πώς όμως βρέθηκαν εδώ;
Τη στιγμή που αναρωτιέμαι εμφανίζεται ένα ζευγάρι ενηλίκων. Οι γονείς τους θα είναι. Δείχνουν κουρασμένοι. Και πίσω τους κι άλλοι. Κόσμος πολύς στο σπίτι μας. Πώς μπήκαν; Ποιος τους έδωσε τα κλειδιά;
Ο καλός μου δυσανασχετεί μα έχει δουλειά. «Πες τους να φύγουν μέχρι να γυρίσω.»
Ο μικρός κλείνεται στο δωμάτιο και στον υπολογιστή του.
Πρέπει μόνη μου να βρω λύση.
Τους ρωτάω πως βρέθηκαν εδώ. Μιλάνε όλοι μαζί κι είναι πολλοί. Δεν μιλούν όλοι Ελληνικά και κάποιοι τα λένε σπασμένα. Πιάνω κομμάτια λέξεων, κοφτερών σαν γυαλιά. Άνεργοι, ανέστιοι, πρόσφυγες, ναυαγοί, απελπισμένοι, έχω δέκα παιδιά μου λέει ο ένας που με κάποιον μοιάζει. Μ’ αυτόν νομίζω.

Πού θα χωρέσουμε; αναρωτιέμαι. Πώς θα φτάσει το φαγητό για όλους; Άγχος πολύ μα δεν μου κάνει καρδιά να τους διώξω. Τους ζητάω να βρουν τρόπους, να σκεφτούν, να μου προτείνουν.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

O Ρωμανός κι εμείς

Τον Ιούνιο του 2010, οι Κορκονέας και Σαραλιώτης αφέθηκαν ελεύθεροι πριν ακόμα δικαστούν.

Ένα χρόνο μετά την καταδικαστική για τους δύο αστυνομικούς απόφαση, ο Σαραλιώτης αποφυλακίζεται. 
Ο Κορκονέας παραμένει στη φυλακή. Προς το παρόν. Ωστόσο και αυτός, ενώ ήταν υπόδικος, κυκλοφορούσε ελεύθερος. Όχι με άδεια. Ελεύθερος.

Αυτοί οι δύο ήταν δημόσιοι λειτουργοί. Θεωρούνταν, προστάτες του πολίτη. Πληρώνονταν έως πρόσφατα από το Δημόσιο, αν και καταδικασμένοι.
Ωστόσο, ο Σαραλιώτης κρίθηκε ακίνδυνος, ενώ αποδεδειγμένα είναι συνεργός στη δολοφονία ενός παιδιού.
Ο μέσος Έλληνας δεν ανησυχεί που κυκλοφορεί δίπλα του o δολοφόνος. Δεν τον φοβάται. Ο Σαραλιώτης δεν κέρδισε την ελευθερία του κάνοντας απεργία πείνας. Στην περίπτωσή του, η διαδικασία ήταν απλή.

Φυσικά, δεν είναι ο μόνος καταδικασμένος/καταζητούμενος/υπόδικος που κυκλοφορεί ελεύθερος. Αναφέρω την περίπτωση, για τη γνωστή σε όλους σχέση με τον Νίκο Ρωμανό.

Ο Νίκος Ρωμανός δεν είναι δολοφόνος. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα δεν συμπεριφέρεται καν ως συνηθισμένος ληστής. Μάλιστα δείχνει πρωτοφανή σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή:
Πρώτη φορά βλέπω ληστεία που να αφήνουν τους ομήρους ελεύθερους, κατά δε την καταδίωξη, ενώ είχαν το επάνω χέρι διαθέτοντας βαρύ οπλισμό, ούτε πυροβόλησαν τους αστυνομικούς που τους καταδίωκαν ούτε χρησιμοποίησαν τον όμηρο σαν ασπίδα για να διαφύγουν...
Τα παραπάνω, είναι λόγια του εισαγγελέα.

Παρόλα αυτά, ο Ρωμανός κρίνεται επικίνδυνος. Όχι μόνο η δικαστική αρχή, αλλά κι ο Πρωθυπουργός το διαλαλεί από το βήμα της Βουλής . Κάποια σχέση πρέπει να είχε με τον προϋπολογισμό που συζητιόνταν, αν και τώρα μου διαφεύγει.
Το ίδιο περίπου θα αποφανθεί η βουλή με σχετική τροπολογία περί τηλεπαρακολούθησης μαθημάτων.

Και οι τρεις λοιπόν εξουσίες της χώρας: η εκτελεστική (αν και δεν της έπεφτε λόγος), η δικαστική και η νομοθετική, έκριναν παράνομο το αίτημα του Ρωμανού να πηγαίνει στη Σχολή του.
Ωστόσο:
Τον άφησαν να δώσει εξετάσεις.
Και τον βράβευσαν για την επιτυχία του.

Πέρα όμως από τις διακεκριμένες εξουσίες, οι περισσότεροι πολίτες της Χώρας συμφωνούν με τις τρεις εξουσίες ή σε κάθε περίπτωση, δεν γνωρίζουν/δεν απαντούν/δεν τους καίγεται καρφί.
Δεν χρειάζεται δημοσκόπηση για να το αντιληφθούμε.
Τα δείγματα δίπλα μας παραείναι πολλά.

