Τη φύση και τίποτ’
άλλο πρέπει να μελετάς
Nicolas
Boileau, L’art
poétique (1674)
Σε
τσακίζει η ομορφιά. Σε πατάει κάτω, πριν
καλά-καλά το καταλάβεις. Το ξάφνιασμα
σε λυγίζει, αλλά δεν σπας. Τα χάνεις,
αλλά δεν στραβώνεις. Στην αρχή αντιστέκεσαι,
μετά μαθαίνεις ότι είναι μάταιο. Στην
αρχή ξέρεις. Στο τέλος τα ξεχνάς όλα.
Ενδιάμεσα έχεις χάσει τις λέξεις. Πένητες
οι λέξεις μπροστά στους
δαίδαλους του ποταμιού
στο φαράγγι, κι ένα λεξικό, ακόμη και το
πιο παλιό, αυτό με τις εκατοντάδες
χιλιάδες λέξεις, ανίσχυρο μπροστά στις
νιοστές δυνάμεις της απροσδιοριστίας.
Στον καταρράκτη, ζωντανεύεις κι
αλαφιάζεις. Στο χείλος του ηφαιστείου,
νοιώθεις το δέος κι ανατριχιάζεις. Στον
ωκεανό αδειάζεις τελείως.
Φλας
ομορφιάς. Τόσα πολλά που στο τέλος
στραβώνεσαι. Πονάει η ομορφιά.
Έξω
ο αέρας/Μου καίει τα μάτια/Θα τα βγάλω/Για
να γλυτώσω το κάψιμο
Είσαι
σε μια διαρκή ένταση. Ένταση και συγκίνηση.
Παραμιλάς γιατί δεν θέλεις να σε ακούσει.
Χαϊδεύεις τις εκδορές πάνω στα χέρια
σου. Πονάει η ομορφιά.
Παύεις.
Σταματάς να σκέφτεσαι το μετά, το πέρα
από αυτό, το επέκεινα μένει απροσδιόριστο.
Ο χρόνος δεν έχει σημασία. Συνηθίζεις
το απρόβλεπτο. Τίποτε δεν είναι σε τάξη.
Κι όμως είναι όμορφα. Με τον απόλυτο και
αιώνιο τρόπο. Αρχετυπικά.
Αφήνεσαι
να σε παρασύρει το κύμα, το ρέμα, το
ποτάμι, ο καταρράκτης, η σταθερή ροή, η
ήρεμη δύναμη, η μανία, η σύγκρουση, κι
αισθάνεσαι την ευγνωμοσύνη για το κάθε
λεπτό της ζωής σου να διαπερνά με βελόνες
τους πόρους του δέρματός σου. Πονάει η
ομορφιά.
Σου
προκαλεί μια ανοίκεια ηδονή. Σαν να
σταλάζει πυρωμένο πάγο μέσα σου. Σαν να
σε μαστιγώνει με βάλσαμο ο αέρας.
Μέτραγες συναισθήματα, τα 'φτασες στα
έξι, σου ζητάνε έκπτωση, στα τέσσερα, το
ρομπότ στο ξεκαθάρισε: τα συναισθήματα
είναι ένα: ON-OFF.
Το ένα και το μηδέν. Η σύμβαση. Κι η
ομορφιά είναι σύμβαση. Δεν έχει απολύτως
τίποτε να κάνει με τη ζωή. Πλην της φύσης.
Η φύση μπορεί να είναι όμορφη. Δεν έχει
να κάνει τίποτε με το λόγο. Η φύση είναι
αλάθευτη.
<προτελευταία
προειδοποίηση>
Νοιώθεις
ασφαλής - δεν είναι η
ομορφιά, η χώρα είναι, έξω στη φύση δεν
είσαι ασφαλής, οι άνθρωποι εδώ πάνω
ζούνε από παλιά, χρόνια πολλά, λιγότερα
από οπουδήποτε αλλού, και όχι αρκετά
ώστε να φαγωθούν από το σαράκι της
αχορτασιάς· δύσκολος
ο χειμώνας, ο καιρός δεν συνδιαλέγεται,
κι η φύση δεν ξεγελιέται·
η απομόνωση διψά για ανθρωπιά.
Όλα
εκεί οδηγούν στην αρχή. Κι η αρχή είναι
η φύση. Ο λόγος ήρθε μετά, πολύ. Κι έφερε
τις αλήθειες του. Αυθάδικα, τολμάς να
αρθρώσεις κι η τέχνη; δοκίμασε κι αυτή,
έχασε, κι έπαψε να είναι παραστατική.
Κατά προσέγγιση ψαύεις την αλήθεια. Κι
αν δεν τη βρεις εδώ, δεν θα την βρεις
πουθενά αλλού, λένε.
<τελευταία προειδοποίηση>
Η ομορφιά τριγύρω σε θωρακίζει
σαν αντιοξειδωτική μεμβράνη. Πόσο θα
αντέξει; Θα προλάβεις να δεις την ανατολή;
Θα παραμείνεις αρκετά στη δύση; Με τι
αντάλλαγμα; (ανάθεμα τη
λογική που έχει απομείνει).
Κι ύστερα, ο πόνος της
επιστροφής, ξέρεις ότι θα επιστρέψεις,
κοιτάς τις φωτογραφίες που ξεθωριάζουν
χωρίς τη ζωή σου, κοιτάς τη ζωή σου που
ξεθωριάζει χωρίς τις φωτογραφίες.
Η ομορφιά ταράζει και εκπλήσσει. Και φέρνει πόνο, σαν την αλήθεια· κατ’αυτήν την έννοια, η φύση είναι η αλήθεια. Στάθηκα μπροστά της άλαλη. Έμεινα μπροστά της ανέτοιμη. Θα ήθελα να είναι η πρώτη μέρα της νέας μου ζωής, θα ήθελα…
συγκινήθηκα πολύ
ΑπάντησηΔιαγραφήπρογραμμάτισέ το...:)
ΑπάντησηΔιαγραφή