Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νησί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νησί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Oι εξ έρωτος

Θα μπορούσα να δοκιμάσω να σας παρασύρω. Να σας πείσω για το δίκιο μου. Να δείξω φωτογραφίες. Υπέροχες φωτογραφίες. Δεν χρειάζομαι καν πορτοφόλι να τις αποθηκεύω. Και δεν εννοώ πως το στικάκι χωράει περισσότερες.
Οι καλύτερες εικόνες χοροπηδάνε πίσω απ τα μάτια.
- Δες με!
- Όχι εμένα!
Συναγωνίζονται, ψηλώνουν, βαθαίνουν τα χρώματα, εντείνουν το κοντράστ.
Κι όλα γίνονται χωρίς προσπάθεια.
Γιατί βλέπεις, όσο τεχνίτης κι αν είναι ο φωτογράφος, η αποτύπωση μπερδεύει. Το μη εξασκημένο μάτι δεν εντοπίζει τη μοναδικότητα.  Μπορεί κανείς να υποθέσει πως αυτή είναι μια συνηθισμένη εικόνα. Ωραία βέβαια, καρτποσταλική όμως. Κοινός τόπος. Κοινοτοπία σχεδόν.

Θα μπορούσα να σας μιλήσω για τον έρωτα. Να δικαιολογήσω τη διαχρονικότητα.
Θα μπορούσα να σας περιγράψω με ποιο τρόπο και πώς -κάθε φορά, το αντικείμενο της λατρείας σαν ιέρεια του στριπτίζ, κόβει ανάσες. Τις κάνει με τα κρεμυδάκια με καινούργιους τρόπους.
Ιδέα δεν έχω πώς ευστοχεί και πώς πάντα κλιμακώνει σε ομορφιά τη νέα αποκάλυψη. Κι ας γνωριζόμαστε δεκαετίες. Η έκπληξη καραδοκεί στην επόμενη συνάντηση.

θα μπορούσα να σας μιλήσω για το φόβο. Φοβάμαι για το πόσο θα κρατάει την υπόσχεση που δεν δόθηκε. Για πόσο θα με εκπλήσσει. Πόσες πια αποκαλύψεις χωράνε σε ένα πλάσμα της ύλης; Ένα πλάσμα δηλαδή, εκ γενετής πεπερασμένο.

Θα μπορούσα να σας κάνω να ακούσετε τον ήχο της καρδιάς μου. Να μετρήσετε τους παλμούς και τους καλπασμούς κάθε φορά που πλησιάζει η ώρα της συνάντησης. Αν αυτό το ποδοβολητό δεν είναι ξεκάθαρο σημάδι του έρωτα, τότε ποιο; τότε, τι;

Όμως δεν θα καταφέρω να σας πείσω. Δεν θα σας παρασύρω στο βαθμό που έχω παρασυρθεί, δεν θα ερωτευτείτε το ίδιο με μένα, δεν θα συναισθανθείτε την αγωνία ούτε καν την ταχυπαλμία μου. Στην καλύτερη, άντε να υποψιαστείτε.

Κι από τη μια χαίρομαι γι’ αυτό.  Σαν όλους τους ερωτευμένους διεκδικώ τη ματαιότητα της αποκλειστικότητας. Από την άλλη, είμαστε ήδη πολλοί και δεν με νοιάζει να γίνουμε περισσότεροι. Αυτό άλλωστε, είναι και το τελικό μου επιχείρημα. Βλέπετε, γίναμε τόσοι, που πλέον έχουμε δικό μας όνομα. Κατοικούμε -αν θέλουμε- μια πόλη εμείς με το κοινό αντικείμενο του πόθου. Είμαστε κάτι σαν στρατός κι είναι καλό οι στρατοί να είναι μεγάλοι.

Μας αποκαλούν οι εξ έρωτος.