Αυτό λοιπόν, το παράξενο πλάσμα, που αποκαλούμε μέσο Έλληνα, θέλει να σαπίσει ο Ρωμανός στη φυλακή, αλλά καθόλου δεν ενοχλείται από τις προσωρινές και μόνιμες αποφυλακίσεις των Κορκονέα και Σαραλιώτη.

Γιατί όμως;

Κάποιοι θα απαντήσουν, πως αυτό είναι το νόμιμο (κι άσε μας ήσυχους-έχουμε και δουλειές.)
Το νόμιμο σε μια χώρα χαοτικής νομοθεσίας, είναι βέβαια λίγο μπερδεμένο. Εν ολίγοις, άκρη δεν βγάζεις κι ας είσαι και νομικός. Εγώ, δεν είμαι και πιθανόν, σε κάποιες υποσημειώσεις του νόμου, αυτή η πρόταση που θα γράψω τώρα δα, να μην είναι νομότυπη, αλλά μου φαίνεται πως το νόμιμο δεν συμφωνεί πάντα με το δίκαιο.

Εκτός από τους νομότυπους, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων γύρω μου, αποφαίνεται ως εξής για το Ρωμανό:
"Σιγά μην έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση."
"Είναι κωλόπαιδο. Σιγά μην θέλει να σπουδάσει."
"Θα το σκάσει και θα φτιάξει βόμβες/θα ληστέψει/θα σκοτώσει/κι ακόμα χειρότερα, θα μου σπάσει το αυτοκίνητο."

Εκτός λοιπόν από αυτούς που λένε πως σέβονται το νόμο (αρκεί να μην πρόκειται για τις φορολογικές τους παρατυπίες), υπάρχουν κι εκείνοι που φοβούνται τον Ρωμανό.
Στην πραγματικότητα όμως, δεν φοβούνται μήπως το σκάσει και απειλήσει τη ζωή τους, αφού σύμφωνα με τους δικαστές σέβεται την ανθρώπινη  ζωή.
Τότε, τι;

Φοβόμαστε ό,τι δεν καταλαβαίνουμε. Κι ο Ρωμανός πράττει πολλά ακατανόητα.

Καταρχήν, μας πετάει στα μούτρα το Ελληνικό Όνειρο.
Το γνωστό σε όλους, Αμερικάνικο Όνειρο είναι η οικονομική καταξίωση ενός αυτοδημιούργητου; Ε, το αντίστοιχο Ελληνικό, είναι να είσαι εισοδηματίας. Να έχεις γεννηθεί βρε παιδί μου πλούσιος. Χωρίς ανάγκη ν΄ αγωνιστείς για να επιβιώσεις.  Ίσως γιατί το να είσαι αυτοδημιούργητος στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσια πιο ζόρικο από το να πετύχεις στην Αμερική. Και απείρως πιο ψυχοφθόρο. Τουλάχιστον για όσους διαθέτουν ψυχή.
Ο Ρωμανός λοιπόν είναι ένα πλουσιόπαιδο. Αυτό και μόνο, τον κάνει αντικείμενο φθόνου. Το να απαρνιέσαι αυτό το όνειρο, κάνει τους θιασώτες του ονείρου να νοιώθουν προσβεβλημένοι.

Αν δεν έχεις γεννηθεί εισοδηματίας, το Plan B του Έλληνα, είναι οι σπουδές. Το όνειρο αυτό δεν έχει λεφτά πια, αλλά μια κοινωνική καταξίωση την βαστάει ακόμα: "Ο γιος μου ο φοιτητής μπλα μπλα."
Πληρώνει ο γονιός ένα σκασμό λεφτά στο Φροντιστήριο για να καταφέρει το ταλαίπωρο το παιδί του να γίνει φοιτητής. Και μετά, για τους σωστούς ή τους λάθος λόγους, το παιδί δεν πατάει στις παραδόσεις.
Εδώ τώρα, αυτό το φυλακισμένο παιδί, καταφέρνει να πετύχει στις εξετάσεις χωρίς φροντιστήρια και χωρίς την ψυχοβγαλτική πίεση των γονιών του. Πώς τολμάει;
Σαν να μην έφτανε αυτό, θέλει λέει να πηγαίνει και στις παραδόσεις. Σ' αυτές που τα δικά μας τα παιδιά δεν πολυθέλουν να πατάνε. Σιγά μην τον πιστέψει ο δαιμόνιος μέσος Έλληνας.

Αν αποτύχει το Plan A και το Plan B του Έλληνα, θα έχει πάντα το ταβερνάκι, τα σπίτια των φίλων, το φαΐ. Έρχεται τώρα αυτός ο πιτσιρικάς και κάνει απεργίας πείνας. Για 28 μέρες με τη σημερινή. Εντελώς ακατανόητο για όλους εμάς που μια δίαιτα συστήνει ο γιατρός και την αρχίζουμε από Δευτέρα σε Δευτέρα.

