Ξύπνησε
με ξεραμένο λαιμό. Κοιμόταν ανάσκελα
εδώ και πολλές ώρες. Μόνο τα όνειρα
έβλεπε πλαγιαστά. Σηκώθηκε βαριά. Κάπου
πονούσε. Κάτι τον τραβούσε. Η γάτα ήρθε
και κουλουριάστηκε στον ώμο του. Είχε
περάσει στον καναπέ όλο το βράδυ. Το
τηλέφωνο κύλησε από το πάπλωμα κι έπεσε
κάτω. Η γάτα τινάχτηκε παραπέρα. Φόρεσε
τις παντόφλες. Παγωμένο δωμάτιο. Δεν
θυμόταν τι είχε γίνει χθες. Ήταν μια από
τις τελευταίες μέρες της χρονιάς. Ίσως
και η τελευταία. Προσπάθησε να θυμηθεί.
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μόνο
που θυμάται ότι μίλησε πολύ, μίλησε
χωρίς φωνή, από μέσα του. Είχε περάσει
το βράδυ συνομιλώντας με τους νέους του
φίλους, αυτούς που δεν ξέρει πως είναι,
τι διάσταση έχουν, σε τι μορφή κινούνται.
Έπαιζε παιχνίδια κι αντάλλασσε σκέψεις.
Το στομάχι γουργούρισε. Τράβηξε τις
κουρτίνες και είδε πως το χιόνι είχε
πια σταματήσει να πέφτει. Όλα ήταν
απόκοσμα και άσπρα. Μέσα σε μια μεταλλική
αχλή. Τα ξύλα είχαν καρβουνιάσει, η
στάχτη έβγαζε που και που καμιά κραυγή.
Ο καφές ξεραμένος στο φλιτζάνι. Ο
υπολογιστής αναμμένος. Έσκυψε και
χάιδεψε το γατί. Αυτό γύρισε τ'ανάσκελα
σε μια προσπάθεια να κερδίσει κι άλλα
χάδια.
Κοίταξε
το νεροχύτη. Βρήκε ένα ποτήρι που του
φάνηκε καθαρότερο από τα άλλα, άνοιξε
τη βρύση, και περίμενε να τρέξει καθαρό
το νερό. Κάτι σαν πόνος στο κεφάλι τού
φάνηκε να περνάει ξώφαλτσα. Η μισοφαγωμένη
κατά τα τρία τέταρτα πίτσα έχασκε στο
κουτί της παγωμένη, άσχημη, απρόσωπη.
Είχε
απομονωθεί. Φοβόταν πολύ. Θε μου πόσο
του έλειπε μια αγκαλιά. Δεν είχε πια
δουλειά γιατί δεν υποχώρησε όταν έπρεπε,
όταν του ζητήθηκε. Προτίμησε να πάει
κόντρα. Είχε παλέψει με θεριά. Συνάδελφοι,
δεν υπήρχαν, δεν κατέκτησαν ποτέ αυτήν
την ιδιότητα. Ανθρωπάκια μονοδιάστατα.
Αυτοί του υπολογιστή είχαν περισσότερο
βάθος.
Δεν θέλησε να μείνει
στο χωριό με τους φίλους του. Το σύλλογο
τον παράτησε. Δεν θέλησε να τον προδώσει.
Οι παλιοί συμμαθητές του έτρεχαν με τα
δικά τους. Εκεί στην παρέα, δεν τον
έβλεπαν με καλό μάτι. Ένιωθε βάρος, για
τους άλλους. Έφυγε από την πόλη. Ένα
σακίδιο, ένα υπολογιστή και το κουράγιο
του. Μακριά από όλους αυτούς που θέλουν
να μου πιουν το αίμα. Μακριά από όλους
που… Δεν πέρασε από το γηροκομείο να
δει την ταλαίπωρη μάνα του που έσβηνε
σιγά-σιγά. Από τότε που έφυγε ο πατέρας,
λίγο την ενδιέφερε που θα έμενε, μόνο
να τον βλέπει κάπου-κάπου του ζητούσε.
Να περνάει να τον βλέπει. Να περνάει να
την βλέπει.
Έγλυψε
το γραπτό κείμενο δίπλα του. Του αρέσει
η γεύση του στυλογράφου. Όλα τα κείμενα
έχουν κάποια γεύση. Πάντα τα δοκίμαζε
πριν τα πληκτρολογήσει.
Συνέχισε
να πηγαινοέρχεται. Μόνος, γιατί το
επέλεξα. Αυτά που πίστευε, δεν τα
πιστεύουν οι άλλοι.
Προτίμησε
να διασυνδεθεί. Να βρει εικόνες που να
του φτιάξουν τη μέρα και τη νύχτα. Να
διασκεδάσει ακούγοντας με παλιά ρομαντικά
τραγούδια δεκαετίας, εικοσαετίας...μα
γιατί τίποτε δεν μου λέει τίποτε πια;
Ήταν μια μέρα σαν
την προηγούμενη ή σαν την επόμενη;
Προσπάθησε να κρατηθεί από την κουπαστή.