Είμαστε αυτοί που δεν γεννηθήκαμε ερωτευμένοι αλλά στο δρόμο λαβωθήκαμε βαριά. Κι έκτοτε δεν περιμένουμε τα καλοκαίρια. Ο έρωτας μας είναι παντός καιρού.
Όταν μιλάμε μεταξύ μας, παρά την κατανόηση που δείχνουμε ο ένας για τον άλλον, διαγκωνιζόμαστε.
Το ξέρεις αυτό;
Σου έχει δείξει το άλλο;
Εκεί σε πήγε;
Είδες; ένιωσες; άκουσες; περπάτησες; μύρισες; γεύτηκες; χάιδεψες; κολύμπησες; ανατρίχιασες; συγκλονίστηκες; πέταξες; μαγεύτηκες; παραδόθηκες; δάκρυσες;
Κι αν ναι, πότε;
Γιατί έχει σημασία.
Δεν είναι ίδιο την άνοιξη- αχ την άνοιξη.
Μα το χειμώνα; Την πιο απρόσιτη, τη γλυκύτερη όλων των εποχών. Τότε που οι ντόπιοι και οι εξ έρωτος γίνονται κομμάτι του πόθου. Αυτό που επιθυμούν διακαώς όλοι οι λαβωμένοι. Να ενωθούν για όσο αντέξουν.
Γιατί δεν βαστάμε χρόνια.
Το έχω δει να συμβαίνει.
Οι παλιοί ερωτευμένοι πεθαίνουν σύντομα. Κανείς δεν αντέχει για πολύ.
Απορούσα παλιά. Τώρα το καταλαβαίνω. Κοντά στον έρωτα, οι στιγμές διαστέλλονται κι αναπόφευκτα η διάρκεια τους συρρικνώνεται για τα ρολόγια του υπόλοιπου κόσμου.
Για λόγους οικονομίας υποθέτω, θα είναι πάντα μετρημένοι οι κάτοικοι του παραδείσου. Κάποιοι θα 'ρχονται, κι οι παλιότεροι θ' αποχωρούν υπηρετώντας την υπόγεια συγγένεια του έρωτα και του θανάτου.
Σας χαιρετώ τώρα γιατί ετοιμάζω βαλίτσα.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Όμορφα να γκρεμίζεσαι


 Ο τρόπος που γινόμαστε κομμάτια, που ερειπώνουμε, λέει πολλά για μας. Όταν καταρρέουμε, κάθε προσποίηση, κάθε προσπάθεια συγκάλυψης γκρεμίζεται πρώτη. Απεκδυόμαστε τα δήθεν και μας αρπάζει η ανάγκη. Πάνω στη σβούρα της γινόμαστε αγνώριστοι. Βαθιά στο κόκκαλο απομένει ό,τι είναι αληθινά δικό μας. Μπορεί και τίποτα δηλαδή. Πιο συχνό το τίποτα.
Οι άνθρωποι που διανύουν τη ζωή τους επιβιώνοντας, αφήνουν πίσω ένα αδιάφορο, συχνά αντιαισθητικό αποτύπωμα. Μερικές φορές, αυτό συμβαίνει και με τα κελύφη, τα σπίτια τους.
Όσοι παθιάστηκαν για τη ζωή, αφήνουν μια ανάμνηση σαν αγκαλιά. Κάθε φορά που αναδύεται η θύμησή τους, χαμογελάς. Να! Σ’ έπιασα. Γέλασες.
Τα σπίτια αυτών των ανθρώπων είναι φωλιές. Κάποιος άλλος θα μπει να ζεσταθεί εκεί. Έχουν καλό αέρα και με το δικό τους τρόπο σου ζητάνε να τα ομορφύνεις. Κι όταν πια τα σπίτια πεθάνουν – γιατί και σ΄ αυτά συμβαίνει- τότε αφήνουν πίσω ένα κουφάρι φλύαρο κι αδιάκριτο που τ’ αγκαλιάζουν χορτάρια κι αγριολούλουδα με χάρη.



Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Αντίστροφα


Υπάρχει, ίσως για μερικούς παράξενους μόνο, ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Το κέντρο του προσωπικού μας κύκλου, στο οποίο επανερχόμαστε σαν πυξίδες  που συνέρχονται από κώμα.
 Ό,τι  να ‘χει μεσολαβήσει, το κέντρο παραμένει σταθερό.

(Κατά καιρούς εφευρίσκω άλλα κέντρα. Με τον καιρό ξεθωριάζουν, καταρρέουν, μετακινούνται.)

Το δικό μου αμετακίνητο κέντρο είναι το νησί.
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, μετράω ανάποδα  τις μέρες στην αρχή, τις ώρες στη συνέχεια, ως τη στιγμή της εκτόξευσης.

Το νησί δεν είναι μια Ιθάκη. Είναι από μόνο του ταξίδι που βαστάει χρόνια. Δεν είναι τα παιδικά μου χρόνια, μια και δεν τα πέρασα εκεί. 
Αλλά ποιος τα χρειάζεται;  
Παιδικά χρόνια φτιάχνω κάθε χρόνο.

Βουτάω με απόλαυση στην ετήσια προσμονή και στην ευγνωμοσύνη της άφιξης. 

Είμαι, μόλις κατέβω απ’ το καράβι. Τόσο πολύ, μόνο εκεί.

Η πυκνότητα του αέρα, οι μυρωδιές, οι αχνοί των ξερόχορτων. Τα χρώματα που τα θαμπώνουν τα μελτέμια και που λίγο καθαρίζουν –ίσα να τα δεις να στερεοποιούνται και να προλάβεις να τα κλειδώσεις στο νου. Ουτοπικές αναμνήσεις- δεν έχω ιδέα εντέλει, τι ακριβώς κάνει αυτό το κέντρο σημαντικό σε σχέση με οποιαδήποτε άλλο και συγχρόνως μπορώ ν’ απαριθμήσω έναν προς ένα, δεκάδες λόγους κι άλλους τόσους καινούργιους που ανακαλύπτω κάθε χρόνο, καθώς το ξαναερωτεύομαι.

Όπου κάθε φορά, αναρωτιέμαι. Για πόσο ακόμα θα μου αποκαλύπτεται; Πόσες απρόσιτες γεννήσεις κρύβει ακόμα κι αν είναι ανεξάντλητος αυτός ο έρωτας ή είναι κάτι που περισσότερο έχει να κάνει με τη δική μου λαχτάρα να επανεκκινώ, ν’ αναζητώ, να εφευρίσκω, να γιορτάζω και φεύγοντας, να ‘μαι πάντα χορτάτη μα κι αενάως διψασμένη. Αλλά να είμαι. Τόσο πολύ, τόσο σαφώς.


Οχτώ, εφτά, έξι, πέντε και πάει λέγοντας.


Οι φωτογραφίες είναι του Λεωνίδα

Σχετικά ποστ:

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Νησιά


Κάθε πρωί στο μπαλκόνι, μετράω νησιά.
Τα απαγγέλλω σαν προσευχή.
Νάξος, Μύκονος, Πάρος, Δήλος, Ρήνια, Σέριφος, Σύρος, Σίφνος.
Μερικά κρύβονται με τον καιρό κι η προσευχή μικραίνει.
Νάξος, Μύκονος, Δήλος, Ρήνια, Σύρος.
Ή μόνο Δήλος.
Με την ομίχλη χάνεται κι αυτή.
Άδηλος.
Θέλω να μείνω εδώ.
Ακόμα κι αν αναπνέω το σύννεφο.
Αυτό να γίνει το σπίτι μου.
Σκέφτομαι μετά, πως αν συνηθίσεις την ομορφιά, μπορεί και να τη χάσεις. Γιατί θα πάψεις να τη βλέπεις.
Μπορεί να μετακομίσει η παροδική ομίχλη στο μυαλό. Να γίνει μόνιμη.
Οπότε φεύγω.


Κι  αν είμαι ακόμα τυχερή, θα επιστρέψω με περισσότερη λαχτάρα και πιο δυνατή όραση.

