Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

Γιατί μαμά πας στην πορεία;


Κάθε φορά αυτό με ρωτάνε οι γιοι μου. Φοβούνται. Στην τηλεόραση οι πορείες ερμηνεύονται με εικόνες ξύλου και φωτιάς. Δεν συμπαθούσα τις διαδηλώσεις. Όχι λόγω των επεισοδίων. Θεωρούσα πως οι περισσότερες απ’ αυτές είχαν ταπεινά ερείσματα μια και σχετίζονταν με οικονομικές διεκδικήσεις. Αν αξίζεις αύξηση, θα σου τη δώσουν σκεφτόμουν τότε. Δεν φταίει ο τρόπος που μεγάλωσα. Δικιά μου ήταν η σκέψη αν και πρέπει να με επηρέασαν οι πολλές χολιγουντιανές ταινίες. Ένας άλλος λόγος ήταν πως δεν μου πολυάρεσε να περπατάω στο κέντρο της πόλης. Έχει πολύ καυσαέριο. Επίσης, στραβοκοίταζα τις συλλογικές αντιδράσεις και κυρίως τα κομματικά μαντρώματα. Δεν έχει καμία αξία η σκέψη αν δεν ξεπηδάει απ’ το δικό σου νου, έλεγα λες και τ’ ανθρώπινα μυαλά είναι απομονωμένα νησιά.
Οι μόνες πορείες όπου είχα πάρει μέρος, πριν την επίσημη εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας, είχαν ειρηνιστικά και οικολογικά αιτήματα. 

Εδώ και ένα χρόνο, τίποτα πια δεν είναι ίδιο. H φευγάτη προοπτική, αυτή που κουνάει το μαντήλι στο αύριο των παιδιών, είναι μια εικόνα απ’ την κόλαση για κάθε μαμά. Ή τουλάχιστον είναι για μένα. Το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω, είναι να πάω σε μια πορεία.
Ήταν να μην ξεκινήσω.

Περπατώντας στη Σταδίου χθες, σκεφτόμουν τις πιθανές απαντήσεις στο αρχικό ερώτημα των παιδιών: Μαμά, γιατί πας στην πορεία:

Οι διαδηλωτές είναι οι πιο ευγενικοί άνθρωποι που μπορείς να συναντήσεις στην Αθήνα. Μόνο οι γελαστοί μετανάστες-πωλητές των φαναριών- τους ξεπερνούν. Στην αρχή, όλα είναι ειρηνικά. Περπατάω δίπλα σε αγνώστους κι ενίοτε κουβεντιάζω. Αν έχω ξεχάσει τα χαρτομάντιλα, θα μου δώσουν απ’ τα δικά τους. Μπορεί να είναι οι ίδιοι που μια μέρα πριν ή μια μέρα μετά θα με σπρώξουν στο δρόμο χωρίς να ζητήσουν συγνώμη, θα με προσπεράσουν στην ουρά ή θα κορνάρουν μόλις αλλάξει το φανάρι. Σήμερα όμως, όλα είναι αλλιώς. Το σπανιότατο λουλούδι της αλληλεγγύης ανθίζει για λίγο στους δρόμους της πόλης. Της ίδιας πόλης που τις υπόλοιπες μέρες σπάνια χαλαλίζει μια βαθιά ανάσα.

Κι ενώ κάποιοι άνθρωποι βγάζουν τον καλύτερό τους εαυτό περπατώντας, κάποιοι άλλοι γίνονται το περιεχόμενο μιας στολής. Παρατηρώ ένα σημαντικό δείγμα αυτών των παράξενων πλασμάτων που επέλεξαν να υπηρετήσουν στα σώματα ασφαλείας. Μπορεί να μην συναντάμε την αστυνομία στις σκοτεινές γειτονιές ή στους τόπους των εγκλημάτων, αλλά στις πορείες είναι τόσοι πολλοί, ώστε το στατιστικό λάθος μηδενίζεται. Πριν φορέσουν τις εξωγήινες μάσκες τους, έχουν πρόσωπα. Κάποια απ’ αυτά τα πρόσωπα θα μπορούσαν να φορεθούν κι από κανονικούς ανθρώπους. Κάποια άλλα βέβαια, θα στοιχημάτιζα πως ανήκουν σε ασφαλίτη ακόμα κι αν τα κεφάλια ήταν κολλημένα πάνω απ’ το πορτοκαλί χιτώνα βουδιστή μοναχού. Κοινό γνώρισμα όλων αυτών των κεφαλιών είναι πως στις πορείες αποφεύγουν να με κοιτάξουν στα μάτια. Έχω συναντήσει ευγενέστατους αστυνομικούς στο τμήμα όταν βγάζω διαβατήριο. Εκεί έχω οπτική επαφή. Μάλλον κατά την έκδοση ταξιδιωτικών εντύπων δεν νιώθουν τύψεις, ούτε και έχουν σκοπό να κοπανήσουν κεφάλια.

