Με παραφυλάνε οι άσπρες σελίδες, με έλκουν, με τρομάζουν. Σαν τους γκρεμούς με ζαλίζουν και με ρουφάνε. Μα έχω βάλει φράχτες κι ας τους γκρεμίζω κάθε τόσο. Αν δεν έχει αγάπη, μην το γράψεις, λέω. Κι όλο τσουπ γλιστράει η κατήφεια κι η μαυρίλα, πού και πού η χολή κι η ειρωνεία κι όλο λέω ας πάει στα κομμάτια! Κι αυτά παιδιά μου είναι. Ψέμα είναι να τα περιφρονώ.
Παρατηρώ τους βόρειους ταξιδιώτες στην πτήση της επιστροφής. Μόλις το αεροπλάνο μπαίνει στη στροφή της προσγείωσης κι αστράφτουν οι ακτές, όλο το φως ανακλάται στα καταγάλανα μάτια τους. Τους ταιριάζουν οι θάλασσες μας. Πώς ρουφάνε την ομορφιά του τόπου! Πώς λαχταρούν να μην γυρίσουν πίσω!
Κατεβαίνω και λίγο παραέξω απ’ το αεροδρόμιο μια φύση φωνακλάδικη και μυρωδάτη εισβάλει στις αισθήσεις. Λουλούδια άγρια και ταπεινά, χαμομήλια, μολόχες και νυφιάτικες μαργαρίτες. Χορωδίες κοτσυφιών και φως παντού. Θάλασσα-παρηγοριά σαν μητρική αγκαλιά κι ένας ήλιος πατέρας να σ’ ανοίγει την καρδιά και να σταλάζει μέλι. Άντε ωρίμασε με τέτοιους γονείς να σε κανακεύουν όλη την ώρα. Είναι μια εύκολη νίκη η ελληνική φύση. Δεν απαιτεί προσπάθεια. Δεδομένη κι απλόχερη, γρήγορα την ξεχνάμε. Αλλά κι οι νίκες κι η ευτυχία κι ο έρωτας, όλα μα όλα, δεν είναι παρά συναρτήσεις του χρόνου. Μόνο ο θάνατος δεν είναι στιγμιαίος αν κι ορισμένοι έχουν αντίρρηση σ’ αυτό.
Δεν έχω ιδέα πώς θα βγει αυτό το κείμενο. Το σκεφτόμουν καθώς γυρνούσα από το πρόσφατο ταξίδι σε μια απ’ αυτές τις απαθείς –στα δεινά μας- χώρες του βορά. Τις περήφανες και τακτοποιημένες. Εκεί όπου ακόμα πιστεύουν ότι τ’ άσχημα συμβαίνουν στις τηλεοράσεις και σε όσους τ' αξίζουν. Ξεκίνησα με διάθεση -πεθαμένη φωτιά, όλο στάχτη σαν τον ουρανό τους. Ταίριαζα στη φύση τους. Αυτοί τώρα έχουν Μεγάλη Βδομάδα. Περιμένουν το Πάσχα κι είναι όλα ωραία-ωραία χιονισμένα και χριστουγεννιάτικα. Παντού σιωπή και γκρίζο. Άοσμα και άχρωμα τοπία. Παγωμένη η βαριά τους βιομηχανία, κάτασπρα και τα θερμοκήπια παραδίπλα. Έχουν θεσπίσει κανόνες για τις εκπομπές και τους ρύπους όμως. Να ‘ναι λιγότερο φαρμακωμένα τα κηπευτικά και να μπορούν να βουτάνε τα πόδια στα θολά νερά των λιμνών χωρίς να κινδυνεύουν ν’ αποσύρουν μόνο το κόκκαλο.
Οι ευγενικοί οικοδεσπότες μας ήταν απολογητικοί. «Δεν είναι συνηθισμένος αυτός ο καιρός για την εποχή», μας λένε. Ξέρουν από πού ερχόμαστε. Γνωρίζουν κάπως και τη γλώσσα. Όλοι αγαπούν την Ελλάδα και θέλουν η επόμενη συνάντηση να γίνει στα δικά μας μέρη. Παρατηρώ τους βόρειους ταξιδιώτες στην πτήση της επιστροφής. Μόλις το αεροπλάνο μπαίνει στη στροφή της προσγείωσης κι αστράφτουν οι ακτές, όλο το φως ανακλάται στα καταγάλανα μάτια τους. Τους ταιριάζουν οι θάλασσες μας. Πώς ρουφάνε την ομορφιά του τόπου! Πώς λαχταρούν να μην γυρίσουν πίσω!
Κατεβαίνω και λίγο παραέξω απ’ το αεροδρόμιο μια φύση φωνακλάδικη και μυρωδάτη εισβάλει στις αισθήσεις. Λουλούδια άγρια και ταπεινά, χαμομήλια, μολόχες και νυφιάτικες μαργαρίτες. Χορωδίες κοτσυφιών και φως παντού. Θάλασσα-παρηγοριά σαν μητρική αγκαλιά κι ένας ήλιος πατέρας να σ’ ανοίγει την καρδιά και να σταλάζει μέλι. Άντε ωρίμασε με τέτοιους γονείς να σε κανακεύουν όλη την ώρα. Είναι μια εύκολη νίκη η ελληνική φύση. Δεν απαιτεί προσπάθεια. Δεδομένη κι απλόχερη, γρήγορα την ξεχνάμε. Αλλά κι οι νίκες κι η ευτυχία κι ο έρωτας, όλα μα όλα, δεν είναι παρά συναρτήσεις του χρόνου. Μόνο ο θάνατος δεν είναι στιγμιαίος αν κι ορισμένοι έχουν αντίρρηση σ’ αυτό.