Ο Γιώργος είναι δέκα χρονών, με φακίδες διάσπαρτες κάτω από αεικίνητα πράσινα μάτια. Πυροβολεί με ερωτήσεις εύστοχες, αγαπάει το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, τη μουσική, το χορό, το θέατρο, ξεφουρνίζει ατάκες, βαριέται γρήγορα τους πλατειασμούς και τις ανέμπνευστες διδασκαλίες, αλλά χαρίζει τη σειρά του στα στενοχωρημένα φιλαράκια για να τα παρηγορήσει. Με λίγα λόγια, είναι το μοναχοπαίδι που χαίρονται να μεγαλώνουν οι γονείς του, μόνο που…
Μόνο που.. ένας λόγος ασήμαντος και άσχετος , όπως ο τόπος κατοικίας, ανατρέπει τα σενάρια και φαλτσάρει -που να πάρει. Ο Γιώργος μένει στην Κυψέλη και στην περιοχή του δεν κυκλοφορείς πια μετά τις δέκα το βράδυ. Βέβαια, τα δεκάχρονα αυτή την ώρα βρίσκονται στο κρεβάτι, αλλά και νωρίτερα τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Ποτέ δεν υπήρχαν χώροι για βόλτα και παιχνίδι, ποτέ η γειτονιά δεν ήταν καθαρή και στο δρόμο, οι εκνευρισμένοι οδηγοί συνεχίζουν να μην αφήνουν τα πιτσιρίκια να περνούν στο απέναντι πεζοδρόμιο όπου μένει ο φίλος, μα τώρα τα σκουπίδια και τ’ αυτοκίνητα δεν είναι παρά μύγες στη ράχη του ελέφαντα. Τώρα το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη είναι ο φόβος ο ίδιος, σπινταριστός, ακοίμητος, με το στιλέτο στο χέρι, ν’ αδιαφορεί για τις ιστορίες των ανθρώπων όπως αδιαφορούν κι οι πολιτικοί οι σκυμμένοι πάνω απ’ το πρόβλημα της βίας.
Τα παιδιά της γειτονιάς παρατηρούν, σχολιάζουν και παίρνουν θέση. Μία μόνο θέση, την ίδια για όλους. Όποιος μιλάει πιασιάρικα επικρατεί. Όποιος έχει την προφανή λύση, πείθει και τους άλλους.
Τις προάλλες, ο Γιώργος έχωσε στην τσέπη την απάντηση προς το φόβο κι αφού στάθηκε μπροστά στη μαμά του, την έφερε ενώπιον των ευθυνών της. Να τι της είπε:
Μόνο που.. ένας λόγος ασήμαντος και άσχετος , όπως ο τόπος κατοικίας, ανατρέπει τα σενάρια και φαλτσάρει -που να πάρει. Ο Γιώργος μένει στην Κυψέλη και στην περιοχή του δεν κυκλοφορείς πια μετά τις δέκα το βράδυ. Βέβαια, τα δεκάχρονα αυτή την ώρα βρίσκονται στο κρεβάτι, αλλά και νωρίτερα τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Ποτέ δεν υπήρχαν χώροι για βόλτα και παιχνίδι, ποτέ η γειτονιά δεν ήταν καθαρή και στο δρόμο, οι εκνευρισμένοι οδηγοί συνεχίζουν να μην αφήνουν τα πιτσιρίκια να περνούν στο απέναντι πεζοδρόμιο όπου μένει ο φίλος, μα τώρα τα σκουπίδια και τ’ αυτοκίνητα δεν είναι παρά μύγες στη ράχη του ελέφαντα. Τώρα το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη είναι ο φόβος ο ίδιος, σπινταριστός, ακοίμητος, με το στιλέτο στο χέρι, ν’ αδιαφορεί για τις ιστορίες των ανθρώπων όπως αδιαφορούν κι οι πολιτικοί οι σκυμμένοι πάνω απ’ το πρόβλημα της βίας.
Τα παιδιά της γειτονιάς παρατηρούν, σχολιάζουν και παίρνουν θέση. Μία μόνο θέση, την ίδια για όλους. Όποιος μιλάει πιασιάρικα επικρατεί. Όποιος έχει την προφανή λύση, πείθει και τους άλλους.
Τις προάλλες, ο Γιώργος έχωσε στην τσέπη την απάντηση προς το φόβο κι αφού στάθηκε μπροστά στη μαμά του, την έφερε ενώπιον των ευθυνών της. Να τι της είπε: