Το ξέρω, πως αυτές τις μέρες όλοι ασχολούνται με τις εκλογές ή τις προεκλογικές μπανανόφλουδες περί μεταναστών και κινδύνων της δημόσιας υγείας από κακόπαθους ξένους και ξένες. Λες κι αυτός ο τόπος κατοικείται από ανεύθυνους ανήλικους με δικαίωμα ψήφου. Ωστόσο, ο καθένας έχει τα δικά του και στο δικό μου μυαλό έχει καρφωθεί μια ολότελα άσχετη παδική ανάμνηση. Όσο άσχετα μπορούν να είναι τα γεγονότα μεταξύ τους.
Θυμάμαι μια μέρα χαρούμενη. Οι δάσκαλοι είχαν εξαφανιστεί κι εμείς τα παιδιά κυκλοφορούσαμε φήμες που είχαμε ακούσει το προηγούμενο βράδυ απ’ τα μεγαλύτερα αδέρφιά μας. Κάποιοι νέοι έκαναν επανάσταση. Την κανονική, όχι αυτή με το πουλί στο κουτί των σπίρτων. Αυτοί οι νέοι ήταν λέει, σ’ ένα μεγάλο σχολείο όπου πήγαιναν τα παιδιά που τελείωναν το σχολείο και ήταν πολύ καλοί μαθητές. Την παλιά επανάσταση με το πουλί δεν τη συμπαθούσε κανείς και όλοι ήθελαν να φύγει εκτός απ’ τη Μαρία που έλεγε τους νέους αλήτες και δεν της μίλαγε κανείς. Επειδή οι δάσκαλοι είχαν εξαφανιστεί στο γραφείο του διευθυντή κι εμείς κάναμε φασαρία, έρχονταν ένας-ένας οι γονείς και μας έπαιρναν στο σπίτι. Εμείς, τα χαρούμενα πιτσιρίκια, κάναμε καλλιστεία στις μαμάδες. Η δική μου ήταν η πιο όμορφη. Απορώ γιατί δεν το έβλεπαν και τα άλλα παιδιά. Ήταν ολοφάνερο. Εκείνη τη μέρα, 17 Νοέμβρη ήταν, είχε έρθει στο σχολείο να με πάρει φορώντας την πράσινη καπαρντίνα που της είχε αγοράσει ο μπαμπάς απ’ τη Γαλλία νομίζω ή από κάποια άλλη χώρα όπου ράβανε όμορφα ρούχα. Πράσινη καπαρντίνα, ένα μαντήλι με πολύχρωμα σχέδια, γαλαζοπράσινα μεγάλα μάτια και άσπρο σχεδόν νεκρικό πρόσωπο. Δεν την είχα ξαναδεί τόσο άσπρη. Μα τόση φασαρία έκανα που χλόμιασε η μάνα μου από ντροπή; Αλλά πάλι, ο κόσμος κοκκινίζει απ’ την ντροπή, δεν γίνεται κιμωλία. Πήγα κοντά της. Μου άρεσε να τη μυρίζω. Το άρωμά της τ’ αναζητούσα από μακριά. Όταν ήμουν άρρωστη, ο αέρας των λουλουδιών των ανακατεμένων με την κρέμα της, μου έριχνε τον πυρετό. Έχωσα το χέρι μου μέσα στο δικό της και της χαμογέλασα. Το πρόσωπό της σφιγμένο. Τα δάχτυλά της μυτερά. Σαν να είχε περισσότερα κόκκαλα απ’ ότι συνήθως. Χαιρετήσαμε τα παιδιά, δηλαδή εγώ τα χαιρέτησα, εκείνη δεν μιλούσε, και βγήκαμε απ’ την τάξη. Είχε ένα στόμα γραμμή και κάτω απ’ το κατάλευκο δέρμα της που ήταν απαλό και όπως σας είπα, μύριζε υπέροχα, έτρεχαν αραχνωτές γαλάζιες φλεβίτσες. Δεν τις είχε άλλη φορά. Μου έσφιξε το χέρι πολύ δυνατά κι αρχίσαμε να βαδίζουμε πολύ γρήγορα για το σπίτι. Δεν με πείραζε που τα βήματά της παραήταν ασυνήθιστα μεγάλα για το δικό μου διασκελισμό. Την ακολουθούσα χοροπηδώντας. Ήταν πιο διασκεδαστικό. Φτάσαμε στην Αχαρνών. Κι εκεί συνέβη κάτι απίστευτο. Το πεζοδρόμιο άρχισε να τρίζει κι ένας υπόκωφος θόρυβος έσβησε κάθε άλλο ήχο απ’ τ’ αυτιά μου. Τανκς! Ναι, τανκς. Είχε ο αδερφός μου κάτι μικρά τέτοια στο σετ με τα