Μερικές  άδειες, λίγες 24ωρες ανάσες ελευθερίας είναι γι αυτόν τον παράξενο νέο πιο σημαντικές από τη ζωή του την ίδια. Πόσο ενοχλητικά παρηχούν όλα αυτά με το "Ελευθερία ή Θάνατος" που μας ταΐζουν από μικρά.
Εκτός από παράξενος είναι κι ενοχλητικός.

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Το όνειρο της γάτας

Aπό: Puvo cartoons http://www.toonpool.com/
Οι άνθρωποι σ’ αυτό το σπίτι είναι γενικά νευρικοί. Ακόμα και τα παιδιά. Αλήθεια σας λέω. Αντί να περιμένουν την ώρα του χαδιού, μου την πέφτουν μόλις μπανιαριστώ κι αφού έχω ξοδέψει αμέτρητες γλωσσιές στην πυκνή μου γούνα. Με βουτάνε τις πιο ακατάλληλες στιγμές και με ζουλάνε χωρίς έλεος, χωρίς να ρωτήσουν, χωρίς να πτοηθούν απ' το μουτρωμένο ύφος μου. Τόσο δύσκολο είναι να καταλάβετε μια γάτα; Μετά θέλετε να καταλάβετε τους άλλους ανθρώπους. Άσχετοι, σας λέω. Τους χρειάζεται ηρεμία, διαλογισμός ή απλώς παρατηρητικότητα.
Είμαι μεγαλόκαρδη όμως και τους συγχωρώ κι ας μην δείχνουν την ίδια ανοχή στις δικές μου ανάγκες για δαγκωνιές και μικροκαταστροφές.
Όχι, σοβαρά τώρα. Ακούστε τι έγινε τις προάλλες για να εκτιμήσετε την ανωτερότητά μου. Κούρνιασε η μαμά του σπιτιού στον καναπέ. Της αρέσει να κουλουριάζεται απέναντι στη σβηστή τηλεόραση και κοιτάζοντας την οθόνη να γλαρώνει (το ίδιο κάνει κι όταν η τηλεόραση παίζει, οπότε δεν την κατηγορώ που πάτησε το off).
Όταν κάποιος κοιμάται, πάω κι εγώ πάνω του. Γουργουρίζω στην ποδιά του, στριφογυρνάω, ζυμώνω λίγο την περιοχή και ρίχνω έναν ύπνο με ησυχία. Έτσι νόμιζα δηλαδή. Γιατί μόλις αποκοιμήθηκα, άρχισα να βλέπω αυτό που ονειρευόταν κι εκείνη. Το παθαίνουν αυτό τα πλάσματα που εμπιστεύονται το ένα το άλλο.
Έβλεπε λέει, ότι πεθύμησε λουλούδια. Άρχισε να ρουθουνίζει τον αέρα. Μυρωδιές από γαρδένιες, τριαντάφυλλα, φρέζες, αγιόκλημα και πασχαλιές στροβιλίστηκαν, κρύφτηκαν, γαργάλησαν τη μύτη της παιχνιδιάρικα και σταδιακά άρχισαν να καλύπτουν το χώρο. Να κάθονται στην υφέρπουσα τηγανίλα, να πασπαλίζουν την ξεχασμένη σκόνη, ν’ αστράφτουν στις γωνιές των επίπλων, να κρύβονται και να κυνηγιούνται στο σαλόνι σαν έξαλλα πιτσιρίκια. Η μαμά χαμογέλασε, οπότε χαμογέλασα κι εγώ. Αυτό σας εξηγώ. Εγώ, σέβομαι τις διαθέσεις τους!
Αν προσέξετε, θα διακρίνετε και τα χείλη μου ν’ ανασηκώνονται και να διαγράφεται ο ένας γατόδοντας (οι άσχετοι, τον λένε κυνόδοντα). Κι εκεί που περιμένω να σκάσουν μύτη πουλάκια, να τα δω και να τα τσακώσω –στα όνειρα τα πετυχαίνω πάντα- ακούγεται ο αγριεμένος θόρυβος τέρατος.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Saved by the bell (not)

Ξύπνησα μέσα στη νύχτα. Αυτό είναι πάντα δυσάρεστο. Άντε να ψάξεις κοιμισμένη, τους λόγους της αφύπνισης. Κι άντε μετά να ξανακοιμηθείς. 
Τουαλέτα: τσεκ (αντέχω ως το πρωί), 
Νερό: τσεκ (οριακά, δεν θα ονειρευτώ την έρημο Καλαχάρι) , 
Θόρυβοι από το παιδικό δωμάτιο: τσεκ (ηρεμία που θα ήταν οπωσδήποτε ύποπτη μια άλλη ώρα, αλλά ας μην το ψάξουμε τώρα, εντάξει;), 
Ανήσυχο γατί: τσεκ (γουργουρίζει και δαγκώνει εκτεθειμένο άκρο. Αν αδιαφορήσω, ενδέχεται να γλαρώσει.). 
Έλεγχος ολοκληρώθηκε. 
Άντε να ξανακοιμηθείς όμως.
Αυτό που πάντα βοηθάει, είναι μια αγκαλίτσα, οπότε απλώνω τυφλά χέρια στον καλό μου.
Ουπς!

