Πώς μπορείς να διαβάσεις κάτι τέτοιο και να συνεχίσεις τη μέρα σου λες και δεν το έμαθες;
Κι όμως μπορείς. Έχεις εθιστεί στον πόνο -κυρίως τον ξένο πόνο. Έχεις αποδεχτεί πως κάποιοι άνθρωποι -πιο άτυχοι από μας- δεν βλέπουν στον ήλιο μοίρα, αλλά εμείς κοντοστεκόμαστε μόνο για όσους λέμε πως τάχα μοιάζουμε. Και μετά, πάμε παρακατω. Ψωνίζουμε, βγαίνουμε με φίλους, πίνουμε, γελάμε, κάνουμε σχέδια, όνειρα, αγαπάμε, ναι αγαπάμε, ξεχνάμε και πέφτουμε για ύπνο.
Κοιμήθηκα όμορφα.
Eίναι
τώρα η ώρα να ξυπνήσω. Μα όλο το αναβάλλω.
Η γλύκα της καθημερινής χωρίς
δουλειά.
Κι εκεί που γλυκοξυπνάω, δυο πιτσιρίκια –δυο αγόρια. Τ’ αγόρια μου;-
πηδάνε στο κρεβάτι για αγκαλιές. Μα έχει χρόνια να συμβεί αυτό. Δεν τα κάνουν
αυτά οι έφηβοι κι αυτά είναι μικρά και όχι δεν είναι τ’ αγόρια μου. Δυο άγνωστα
παιδιά είναι, που καμιά έλλειψη οικειότητας δεν με αποτρέπει να τ’ αγκαλιάσω.
Πώς όμως βρέθηκαν εδώ;
Τη στιγμή που αναρωτιέμαι εμφανίζεται ένα ζευγάρι ενηλίκων.
Οι γονείς τους θα είναι. Δείχνουν κουρασμένοι. Και πίσω τους κι άλλοι. Κόσμος
πολύς στο σπίτι μας. Πώς μπήκαν; Ποιος τους έδωσε τα κλειδιά;
Ο καλός μου δυσανασχετεί μα έχει δουλειά. «Πες τους να
φύγουν μέχρι να γυρίσω.»
Ο μικρός κλείνεται στο δωμάτιο και στον υπολογιστή του.
Πρέπει μόνη μου να βρω λύση.
Τους ρωτάω πως βρέθηκαν εδώ. Μιλάνε όλοι μαζί κι είναι
πολλοί. Δεν μιλούν όλοι Ελληνικά και κάποιοι τα λένε σπασμένα. Πιάνω κομμάτια
λέξεων, κοφτερών σαν γυαλιά. Άνεργοι, ανέστιοι, πρόσφυγες, ναυαγοί, απελπισμένοι,
έχω δέκα παιδιά μου λέει ο ένας που με κάποιον μοιάζει. Μ’ αυτόν νομίζω.
Πού θα χωρέσουμε; αναρωτιέμαι. Πώς θα φτάσει το φαγητό για
όλους; Άγχος πολύ μα δεν μου κάνει καρδιά να τους διώξω. Τους ζητάω να βρουν
τρόπους, να σκεφτούν, να μου προτείνουν.
Και να που όσο προσπαθούμε να συννενοηθούμε, τα παράθυρα
ανοίγουν, ο διάδρομος γίνεται δρόμος, οι τοίχοι απομακρύνονται, ο χώρος
μεγαλώνει. Λες να τα καταφέρουμε;
Με πιάνει μια ανησυχία για τη γάτα. Μην φοβηθεί, μην χαθεί η
χαίδεμένη μας. Πού είναι τώρα;
Μια γλειψιά στο πρόσωπο, δυο, τρεις. Γουργουρητά. Το «ξύπνα
πια!» στα γατίσια. Ξυπνάω. Το σπίτι είναι και πάλι μικρό και μέσα είμαστε μόνοι μας.
Εμείς οι κοιμισμένοι με τις μικρές καρδιές και τους στενούς τοίχους.
Mετά, διάβασα αυτό: Νέα τραγωδία στα ανοιχτά της Λιβύης
Mετά, διάβασα αυτό: Νέα τραγωδία στα ανοιχτά της Λιβύης
Τι να πω για τη νέα τραγωδία; Τι να πω για το όνειρό σου; Τι να πω για τα παιδιά και τους γονιούς τους; Θαρρώ τα είπε πιό καλά ο Τάχα, ο δάσκαλος απ' το Σουδάν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ τόσο Λουίζα.
ΔιαγραφήΕπανέρχομαι, διότι μόλις διάβασα αυτό και επειδή είναι του ματς να το διαβάζω μόνη μου, σκέφτηκα να το δεις κι εσύ: http://news.in.gr/world/article/?aid=1231401023
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντάξει πάντως. Οι πατριώτες μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Αυτοί οι μετανάστες δεν θα φτάσουν ποτέ στην Ελλάδα...
Κι εγώ διάβασα αυτό:http://old-boy.blogspot.gr/2015/04/blog-post_19.html
ΔιαγραφήΑχ, βρε Νεφ
ΑπάντησηΔιαγραφή