στρατιωτάκια και τ’ αναγνώρισα. Αυτά ήταν μεγάλα κι αληθινά και διέλυαν το δρόμο των αυτοκινήτων. Σκόνες και μικρά πετραδάκια τινάζονταν στο πέρασμά τους. Μα τι πλάκα που είχε αυτό! Καλύτερο κι από τσίρκο. Ε, μαμά; Η μαμά δεν άκουγε, μόνο άρχισε να τρέχει και να με τραβάει. Και τότε κατάλαβα, γιατί ήταν τόσο άσπρη, γιατί το στόμα το βαμμένο με το κλασσικό κόκκινο κραγιόν της είχε γίνει μια γραμμή, γιατί μου στραγγάλιζε το χέρι. Φοβόταν! Η μαμά φοβόταν. Έτρεμε από το φόβο της. Θα έτρεμε κι αν δεν την τράνταζαν τα τανκς που διέσχιζαν και ξέσκιζαν το δρόμο. Θυμάμαι πως σκέφτηκα ότι αυτό δεν είναι σωστό. Δεν είναι σωστό οι μεγάλοι να φοβούνται. Δεν είναι σωστό τα τανκς να τρελαίνουν την πιο όμορφη μαμά του κόσμου. Της έσφιξα το χέρι κι υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως θα την προστατεύω. Και τότε και πάντα. Και τώρα. Που η αρρώστια της έχει φάει το μυαλό και δεν ξέρει τι κάνει και τι λέει. Γιατί η μνήμη κρατάει ζωντανή την ανθρωπιά. Ή τέλος πάντων, είναι μια κάποια βοήθεια. Κι ίσως, μικροί και μεγάλοι, ώριμοι και ανώριμοι, γενναίοι και δειλοί, ξένοι και ντόπιοι είναι όλα πολύ σχετικές έννοιες.
...το ξέρεις ότι στην πραγματικότητα είναι πολύ επίκαιρο το κείμενό σου. και νοιώθω ότι η γραφή του δεν ήταν εύκολη, ούτε η καταβύθιση σ'αυτές τις μνήμες
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαθέτεις εξαιρετικά ισχυρή όραση. :)
Διαγραφήπολύ πολύ με συγκίνησες
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ. Καλώς ήρθες.
ΔιαγραφήΑχ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ, ναι Σταυρούλα. Αυτό.
Διαγραφή.... Σκέφτομαι τι να σου γράψω αλλά όλα μοιάζουν λίγα μπροστά στο κείμενό σου:) Να την προσέχεις τη μανούλα πολύ, καλά τα λες!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσπαθώ να την προσέχω κι όταν δυσκολεύομαι πολύ, με βοηθάει πολύ αυτό το βλογ κι όλοι εσείς.
ΔιαγραφήΑχ συννεφούλα μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά βρίσκονται πίσω απ' αυτά τ' αποσιωπητικά Σοφάκι, ε;
ΔιαγραφήΤόσα όσα δε φαντάζεσαι...
ΔιαγραφήΠως θυμάμαι εγώ εκείνη τη νύχτα.
Πως οι μεγάλοι άκουγαν το σταθμό του Πολυτεχνείου.
Εγώ δεν καταλάβαινα τι γινόταν...
Είδα όμως πρώτη φορά τη μαμά μου, την ωραιότερη μαμά του κόσμου, να κλαίει...
Τώρα η μαμά μου είναι άγγελος και καμιά φορά έρχεται στον ύπνο μου...
Κάπως το φαντάζομαι όλο αυτό :)
ΔιαγραφήΗ μνήμη έχει υψηλό αντίτιμο. Όπως και το να παλεύεις με την πραγματικότητα του φόβου σου και να τον ξεπερνάς. Και καμιά φορά οι μεγαλύτεροι αφήνουν κάτι υπόλοιπα που άθελα τους βαραίνουν τους επόμενους. Καλή δύναμη λοιπόν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ συγκινητική η ιστορία σου
Όλοι αφήνουμε τα χνάρια μας. Μόνο οι άγγελοι είναι αλαφροπάτητοι, τόσο που ν' αναρωτιέσαι αν υπάρχουν. Ευχαριστώ για τη δύναμη. Σε όλους μας χρειάζεται.
Διαγραφή