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Η τάξη

Τελευταία κοιμόταν πολύ. Τραβούσε τα κλινοσκεπάσματα προς το μέρος του και καμιά φορά έχωνε και το κεφάλι του μέσα τους. Ένιωθε ότι έτσι μόνο θα έπαιρνε δύναμη για να αντιμετωπίσει όσα του συνέβαιναν. Αρνιόταν να σηκωθεί κι ακολουθούσε τα όνειρά του μέχρι το τέλος. Ολιγωρούσε λες και δεν είχε ένα σωρό πράγματα να φτιάξει. Δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι παρά μόνο αφού είχε τελειώσει τις διαπραγματεύσεις. Προσπαθούσε να αποδιώξει τους φόβους του. Όσο πλησιάζε το τέλος τόσο αυτοί μεγάλωναν.
Βαθιά μέσα του πίστευε ότι το δικό του τέλος πλησιάζε. Το δικό του ή κάποιου άλλου κοντινού του. Αν ήταν το δικό του δεν είχε και πολύ σημασία, βέβαια. Αν ήταν κάποιου άλλου ίσως και να χρειαζόταν να διορθώσει κάποια πράγματα. Να έβρισκε το χρόνο επιτέλους να ασχοληθεί. Ήθελε να ξεμπερδέψει με τις εκκρεμότητες.

Να, ας πούμε, έπρεπε να χαμηλώσει λίγο το ένα βουνό και να ανυψώσει το διπλανό του. Να έδειχνε στο ρυάκι τον δρόμο μέχρι να συναντήσει το ποτάμι. Να δώσει ένα φα στα πουλιά πάνω στα σύρματα. Να προλάβει να χαϊδέψει τους ανεμόμυλους. Να καθαρίσει λίγο το βαλτότοπο. Να σιάξει τα κουτάκια των ρυθμών του. Να ξεριζώσει τα αγριόχορτα από το δρόμο του. Να γεφυρώσει δύο συνεχόμενες επιτυχίες του. Να ξαναχτίσει τη γκρεμισμένη σκάλα των αξόδευτων κόπων του. Να γυαλίσει λίγο τα σύννεφα της ψυχής του. Και προπάντων να βάλει σε τάξη τα όνειρά του. 

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Πρώτη μέρα σχολείο

Ο μεγαλύτερος κατά πέντε χρόνια αδερφός μου είχε ξεκινήσει το σχολείο. Το απεχθανόταν. Κάθε πρωί έφευγε απ’ το σπίτι με κλάματα. Ένα-ένα αποσπούσαν δαχτυλάκια από γαντζωμένα αντικείμενα. "Άδραξε τη σταθερότητα του σπιτιού" έμοιαζε να είναι το μοτίβο των πρώτων σχολικών του χρόνων. Απορούσα. Για μένα το σχολείο αποτελούσε ένα όνειρο. Είχα νοητά ζωγραφίσει τους τοίχους με ζωηρά χρώματα. Γελαστούς ήλιους, φουσκωτά σύννεφα, λουλούδια. Χώρους να περιβάλλουν χαρούμενα παιδιά. Τους μελλοντικούς μου φίλους. Όλους και όλες όμορφους κι ευτυχισμένους. Η τάξη όπου λαχταρούσα να βρεθώ βρισκόταν δίπλα σ’ έναν κήπο χωρίς φράκτες. Το πιο πολύ μάθημα γινόταν έξω κι η δασκάλα... ω, η δασκάλα, ήταν ένας κλώνος της μαμάς και του μπαμπά. Είχε το βλέμμα της αγάπης, το χαμόγελο της παρηγοριάς και την παιχνιδιάρικη διάθεση, όπου κάθε νέα γνώση ήταν κοινή κατάκτηση εκπαιδευτή κι εκπαιδευόμενου, κατάληξη ενός τρεχαλητού, μιας μαντεψιάς, ενός κυνηγιού θηασυρού. Κι αυτό ήταν το σχολείο όπου ήθελα τόσο πολύ να πάω. Αυτό ήταν το σχολείο όπου ήμουν σίγουρη ότι θα βρεθώ. Ναι, η ανάμνηση είναι τόσο έντονη που την θυμάμαι ακόμα. Δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκε στο μυαλό μου.
Τα χρόνια πέρασαν κι ήρθε η ώρα να πάω στη 1η δημοτικού. Με τη μαμά και τη γιαγιά στο σπίτι, δεν είχε υπάρξει η ανάγκη παιδικού σταθμού ή νήπιου. Η εικόνα του ονειρικού και απολύτως εφικτού κατά την φτωχή μου αντίληψη σχολείου βρισκόταν αμετακίνητη στο νου μου.
Η πρώτη μου επαφή με το σχολείο ήταν κάπως έτσι:

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Όνειρα θερινής νυκτός




A thing of beauty is a joy for ever:

Its loveliness increases;

it will never

Pass into nothingness;

but still will keep

A bower quiet for us, and a sleep 
Full of sweet dreams, and health, and quiet breathing 
Endymion,  J. Keats