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα παράξενο χωριό (2η Καρτ-ποστάλ στον Τσαλαπετεινό)

Καλέ μου Τσαλαπετεινέ,

Το περιστέρι που έφερε την καρτ ποστάλ σου, βολεύτηκε, ραχάτεψε και κοντεύει να πλαντάξει από το πάχος. Κάθε φορά το σπρώχνω να πετάξει, να σου φέρει την απάντηση κι αυτό έρχεται πιο κοντά και γουργουρίζει. Μαλαγάνας ο τύπος κι εγώ δεν θέλω πολύ για να μην του χαλάσω χατίρι. Μα έλα που το καλοκαίρι πάει, πέρασε κι η καρτ ποστάλ, φορτωμένη φωτογραφίες βρίκεται ακόμα εδώ. 
Ε, δεν πήγαινε άλλο. Κάθισα και του εξήγησα την κατάσταση. Μου γουργούρισε. Του είπα πως μ’ αυτά και μ’ αυτά, δυσφημεί το μεταφορικό του κλάδο κι ο ανταγωνισμός θα τον τσακίσει. Θα μείνει άνεργος. Άφησε μια αναιδέστατη κουτσουλιά στο πλακάκι και με παρακολουθούσε με αδιακρισία να την καθαρίζω. Του είπα πως θα γίνει χοντρός και πλαδαρός –που ήδη έγινε- και δεν θα τον θέλουν οι περιστέρες. Μου ‘κλεισε το μάτι και κάτι πάνω του, μου θύμισε το γουρούνι του Αρκά. Στο τέλος τσακωθήκαμε και καθίσαμε για ώρα με τις πλάτες γυρισμένες. Μετά, άρχισε τα καλοπιάσματα, εγώ έκανα τη θυμωμένη κι εκείνο, στο τέλος υποχώρησε. Είπε πως άντε, θα στη φέρει την κάρτα, αλλά αυτή είναι η τελευταία φορά που μας κάνει τον ταχυδρόμο και την επόμενη να χρησιμοποιήσουμε, λέει, το διαδίκτυο όπως όλος ο κόσμος.
Ας είναι λοιπόν.
Θα σου δείξω ένα παράξενο χωριό. Αυτή είναι η πρώτη φωτογραφία του.

Όμορφο, ε; Ένα τυπικό κυκλαδίτικο χωριό θα έλεγες. Αλλά δεν είναι. Κοίταξε καλύτερα. Πρόσεξε τις λεπτομέρειες. Την τάξη.


Τις σχεδιαστικές πινελιές.


Η απουσία ανθρώπων στα σοκάκια, δεν ήταν επιδίωξη του φωτογράφου. Ότι ώρα και να βρεθείς εκεί, επικρατεί σιωπή κι ακινησία. Πινακίδες σε προειδοποιούν να μιλάς χαμηλόφωνα. Δεν υπάρχει εδώ πλατεία ούτε καφενείο, φούρνος, ταβέρνα, ή η αυλή μιας εκκλησίας, μια παιδική χαρά, ένα μέρος βρε παιδί μου να μαζεύονται οι άνθρωποι. Όλοι δίπλα-δίπλα-να τηρούν τις προδιαγραφές της αρχιτεκτονικής παράδοσης. Και όλοι χώρια. Μόνο σ’ αυτή τη φωτογραφία, φαίνεται πως κάποιος μαθαίνει λέξεις από Θήτα.


Θάλασσα, θυμός, θάρρος, θρασύς, θάνατος, θάμβος, θέλησις. Δυσκολοπρόφερτες όλες για έναν ξένο, μα αν έχεις μάθει να λες το θήτα, έχεις κατακτήσει ένα ζόρικο κομμάτι της γλώσσας. Κι η γλώσσα είναι πατρίδα λένε. Ειδικά για τη δικιά μας, είχε πει ο Ελύτης: 
"Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις."
Ολόγυρα στο χωριό έχει ελιές, αμπέλια και πολλά καράβια παρελαύνουν στην εντυπωσιακή θαλασσινή θέα. Ωστόσο, Ελλάδα δεν θα το ΄λεγες το συγκεκριμένο μέρος κι ας έχει περάσει επιτυχώς, όλη την παραπάνω διαδικασία της αποσύνθεσης κι ανακατασκευής. 

