Κοιμήθηκα μεσημέρι. Θυμάμαι άλλη μια μέρα της ενήλικης ζωής
μου, που είχα κοιμηθεί το μεσημέρι, μα τότε ψηνόμουν στον πυρετό. Ξαναγύρισα σ’ ένα όνειρο επαναλαμβανόμενο,
χρόνια τώρα.
Στα όνειρά μου, μεσημεριανά ή βραδινά, πηγαίνω σ’ ένα σπίτι. Είναι το σπίτι του άλλου μου μυαλού. Ενός άλλου
κόσμου. Βρίσκεται παραδίπλα απ’ την κατηφορική όχθη ενός ποταμού. Το ποτάμι δεν το βλέπω, αλλά ακούω τα νερά
του. Φουντωτά πλατάνια σκιάζουν το κτίσμα και τον κήπο, που δεν έχει όρια ούτε
φυτά. Κάτι φυτεύω πάντα με τα χέρια –χωρίς εργαλεία- και γυρνάω στο επόμενο
όνειρο να τα ποτίσω μα ξέρω πως είναι νωρίς για να ξεμυτίσουν τα λουλούδια και
τα λαχανικά μου. Ναι, ξέρω. Τίποτα δεν ευδοκιμεί κάτω απ’ τα πλατάνια, αλλά
αυτοί είναι κανόνες αυτού του κόσμου. Στον πλανήτη του σπιτιού, το χώμα είναι
πλούσιο και περιμένει. Το σπίτι είναι μεγάλο και σκοτεινό. Κι απ’ έξω κι από
μέσα, μα το μπερδεύεις με τα δέντρα. Μόνο εγώ το ξεχωρίζω και ξέρω που είναι η
πόρτα του. Οι τοίχοι σκούροι κι έπιπλα δεν υπάρχουν. Τα παράθυρα μικρά κι
υπάρχουν δωμάτια για όλους τους αγαπημένους. Συγυρίζω παρότι σκόνη δεν φαίνεται
ποτέ. Ονειρεύομαι τις γιορτές που θα φωτίσουν το μέρος. Τα παιδιά και τους φίλους
που θα το πλουτίσουν με τα χρώματα των φορεσιών τους. Χαϊδεύω τα πατώματα και
τα ντουβάρια που έχουν ρουφήξει υγρασία γιατί στέκουν χρόνια ατελείωτα εκεί.
Πριν ακόμα ξεκινήσω να τα ονειρεύομαι όλα αυτά. Λαχταράω να τριγυρνάω. Κάθε φορά
συναντάω καινούρια δωμάτια ή ίσως και να ‘ναι τα παλιά που έχουν ολότελα
αλλάξει προσανατολισμό και προοπτικές. Είμαι σίγουρη πως ούτε ετούτη τη φορά θα
μείνω για πολύ. Μου λείπει, μα δεν είναι ακόμα η ώρα του να κατοικηθεί. Φεύγω
χωρίς λύπη. Ξέρω πως θα το ξαναβρώ στο επόμενο
όνειρο.
(Κι αν κάποιος βγάζει νόημα απ’ όλα αυτά, ας το εξηγήσει και
σε μένα.)