Τώρα τελευταία τα όνειρά μου έπαψαν να είναι καλοκαιρινά. Βυθίζονται σε τυφλά ερέβη. Ο κήπος που ονειρεύτηκα χθες έμοιαζε με αυτόν της πάσιονφλαουερ μόνο που ήταν γεμάτος αγκαθωτά αγριολούλουδα και αιχμηρούς θάμνους. Ίσως να φταίει που αποκοιμιέμαι ξεφυλλίζοντας τον οδηγό μου, απόκρυφο ευαγγέλιο για να ξορκίζω τις άσκημες σκέψεις. Και όταν ξυπνώ, σαν να χρωστώ ακόμη κάτι από την τιμωρία, τα όνειρα ξεχνιούνται, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ανακλαστικά σηκώνομαι, κινούμαι αργά, σε πεδίο αρνητικής βαρύτητας, περπατάω και πιάνω το βήμα μου να σκληραίνει σε κάθε καθημερινή στιγμή. 

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

τρεις καλοκαιρινές μέρες



Σχεδόν εύχομαι να είμαστε πεταλούδες και να ζούσαμε μόνο τρεις καλοκαιρινές μέρες
John Keats
Την πρώτη μέρα να την περάσουμε αμίλητοι, με την αύρα να φυσάει τις λέξεις μέσα στα στόματά μας. Να κοιταζόμαστε σαν να μην ξέρουμε την ετυμηγορία, σαν να είναι όλος ο χρόνος μπροστά μας. Κι από τα χάδια τα πολλά, τα σώματά μας, τα συμπαντικά, ν' αρχίσουν να πονάνε. Ας είναι η αρμύρα να σφραγίζει τα ρουθούνια, εμποδίζοντάς μας να αναπνεύσουμε της γης τα χρώματα. Μέχρι το κύμα το βουβό τα πόδια μας να δροσίσει κι
κοχύλια και όστρακα να μας χαρίσει. Ξέπνοους να μας βρει της αυγής το πρώτο φως λυτρωμένους από την αγωνία να καταπιούμε ο ένας τον άλλον.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Πιλάτε μου!

Σήμερα το πρωί στο λεωφορείο για τη δουλειά, καθώς λαγοκοιμόμουν (ναι ξέρω. Μόνο εγώ κι ο λαγός το παθαίνουμε αυτό), κάποιοι συζητούσαν για ψαρέματα. Άκουγα για δίχτυα και βάρκες και κουπιά. Για χαρές και κωλοχτύπες που μοιάζουνε σαν τις βαριές γυναίκες αυτές που φτιάχνουν με τα χέρια τους αγγέλους. Δική τους η παρωμοίωση και δεν σας λέω τι ψηφίζουν. Κι ενώ μιλούσαν, σαν να με χτύπησε τ’ αεράκι, σαν να μου ‘ρθαν κάτι σταγόνες από κουπιά βυθισμένα στο κύμα. Στο κύμα όπου θα ‘θελα κι εμένα να πετάγανε κι ας πάγωνα κι ας μου κοβόντανε η ανάσα. Θα ‘χα ν ‘αναπνεύσω μετά.
Άντε να  μην ονειρευτείς ψάρια. Λαχτάρα σημαίνουν, έλεγε η μητέρα. Ναι. Σιγά μην περίμενα τη μουρμούρα να μου μουρμουρίσει τα νέα, που τη λες και λιγόλογο πλάσμα.
Κι επειδή θέλω χιλιόμετρα και χιλιόμετρα να φτάσω στο γραφείο, δώστου να ονειρεύομαι καράβια. Στη μέση του πελάγου να φυσάει, να κουνάει κι εγώ να βλέπω το νησί να μακραίνει,  να μικραίνει αντί να πλησιάζει. Ν’ αναρωτιέμαι τι σισύφειο, τι ανάποδο ταξίδι είναι τούτο; Λες και δεν ξέρω γιατί φεύγει η στεριά. Λες και δεν ξέρει ο ύπνος καλύτερα.
Ένα περίεργο πράγμα όμως. Μόλις φτάνω, εμφανίζεται ο καλός συνάδερφος και μου ανακοινώνει ότι επιτέλους η εταιρεία βρήκε λεφτά για σαπούνι. Για σκοινί κουβέντα. Έτσι τώρα, στις τουαλέτες μπορούμε να πλένουμε τα χέρια μας με μοσχοσάπουνο ίδιο μ’ αυτό του Σούπερ Φέρυ. Και κοίτα τον που μιλάει, φέρνει τις παλάμες κολλητά στο πρόσωπο, ανασαίνει βαθιά, γαληνεύει, κλείνει τα μάτια και χαμογελάει.
Ας νίψουμε λοιπόν τα χέρια μας.
(Γλυκιέ μου Πόντιε, πόσο μ' αρέσεις κι ας ήσουν χλιαρούλης.)

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Όταν μένω αντιμέτωπη με τα όνειρά μου



Βαρέθηκα να επιλέγω τον πόθο
Με σώζει μια ευλογημένη κούραση
Αλλά το τρελό βρίσκει μέρη να κρύβεται
Μέρη πιο βαθιά από οποιοδήποτε αντίο
L.Cohen, Its crazy to love you

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Ίσα μια βουτιά και β(γ)άλε


Όταν τα πράγματα σκουραίνουν κάποιοι καταφεύγουν στην ποίηση 
μετοικίζουν σε συννεφάκιακαι μυρίζουν ανοιξιάτικα αγριολούλουδα. 
Κάποιοι το ρίχνουν στο ποτό οίνος και παίδες αληθείς και το τραγούδι. 
Κάποιοι πέφτουν με τα μούτρα στην αρρώστια τους-όποια κι αν είναι αυτή.
Κάποιοι αναζητούν σωσίβιο στην εθνική τους περηφάνεια, αλλά τη βρίσκουν στραπατσαρισμένη λίγο πιο δίπλα από τον κάδο των αχρήστων, μια φενάκη που ολοένα ξεθωριάζει και που (δεν) κουράστηκαν να αναμασούν, και το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.

Εγώ πάλι αναζητώ τις παροιμίες, υποκλίνομαι στη σοφία του λαού, χωρίς πάντα να βγάζω άκρη-γιατί είπαμε ο λαός είναι σοφός.

Σε ένα νησί-χώρα της Μεσογείου, άρχισε να συσσωρεύεται χρήμα. Καλό-καλό, ξεπλυμένο, μαύρο, πονεμένο, άρον-άρον φυγαδεμένο, δεν έχει σημασία. Οι τράπεζές της έβγαζαν κέρδος και ξανοίχτηκαν. Όποιος αγοράζει τα περιττά, πουλά τα αναγκαία. Κι οι συνθήκες δεν ευόδωσαν. Μα επιτέλους πώς γίνεται; 
Η χώρα αυτή ανήκε σε μια οιονεί κοινότητα, που όταν οι αρχηγοί της συνειδητοποίησαν ότι βροντάν όλα τα σίδερα, βροντά κι η σακοράφα, ξεκίνησαν οι απειλές: θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Κι όταν πας να λειτουργήσεις ανταγωνιστικά-εντάξει χωρίς το απαραίτητο προφυλακτικό, γιατί είσαι μικροτσούτσουνος, και νομίζεις ότι θα περάσεις απαρατήρητος σε έναν κόσμο που τον πρώτο λόγο έχουν οι μεγάλοι, αυτοί απλώς σου τραβάνε το χαλάκι κάτω από τα πόδια. Κι εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι.
Οι Κύπριοι δεν φοβήθηκαντο σχετικά περιορισμένο Κούρεμα, αλλά το Κούρσεμα. Το τι θα ακολουθήσει…Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε.
Για να μην χάσουν τα αυγά και τα πασχάλια, ξεκίνησαν αγώνα δρόμου μπας και τους δανείσει κάποιος, ιδιαίτερα αυτοί που κάθε τόσο τους θεωρούν 'αδέρφια'. Αλλά εις μάτην…Όρκος του ρωμιού, πόρδος του γουρνιού. Όμως έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. Ανέβλεψαν προς την αρκούδα αλλά δεν ήξεραν το παραμύθι της ...Εν τω μεταξύ, οι επάρατοι αλλόφυλοι γείτονες βρυχώνται κι αυτοί προς τους αδύναμους...Μάθαν πως γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.
Κι εκεί που όλοι τους εθαύμασαν γιαυτήν τους την μικρή απειθαρχία, κάλλιο ένα χρόνο κόκορας, παρά σαράντα κότα γρήγορα όλα παραμερίστηκαν, αφού όποιος είν’ έξω απ’το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει. Αφού είδαν κι απόειδαν...κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε...αποφάσισαν να συμβιβαστούν, γιατί ο λύκος από τα μετρημένα τρώει.

Υπάρχει κάτι που σε πιάνει από το λαιμό και σε σφίγγει όταν ακούς για βία. Γι’αυτή τη βία του δυνατότερου προς τον ασθενέστερο. Και υπάρχει κάτι που φτερουγίζει μέσα σου όταν ακούς για την άλλη βία, τη βία του αδύναμου όταν καταφέρει ένα χτύπημα στον δυνατό. Και τότε ξεμυαλίζεσαι κι αρνιέσαι να πιστέψεις ό,τι ακούς στη γειτονιά σου, πάντεχε και στα δικά σου.
Υπάρχει κάτι που σε εμποδίζει να πιστέψεις το ρηθέν από τους λαϊκούς προφήτες: Όταν ακούς την αρκούδα στου γείτονα την αυλή, καρτέρα τη και στη δική σου. Είναι αυτό που σε φυλάει από τη βία μέσα σου. Είναι αυτό που σε θωρακίζει, σε προστατεύει. Και λέγεται ελπίδα κι όνειρο.
Όμως αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα.
Κι αν περιμένουμε να ισιώσει ο γυαλός αυτός που όλοι αρμενίζουμε, ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι.



Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Κόσμος μονόχρωμος


Ξύπνησε με ξεραμένο λαιμό. Κοιμόταν ανάσκελα εδώ και πολλές ώρες. Μόνο τα όνειρα έβλεπε πλαγιαστά. Σηκώθηκε βαριά. Κάπου πονούσε. Κάτι τον τραβούσε. Η γάτα ήρθε και κουλουριάστηκε στον ώμο του. Είχε περάσει στον καναπέ όλο το βράδυ. Το τηλέφωνο κύλησε από το πάπλωμα κι έπεσε κάτω. Η γάτα τινάχτηκε παραπέρα. Φόρεσε τις παντόφλες. Παγωμένο δωμάτιο. Δεν θυμόταν τι είχε γίνει χθες. Ήταν μια από τις τελευταίες μέρες της χρονιάς. Ίσως και η τελευταία. Προσπάθησε να θυμηθεί. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μόνο που θυμάται ότι μίλησε πολύ, μίλησε χωρίς φωνή, από μέσα του. Είχε περάσει το βράδυ συνομιλώντας με τους νέους του φίλους, αυτούς που δεν ξέρει πως είναι, τι διάσταση έχουν, σε τι μορφή κινούνται. Έπαιζε παιχνίδια κι αντάλλασσε σκέψεις. Το στομάχι γουργούρισε. Τράβηξε τις κουρτίνες και είδε πως το χιόνι είχε πια σταματήσει να πέφτει. Όλα ήταν απόκοσμα και άσπρα. Μέσα σε μια μεταλλική αχλή. Τα ξύλα είχαν καρβουνιάσει, η στάχτη έβγαζε που και που καμιά κραυγή. Ο καφές ξεραμένος στο φλιτζάνι. Ο υπολογιστής αναμμένος. Έσκυψε και χάιδεψε το γατί. Αυτό γύρισε τ'ανάσκελα σε μια προσπάθεια να κερδίσει κι άλλα χάδια.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Είμαι εδώ

Κλείσε τα μάτια κι ονειρέψου ένα πανέμορφο μέρος, με συμβούλεψε η αναισθησιολόγος. Λίγο πριν με είχε ρωτήσει αν καπνίζω. Η ανάσα της βρώμαγε τσιγάρο. Ενοχλητική μυρωδιά για ταξίδι. Θυμήθηκα τον πατέρα μου που κάπνιζε στο παλιό μας αμάξι. Ένα τασάκι γεμάτο γόπες που όλο ξεχνούσε ν’ αδειάσει κι η μυρωδιά να ποτίζει τα φτηνά πλαστικά του αυτοκινήτου. Μα γιατί ζαλίζεται αυτό το παιδί; αναρωτιόταν η μάνα μου. Το κεφάλι γύρναγε κάθε φορά που έβλεπα αυτοκίνητο. Ε, και τώρα γυρνάει.


Παλιό όνειρο

Θυμήθηκε το όνειρο. Το είδε χρόνια πριν. Ούτε παντρεμένη ήταν τότε, ούτε παιδιά είχε.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Κύμα

Στάθηκε και περίμενε. Ήταν ένα τριγωνικό κύμα στο ύψος του βουνού. Μια υδάτινη πυραμίδα που επιθεωρούσε την ονειρική μου παραλία. Ακίνητο για λίγο. Έτσι για τους τύπους. Το ήξερα κι εγώ –κι ας κοιμόμουν- κι ο υπόλοιπος κόσμος στην ακρογιαλιά που έβλεπε το ίδιο όνειρο με μένα, πως το κύμα θα έσκαγε πάνω μας.  Το ξέραμε όλοι, πως μας άφηνε λίγο χρόνο, να το θαυμάσουμε, να μας κόψει την ανάσα με το τεράστιο κορμί του. Απολάμβανε τον τρόμο μας. Λιγωνόταν από τη θεϊκή του μεταμόρφωση. Μεθούσε με τη δύναμή του.
Θα έπεφτε, αλλά όχι το ίδιο πάνω σε όλους. Όσοι βρίσκονταν στη μέση της ορμής του, κάτω απ’ την κορφή του, ήταν ολότελα χαμένοι. Όσοι βρίσκονταν στα άκρα, θα  τη γλίτωναν πλατσουρίζοντας στα ρηχά. Δεν επρόκειτο για ένα κύμα οριζόντιο. Άλλους θα τους εξαφάνιζε τελείως κι άλλους, ελάχιστα θα τους άγγιζε.
Επειδή το κύμα είχε αποκτήσει δική του υπόσταση, έδειχνε μια στοιχειώδη διακριτικότητα. Μας άφηνε χρόνο να μετακινηθούμε, να σκεφτούμε, ν’ αντιδράσουμε. Μας γλεντούσε.
Είναι περίεργο που οι περισσότεροι αποφασίσαμε να παγώσουμε στη θέση που βρισκόμασταν.

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Σιέστα

Με πήρε λέει ο ύπνος ένα σαββατιάτικο απόγευμα, έτσι όπως το συνηθίζει τα καλοκαίρια.
Να σ’ αφοπλίζει από πληκτρολόγια, τηλεχειριστήρια, τηλέφωνα, μολύβια, βιβλία, χαρτιά κι εκκρεμότητες- ακαθόριστους πόνους.
Να σε παρασέρνει στις πλάτες μιας υποψίας ανέμου.

Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Άλλοι κόσμοι

Κοιμήθηκα μεσημέρι. Θυμάμαι άλλη μια μέρα της ενήλικης ζωής μου, που είχα κοιμηθεί το μεσημέρι, μα τότε ψηνόμουν στον πυρετό.  Ξαναγύρισα σ’ ένα όνειρο επαναλαμβανόμενο, χρόνια τώρα.

Στα όνειρά μου, μεσημεριανά ή βραδινά,  πηγαίνω σ’ ένα σπίτι.  Είναι το σπίτι του άλλου μου μυαλού. Ενός άλλου κόσμου. Βρίσκεται παραδίπλα απ’ την κατηφορική όχθη ενός ποταμού.  Το ποτάμι δεν το βλέπω, αλλά ακούω τα νερά του. Φουντωτά πλατάνια σκιάζουν το κτίσμα και τον κήπο, που δεν έχει όρια ούτε φυτά. Κάτι φυτεύω πάντα με τα χέρια –χωρίς εργαλεία- και γυρνάω στο επόμενο όνειρο να τα ποτίσω μα ξέρω πως είναι νωρίς για να ξεμυτίσουν τα λουλούδια και τα λαχανικά μου. Ναι, ξέρω. Τίποτα δεν ευδοκιμεί κάτω απ’ τα πλατάνια, αλλά αυτοί είναι κανόνες αυτού του κόσμου. Στον πλανήτη του σπιτιού, το χώμα είναι πλούσιο και περιμένει. Το σπίτι είναι μεγάλο και σκοτεινό. Κι απ’ έξω κι από μέσα, μα το μπερδεύεις με τα δέντρα. Μόνο εγώ το ξεχωρίζω και ξέρω που είναι η πόρτα του. Οι τοίχοι σκούροι κι έπιπλα δεν υπάρχουν. Τα παράθυρα μικρά κι υπάρχουν δωμάτια για όλους τους αγαπημένους. Συγυρίζω παρότι σκόνη δεν φαίνεται ποτέ. Ονειρεύομαι τις γιορτές που θα φωτίσουν το μέρος. Τα παιδιά και τους φίλους που θα το πλουτίσουν με τα χρώματα των φορεσιών τους. Χαϊδεύω τα πατώματα και τα ντουβάρια που έχουν ρουφήξει υγρασία γιατί στέκουν χρόνια ατελείωτα εκεί. Πριν ακόμα ξεκινήσω να τα ονειρεύομαι όλα αυτά. Λαχταράω να τριγυρνάω. Κάθε φορά συναντάω καινούρια δωμάτια ή ίσως και να ‘ναι τα παλιά που έχουν ολότελα αλλάξει προσανατολισμό και προοπτικές. Είμαι σίγουρη πως ούτε ετούτη τη φορά θα μείνω για πολύ. Μου λείπει, μα δεν είναι ακόμα η ώρα του να κατοικηθεί. Φεύγω χωρίς λύπη. Ξέρω πως θα το ξαναβρώ στο επόμενο  όνειρο.

(Κι αν κάποιος βγάζει νόημα απ’ όλα αυτά, ας το εξηγήσει και σε μένα.)

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Το κογιότ κι εγώ


Η συν μπλόγκερ μου, με μάλωσε γιατί δεν γράφω. Αν και –για τους γνωστούς/κοινούς λόγους- δεν έχω καθόλου διάθεση, της υποσχέθηκα πως θα γράψω για τον αγαπημένο μου ήρωα. Αυτόν:

Μ’ αρέσει γιατί δεν το βάζει κάτω. Έχει πάντα έτοιμο ένα plan B. Εξίσου αποτυχημένο με το Α, το C, το D, το E, το F, αλλά αυτό δεν ενοχλεί κανέναν. Τη γνωρίζουμε όλοι την κατάληξη, αλλά κανείς μας δεν χάνει το ενδιαφέρον του. Ούτε εμείς που παρακολουθούμε τις ιδιοφυείς του εμπνεύσεις και την αναμενόμενη και θεαματική τους κατάληξη, ούτε εκείνος που αν και κομματιασμένος, μπαρουτοκαπνισμένος ή και τα δύο, συνεχίζει ακάθεκτος να σχεδιάζει και ν’ αποτυγχάνει. Είναι από τους λίγους «κακούς» ήρωες που δείχνει συμπαθέστερος από το υποτιθέμενο θήραμά του. Ίσως γιατί το μπι-μπιπ τρέχει υπερβολικά και δεν του δίνεται η ευκαιρία να αναπτύξει το χαρακτήρα του –αν προλαβαίνει να έχει έναν. Ίσως γιατί, ο θεατής και το κογιότ, μένουν πολύ ώρα μαζί να γράφουν και να σβήνουν  πολύπλοκους μαθηματικούς τύπους μέσα στην έρημο, με αναπόφευκτη την ταύτιση (και την ηλίαση). Πώς να μην ανησυχώ για την τύχη του κογιότ; Αυτό είναι που θα συνθλιβεί, στα δικά του χέρια θα σκάσει η βόμβα, αυτό θα πέσει στο γκρεμό, θα τον ισοπεδώσει η μεγαλύτερη νταλίκα των αμερικανικών δρόμων.