Βλέπεις, αυτό το χωριό, το λέγανε κάποτε Μπερδεμιάρο. Οι κάτοικοι το εγκατέλειψαν. Ήταν πολύ φτωχοί και ξενιτεύτηκαν όλοι. Τα σπίτια ρήμαξαν και γκρεμίστηκαν. Μια μέρα, κάποιος Γερμανός περπάτησε στα ερείπια κι αγάπησε τον αέρα-το βασιλιά του νησιού, τα καφετιά βουνά, τ’ ασπράδι των διπλανών χωριών (που επιβίωναν ακόμα), τον ουρανό, τη θάλασσα. 
Όλο αυτό το αστραφτερό πακέτο που κάθε χρόνο ξετυλίγουμε για να μαζέψουμε τουρίστες. 
Γύρισε στον τόπο του κι έπεισε φίλους και γνωστούς να αγοράσουν μαζί, το χωριό ολόκληρο. Με πολύ μεράκι, ξαναχτίσανε τα σπίτια. Με σεβασμό στην ντόπια αρχιτεκτονική κι ευλαβεια στα μυστικά της πέτρας. Οικιστικό κανονισμό δεν χρειαστήκανε να τους οδηγεί γιατί ήταν οι ίδιοι πολύ αυστηρότεροι στην αισθητική τους προσέγγιση. Ούτε μια πέτρα δεν παρεκκλίνει από την παράδοση των χτιστών του νησιού. Άντε να ζωγραφίσουν μόνο πάνω σε κάνα βότσαλο. Να μια εικαστική παρέμβαση-δραπέτης.

Ξαναφτιάξανε έτσι, ένα κομμάτι της Ελλάδας, θα 'λεγε κανείς. 
Σύμφωνα με τις οδηγίες. 
Σύμφωνα και με τα λόγια του ποιητή. 
Από τότε, όλοι λένε το μέρος: Γερμανικό χωριό. Το παλιό του όνομα δεν του ταιριάζει πια και προφέρεται δύσκολα ακόμα κι από μας που σιγά-σιγά το ξεχνάμε.




Σκέφτομαι λοιπόν, πως αυτή θα μπορούσε να είναι και μια εικόνα από το μέλλον. Μια προοπτική, τρομακτική για τους Έλληνες και αδιάφορη για όλους αυτούς που θα μας έχουν ξεχάσει. Πράγμα όχι και τόσο δύσκολο. Εδώ, δεν θυμόμαστε εμείς ποιοι είμαστε. Μια αντίστιξη των ορισμών της πατρίδας. Και μαζί και κόντρα,  που τελικά –ας το παραδεχτούμε- είναι όμορφη σαν ζωγραφιά κι ας μην μας περιέχει. Κι η ομορφιά είναι το ισχυρότερο επιχείρημα. Ακόμα κι όταν είναι εναντίον μας.
Θα μου πεις, είναι μια εικόνα άψυχη, αλλά τότε θα έπρεπε να συζητήσουμε για το τι είναι ψυχή. Σε μια άλλη καρτ-ποστάλ ίσως, γιατί αυτή βάρυνε πολύ και με πολλούς τρόπους και ο χοντρός ταχυδρόμος με αγριοκοιτάζει.


Φιλιά.   

