Αποφεύγοντας να μιλήσω για το νησί που
άφησα πίσω, το πόσο λάθος είναι να φεύγεις από την ομορφιά, ας
βυθιστώ σε μια ευτυχία που είναι ακόμα παρούσα.
Ε, ναι, θα πω για βιβλία.
Ήταν μια εξαιρετική αναγνωστική χρονιά η φετινή. Ξεχωρίζω τα καλοκαιρινά.
Τα δύο βιβλιαράκια του Ντε Λούκα για αρχή. Δυσκολεύομαι να διαλέξω
ανάμεσα στο «βάρος της πεταλούδας» και στα «ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια». Ίσως η
πεταλούδα να μου άρεσε περισσότερο γιατί διαβάστηκε πρώτη. Έτσι κι αλλιώς οι δύο ιστοριούλες συνδέονται. Έρχονται από το ίδιο σύμπαν κοιταγμένο σε διαφορετικές
χρονικές στιγμές, από άλλα πλάσματα. Μερικά από τα πλάσματα είναι άνθρωποι.Τα υπόλοιπα όμως, ίσως και να 'ναι καλύτερα απ' τους ανθρώπους.
Συγκλονίστηκα στη συνέχεια από τον Χρήστο Οικονόμου. «Το
καλό θα ‘ρθει απ’ τη θάλασσα» μου άρεσε πολύ περισσότερο από το επίσης καλό «κάτι θα γίνει
θα δεις». Ο Οικονόμου διανύει σταδιακά κι απολαυστικά τη διαδρομή ανάμεσα στο
διήγημα και το ώριμο μυθιστόρημα, χωρίς ακόμα
να καταλήγει στο τελευταίο. Αλλά τι να λέμε. Αν πιάνεις στα χέρια ένα βιβλίο που κοιτάει στα ίσα τη σημερινή
Ελλάδα, τις αιτίες της κατρακύλας, τους ανθρώπους και το καλό που μπορεί εντέλει και να ‘ρθει, που μιλάει όχι μόνο χωρίς τους συνηθισμένους αποκρουστικούς διδύμους του κυνισμού και του διδακτισμού, όμως έξω από τα δόντια, δαγκώνοντας σε και δεν μπορείς να αφήσεις το διάβασμα παρά τον πόνο που σου προκαλεί, ε, τότε ξέρεις πως ο συγγραφέας είναι σπάνιο ταλέντο.
Ανάμεσα στα παραπάνω, διάβασα και μερικά άτυχα βιβλία. Πολύ χλωμά
τα κακόμοιρα δίπλα στα διαμάντια. Κάποια τα άφησα στη μέση μπας και τα/με
πετύχω σε ευνοϊκότερη στιγμή.
Και μετά έπεσε στα χέρια μου το μυθιστόρημα που γράφεται για
να χαρακτηρίσει όχι μόνο τη χρονιά, μα μια μακριά αναγνωστική περίοδο.
Πώς λέμε για την εποχή που διαβάσαμε τα εκατό χρόνια
μοναξιά, το 1984, την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι; Ε, φέτος ήταν το
καλοκαίρι/η χρονιά/η εποχή του Confiteor.
Οι φίλοι μου ήταν ενθουσιασμένοι. Κακό πράγμα οι αυξημένες
προσδοκίες για κάθε καλλιτεχνικό- και όχι μόνο- έργο.
Αρχικά απογοητεύτηκα.
Μπερδεύτηκα επίσης.
Πόσοι χαρακτήρες, ονόματα, εποχές, ο ένας να ζει σήμερα, ο ίδιος
πάνω-κάτω στο μεσαίωνα με άλλο όνομα- αλλά τι σημασία έχει; - στο δεύτερο
παγκόσμιο, στο Άουσβιτς, στη δικτατορία του Φράνκο, να ανακατεύονται τα αφηγηματικά πρόσωπα κι οι χρόνοι επίσης, οι φανταστικοί φίλοι με πραγματικές εξίσου βαθιές φιλίες, να είναι όλοι τόσο αληθινοί
και πολύπλοκοι, να κάνεις έτσι και να τους αγγίζεις, να μεγαλώνεις μαζί τους, να τσιμπιέσαι και να πονάν/πονάς,
να μιλάει ο Καμπρέ για σένα και για όσους ξέρεις, να χάνεσαι και ν’ αναζητάς
βοήθεια στο λυσάρι των τελευταίων σελίδων, να μπλέκεσαι με έρωτες και
διαχρονικές πληγές, καμιά δεκαριά γλώσσες, λατινικά, γαλλικά, ελληνικά,
αραμαϊκά, γερμανικά, εβραϊκά, ιταλικά, ισπανικά, ρώσικα, το εγώ, το εσύ, το αυτός, το κακό, η προέλευσή του κι η αναζήτηση της εξιλέωσης.
Confiteor εντέλει.
Ομολογώ.
Μια εξομολόγηση χειμαρρώδης, αραδιασμένη σε
εφτακόσες τόσες σελίδες. Να σε σημαδεύει και να βρίσκει κέντρο.
Έλεος κάπου.
Το βιβλίο είναι ένας κυκεώνας μετά μουσικής. Βιολιού
συγκεκριμένα. Εξού και το κρεσέντο της γραφής.
Αναρωτιόμουν προχωρώντας την ανάγνωση, πώς μπόρεσε ο Ζάουμε
Καμπρέ να το οργανώσει όλο αυτό -να το ενορχηστρώσει μάλλον- και τι είδους εγκέφαλο διαθέτει.
Είναι γήινος; Είναι άνθρωπος;
Κι όμως, διαβάζω ένα ατόφια γήινο κι ανθρώπινο δημιούργημα. Το Confiteor με στοιχειώνει, ρουφάει τη σκέψη, με αφομοιώνει.
Δεν γράφω τίποτα άλλο, γιατί μπορεί να σας χαλάσω την
απόλαυση. Αν και δύσκολα θα κατάφερνα κάτι τέτοιο.
(Και τότε θα ακουγόταν ένα Ουγκ.Ουπς.)
Ουγκ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο βιβλίο του καλοκαιριού! Το απόλαυσα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι. Αν και μου θύμισε Μαρκές και Εσκιβέλ (το "νόμο της αγάπης" κυρίως, με τις μετεμψυχώσεις των ηρώων και την επίδραση της μουσικής), έχει ένα διαφορετικό χαρακτήρα από εκείνον της λατινοαμερικάνικης σχολής. Είναι καθαρά ευρωπαϊκό αφήγημα (με άρωμα Έκο ίσως) και απολαυστικά πρωτότυπο.
ΔιαγραφήΤα βιβλία μας ενώνουν! Καλώς σε βρήκα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς σε βρήκα κι εγώ librarian :)
ΑπάντησηΔιαγραφή