Η παλιά σκάλα οδηγούσε στον πάνω όροφο
με τις κρεβατοκάμαρες, αλλά δεν τη
χρησιμοποιούσε, πια, έκανε πολύ περισσότερο
κρύο, κι έπειτα, όταν άγριοι εφιάλτες
τον ξυπνούσαν ένοιωθε πολύ μακριά την
έξοδο. Να βγει, να τρέξει στο χιόνι, στο
χρόνο. Να πάει πίσω. Στη μητέρα. Που κοιτά
χαμένη πίσω από ένα παράθυρο, όταν
αξιώνονται να τη στήσουν εκεί. Με μια
κουβέρτα στα πόδια. Στην πολυθρόνα με
τις ρόδες. Με τα άσπρα πιασμένα σε
αλογοουρά μαλλιά της. Χτενισμένη και
λουσμένη, στο φως που διασχίζει το
παράθυρο να βλέπει έξω στο δρόμο. Και η
μυρωδιά της. Μωβ λεβάντας
και μοσχολέμονου, αναμειγμένη με φτηνό
φωτιστικό οινόπνευμα. Ήθελε να τη
θυμάται έτσι. Δεν ήθελε να τη βλέπει να
σιγοσβήνει. Να επαναλαμβάνει τα ίδια
και τα ίδια. Να έχει σταματήσει τριάντα
χρόνια να χαμογελάει. Ήθελε να τη θυμάται
αλλιώς. Με γάργαρο γέλιο και πυρόξανθα
σγουρά μαλλιά. Να γυρίζει σπίτι και τον
αγκαλιάζει. Και αυτός να τρέχει να
ξεφύγει από την αγκαλιά, να τρέχει στην
αλάνα να παίξει. Ω πόσο θέλει να τον
σφίξει τώρα κάποιος εδώ. Να του ανεβάσει
τη θερμοκρασία. Να πάψει να τρέμει και
να μπορέσει να διαβάζει. Να διώξει τις
σκέψεις που τον αλαφιάζουν. Να συνεχίσει
να γράφει στους εικονικούς του φίλους,
παρέα με το χρόνο
που κυλά. Πέρασε κι αυτή η χρονιά.
Βαριέται να κοιμηθεί, αλλά και να φάει.
Θέλει κάτι να βρει να τον κρατήσει εδώ.
Αυτά που φύτεψε το καλοκαίρι, είναι τώρα
ξερόχορτα, απραξία. Πάει καιρός τώρα
που μάζεψε τις ελιές. Θέλει να κάνει
πολλά, αλλά δεν τον αφήνουν οι σκέψεις.
Πυροδοτούν θύμησες. Κι εκείνην. Απλώνει
το χέρι σε μια κίνηση να απομακρύνει
τις εικόνες. Στρώνει το κρεβάτι του.
Κάνει μια γρήγορη ευχή. Όλα μένουν σε
ευχές. Αδύνατον να συγκεντρωθεί. Πάει
πίσω, παλιά. Έχει μείνει πολύ μόνος.
Κοιτάζει
το βιβλίο δίπλα του:
«μόνο
τα όνειρά μου συνεχίζουν»*
*Αναφέρεται
στο τελευταίο χαϊκού που έγραψε ο Ματσούο
Μπασό (1644-1694)
Το
βιβλίο με τον ίδιο τίτλο κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις Scripta το 2002
με εισαγωγή-μετάφραση-επίλογο από τον
Γιώργο Μπλάνα
... πικρή η γεύση του- νομίζω πως όλοι το γλείφουμε αυτό το κείμενο. Πριν το χωνέψουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήμεθεόρτια και μεσοχείμωνο, τι περιμένατε;)
ΔιαγραφήΤο φάντασμα των μελλοντικών μας Χριστουγέννων...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντάξει, θα ειδωθούμε στη κόλαση, γλυκειά μου
Δεν εννοείς αυτό:
Διαγραφή"I'll see you in Hell, my pretty! You and your little dog too!"
- Wicked Witch etc. in The Wizard of Oz (not really)
Aυτός ο τύπος μου θυμίζει έναν γνωστό μας. Ή ίσως δύο. Μάλλον, τρεις. Ουπς, για κάτσε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάπως έτσι:)
ΔιαγραφήΠάντα τα όνειρα θα αυτονομούνται και θα συνεχίζουν. Εμείς πως συνεχίζουμε είναι τελικά το θέμα. :\
ΑπάντησηΔιαγραφήμέσα από αυτά;) παίρνοντας δύναμη από αυτά;) μην προδίδοντάς τα;)
ΔιαγραφήΈτσι ναι ;)
ΔιαγραφήΜε φοβίζει αυτός ο τύπος......
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε θέλω να γίνω σαν αυτόν!
Σαν εκείνη τη γυναίκα που βρήκαν νεκρή μετά από 10 χρόνια......
All the lonely people......
http://youtu.be/-LOgMWbDGPA
Θα φωνάξεις και θα σου φτιάξουν τη γέφυρα...ουπς σόρυ το πεζοδρόμιο ή μάλλον καλύτερα θα μάθεις να το φτιάχνεις μόνη σου :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα!
χρώμα, χρώμα κι άλλο χρώμα. αν οραματιζόμαστε ένα κόσμο μονόχρωμο, θα έρθει και η ώρα που θα επισκεφτεί τη ζωή μας ένα μέλλον άχρωμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήπολύχρωμο το νέο έτος!
υπάρχουν κάποια μονοδιάστατα ανθρωπάκια που κάθε τόσο τον περνάνε ένα χεράκι ξεβαφτικό κι εμείς τρέχουμε να βρούμε που έχουμε κρυμμένα τα κραγιόνια μας
Διαγραφή