Υ.Γ.
Όλες οι φωτογραφίες είναι του Λεωνίδα.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Ο άνεμος

Την τελευταία μέρα στο νησί ο άνεμος κόπασε. Συνηθισμένοι, οι κάτοικοι του νησιού το αντιλήφθηκαν αμέσως και δεν παραξενεύτηκαν. Οι προσκυνητές με περισσή ευκολία το απέδωσαν σε θαύμα. Οι αλαφροΐσκιωτοι πίστεψαν ότι ο μεγαλοδύναμος απλώς κρατούσε την αναπνοή του. Οι πιστοί αποδέχτηκαν  τη θεία βούληση και αναστέναξαν. Οι τουρίστες ανακουφίστηκαν. Οι νοικοκυρές άπλωσαν ανέμελα τα ασπρόρουχα. Οι απόμαχοι στα καφενεία άκουγαν καλύτερα το συνομιλητή τους και του έδιναν πιότερη σημασία. Οι ψαράδες κατέβηκαν ως την προβλήτα και άρχισαν να ετοιμάζουν τα παραγάδια τους. Οι έφηβοι έβγαλαν τα ακουστικά και άκουγαν ξανά μουσική από τα ηχεία. Τα παιδιά ονειρεύτηκαν πάλι κάστρα με τάφρους και πύργους με πολεμίστρες απλωμένους στην άμμο. Οι ποιητές μάζεψαν τις λέξεις που ο αέρας είχε απιθώσει στις αυλές τους. Τα ξερολούλουδα πήραν ανασαιμό και ξεκίνησαν να μετράνε τις απώλειες. Ο κόκορας φούσκωσε από περηφάνια γιατί επιτέλους θα ακουγόταν παντού. Οι μαγείρισσες ξεμαντάλωσαν τα παραθύρια αφήνοντας προκλητικά τις μυρωδιές να ξεχυθούν στη γειτονιά. Τα αδέσποτα του νησιού επιτέλους θα εντόπιζαν ευκολότερα τα αποφάγια. Τα πετούμενα θα οσφραίνονταν ανεμπόδιστα τη λεία τους. Τα βράχια θα άρχιζαν να γλείφουν τις πληγές τους.  Κι οι παραθεριστές θα απολάμβαναν τα θαλάσσια μπάνια τους.

Εμείς πήραμε το πλοίο της επιστροφής, μέσα σε μια απίστευτη λαδιά καβαντζάραμε το καβο-ντ' Όρο, επιστρέφαμε στην πόλη ξαναβρίσκοντας το ανοίκειο τέλμα μας.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Στο νησί

Να’ μαι πάλι στο νησί, το λατρεμένο. Κι αυτός ο έρωτας να μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο. Να μην ξεθωριάζει, μα να γίνεται η αγκαλιά του θερμότερη. Μια που μεγαλώνω κι αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα θα σκαρφαλώνω στα θυμαρίσια-αγκαθωτά-μοσχοβολιστά κατσάβραχα των ωραιότερων παραλιών, μια που δεν ξέρω αν του χρόνου θα τα καταφέρω να ‘ρθω. Αρχίζει κι ο έρωτας να παίρνει την χροιά του παράνομου, του πιο ποθητού. Αυτή η νύχτα μένει ή αυτό το καλοκαίρι μένει, δεν ξέρω τι να πρωτοπώ.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Πιλάτε μου!

Σήμερα το πρωί στο λεωφορείο για τη δουλειά, καθώς λαγοκοιμόμουν (ναι ξέρω. Μόνο εγώ κι ο λαγός το παθαίνουμε αυτό), κάποιοι συζητούσαν για ψαρέματα. Άκουγα για δίχτυα και βάρκες και κουπιά. Για χαρές και κωλοχτύπες που μοιάζουνε σαν τις βαριές γυναίκες αυτές που φτιάχνουν με τα χέρια τους αγγέλους. Δική τους η παρωμοίωση και δεν σας λέω τι ψηφίζουν. Κι ενώ μιλούσαν, σαν να με χτύπησε τ’ αεράκι, σαν να μου ‘ρθαν κάτι σταγόνες από κουπιά βυθισμένα στο κύμα. Στο κύμα όπου θα ‘θελα κι εμένα να πετάγανε κι ας πάγωνα κι ας μου κοβόντανε η ανάσα. Θα ‘χα ν ‘αναπνεύσω μετά.
Άντε να  μην ονειρευτείς ψάρια. Λαχτάρα σημαίνουν, έλεγε η μητέρα. Ναι. Σιγά μην περίμενα τη μουρμούρα να μου μουρμουρίσει τα νέα, που τη λες και λιγόλογο πλάσμα.
Κι επειδή θέλω χιλιόμετρα και χιλιόμετρα να φτάσω στο γραφείο, δώστου να ονειρεύομαι καράβια. Στη μέση του πελάγου να φυσάει, να κουνάει κι εγώ να βλέπω το νησί να μακραίνει,  να μικραίνει αντί να πλησιάζει. Ν’ αναρωτιέμαι τι σισύφειο, τι ανάποδο ταξίδι είναι τούτο; Λες και δεν ξέρω γιατί φεύγει η στεριά. Λες και δεν ξέρει ο ύπνος καλύτερα.
Ένα περίεργο πράγμα όμως. Μόλις φτάνω, εμφανίζεται ο καλός συνάδερφος και μου ανακοινώνει ότι επιτέλους η εταιρεία βρήκε λεφτά για σαπούνι. Για σκοινί κουβέντα. Έτσι τώρα, στις τουαλέτες μπορούμε να πλένουμε τα χέρια μας με μοσχοσάπουνο ίδιο μ’ αυτό του Σούπερ Φέρυ. Και κοίτα τον που μιλάει, φέρνει τις παλάμες κολλητά στο πρόσωπο, ανασαίνει βαθιά, γαληνεύει, κλείνει τα μάτια και χαμογελάει.
Ας νίψουμε λοιπόν τα χέρια μας.
(Γλυκιέ μου Πόντιε, πόσο μ' αρέσεις κι ας ήσουν χλιαρούλης.)

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Απόδραση

Κλέψτε μια στιγμή απ' τη βδομάδα κι αφήστε με να σας πάω μια βόλτα.

Να πάρουμε το καράβι.

Να ξαναδώσουμε στο κόκκινο τη λυτρωτική του θέση.

Να στολίσουμε τις πόρτες που περιμένουν φίλους.
Ν' απλώσουμε τα φτερά μας στον άνεμο, μέχρι να σπάσουν. Όμορφα ξοδεμένα.

Να δακρύσουν τα μάτια μας κοιτάζοντας τον ουρανό.
Ώσπου να κουραστεί ο ήλιος.


(Οι φωτογραφίες είναι του Λεωνίδα)


Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Επιστρέφοντας


- Πάλι φορτωμένοι θα γυρίσουμε...παξιμάδια, κοπανιστή, κάπαρη, μαρμελάδες, τσίπουρο από μούρα, αμυγδαλωτά, ψαράκια, ξηροτήγανα, κουραμπιέδες...
- Μήπως να μέναμε εδώ για πάντα;
- Κι αν μέναμε, πού θα επιλέγαμε να ζούμε;
- Σ' ένα από τα 50 χωριά μάλλον.
- Γιατί όχι σε κάποια άκρια, πάνω ψηλά, σαν ένα ταπεινό ξωκλήσι ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό...
- Και γιατί όχι στην Έξω μεριά να απολαμβάνουμε αγριάδα και παμπάλαια σμιλεμένα τοπία; 

- Και γιατί όχι στον εύφορο κάμπο της Κώμης, να βάλουμε τα κηπευτικά μας, να απλώνουμε τα τοματίνια μας, να κόβουμε τις αγκιναρούλες μας.

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Αέρας πάλι

Καθώς πηγαίνω στο νησί, ξεντύνομαι το χειμώνα. Εδώ, όλα στρογγυλεύουν. Ο καιρός, τ’  ανάγλυφο, οι γωνιές των κτισμάτων. Οι αιχμές κι οι κραυγές μένουν πίσω στην πόλη.

Χιλιάδες αφορμές σου δίνει ο τόπος να τον αγαπήσεις: ακρογιαλιές, χωριά, μονοπάτια, βρύσες, βαθμίδες σπαρμένες αγριολούλουδα, μερακλήδες κατοίκους.