Χαζεύω τους περίφημους γνωστούς-αγνώστους. Ξεπλυμένες πρώην μαύρες μπλούζες, καλυμμένοι λοστοί, σακούλες του σουπερμάρκετ φουσκωμένες από καλούδια. Αποφεύγουν το βλέμμα όπως ακριβώς κι οι ένστολοι και μάλλον για τους ίδιους λόγους. Πρόσεξα πως οι γνωστοί-άγνωστοι είναι πιο κοντοί από τα αγόρια με τις στολές. Μήπως είναι όσοι απορρίφθηκαν στις εξετάσεις των σωμάτων ασφαλείας; Ή μήπως τα παπούτσια των ΜΑΤ είναι ψηλοτάκουνα; Θα δω την άλλη φορά.

Το κέντρο δεν έχει ούτε καυσαέρια, ούτε αυτοκίνητα τις μέρες της πορείας. Είναι πολύ ευχάριστο να περπατάς στη μέση της Σταδίου και της Πανεπιστημίου χωρίς να αγωνίζεσαι να αποφύγεις τους τρελαμένους οδηγούς που διασχίζουν διαβάσεις πεζών και παραβιάζουν τα κόκκινα.

Ακόμα κι όταν τα πράγματα αγριεύουν, όταν τρέχω να ξεφύγω από τα χημικά, να πείσω τις τρελαμένες απολήξεις των νευρικών κυττάρων και των βλεννογόνων που ουρλιάζουν σαν εγκλωβισμένοι σε φλεγόμενο κτίριο ότι σε λίγο όλα θα είναι καλά, είναι ωραίο να νιώθω το χέρι του κολλητού που με τραβάει καθυστερώντας ο ίδιος καθώς ρωτάει συνέχεια αν είμαι εντάξει. Μόλις ανασάνουμε, θα βγάλουμε γελαστές φωτογραφίες και θα κοροϊδεύουμε τα μούτρα μας, τα πασαλειμμένα με Μαλόξ. Γιατί στη βία μπορείς να απαντήσεις και με το κλικ μιας κάμερας.

Το επόμενο βράδυ, τα δελτία των ειδήσεων γίνονται εξαιρετικά αποκαλυπτικά. Απογυμνώνονται από κάθε επίφαση αντικειμενικότητας. Αν λέγονται ανακρίβειες για γεγονότα με χιλιάδες μάρτυρες, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ για την αλήθεια των υπολοίπων ειδήσεων.

Πάω στις πορείες, γιατί οι μέρες που νύχτωναν χωρίς πληγές τρέχουν στο βάθος της μνήμης ∙ ή και της αμνησίας. Οι νέες μέρες έρχονται με ακονισμένα δόντια, μαχαίρια, πεινασμένα στομάχια και στοίβες εξευτελισμών. Και βέβαια δεν είναι οι πορείες αυτές που θα μας λύσουν τα προβλήματα, αλλά είναι ένα μικρό κάτι. Κανείς δεν μπορεί να στέκεται στην άκρη ξύνοντας σκεπτικός το πηγούνι του. Μέσες – άκρες, όλοι στο στόχαστρο είμαστε. Θα πρέπει επιτέλους να πάρουμε μια θέση και μαζί όλη την ευθύνη της απόφασής, την πληρωτέα επί τη εμφανίσει.

Το κείμενο αυτό αναρτήθηκε μετά την ευγενική πρόσκληση της newagemama προς γονείς μπλόγκερς, να αναφέρουν κάποιους αναπάντεχους λόγους που σου κάνει καλό το να είσαι γονιός. Την ευχαριστώ για την πρόσκληση και ζητάω συγνώμη αν ξέφυγα του κεντρικού θέματος δια της εφαπτομένης.

2 σχόλια:

  1. Την πρώτη φορά αγαπηθήκαμε
    Σε έρημους δρόμους
    Πάνω από ένα σκεπασμένο ποτάμι
    Βρώμικο
    Σε ακατανόητους χωματόλοφους
    Των οδών Καισαρείας, Περιστάσεως, Κοζάνης
    Και των λοιπών.

    Την πρώτη φορά αγαπηθήκαμε
    Σε άδειους δρόμους
    Πάνω από την παλίρροια των επιθυμιών μας
    Σε γωνίες σκοτεινές
    Πίσω από τρίκυκλα
    Πίσω από φορτηγά
    Σχολικά λεωφορεία
    Και μπουλντόζες.

    Ήταν Τετάρτη.

    Τετάρτη (Γιώργος Χρονάς)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμε,

    Σ' ευχαριστώ για το ποίημα. Όντως στην πορεία της Τετάρτης αναφέρεται το ποστ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή