Πριν από κάθε πορεία παίζουμε αγκωνιές με κάτι τσιριχτές
φωνούλες. Έχουν χροιά μεταξύ Άδωνι και Ναγκίνι, του φιδιού του Βόλντεμορ. «Μην πας!»
μου λένε, «η αστυνομία γίνεται όλο και πιο βίαια. Και τι ξέρεις εσύ απ’ αυτά;
Μην πας! Δεν ξέρεις πως θα γυρίσεις.» Και πηγαίνω. Δεν είναι αποτελεσματικό,
αλλά έχω μαλώσει με την αποτελεσματικότητα. Κι εγώ και όλη η χώρα. Δεν πάω κόντρα στην
πατρίδα, μην με ζορίζεις.
Η πορεία της 20ης Φεβρουαρίου ελάχιστα
τροφοδότησε τις τσιριχτές φωνές με φρέσκο τρόμο. Λίγος κόσμος –λίγος σε σχέση
με τον τυφώνα που μας χτυπάει- ελάχιστος παλμός, κανείς παρών από τους θυμωμένους
συναδέρφους. Κάπου βρήκαν ξύδι φαίνεται και τους πέρασε η οργή για το
πετσόκομμα των μισθών και την κατάργηση των συλλογικών μας συμβάσεων.
Εγώ ξύδι δεν βρήκα, συνάντησα όμως φίλους και χαζέψαμε,
κουβεντιάσαμε, γκρινιάξαμε, φιληθήκαμε. Πράγματα απ ‘ τα παλιά δηλαδή. Τιμαλφή
για τις μουτρωμένες μέρες μας.
Κι εκεί που η πορεία κόντευε να τελειώσει, με ελάχιστες εκρήξεις
και μια αμελητέα αποφορά δακρυγόνου, σταμάτησε για λίγο μπροστά μας ένα
αραιωμένο μπλογκ. Ένα πανό και πίσω του μερικοί σκόρπιοι, σαν μέλη φευγάτου
συγκροτήματος. Ένας πιτσιρικάς με στρογγυλό πρόσωπο γεμάτο ακμή, παραζαλισμένο
βλέμμα, σακάκι και πολύχρωμο κασκόλ, ανέμισε δυο σημαίες μιας διεθνιστικής
συνιστώσας κι άρχισε να φωνάζει μόνος, ή μάλλον ν’ απαγγέλει με τάση προς το τραγούδι, κάποια γνωστά συνθήματα, τα
περισσότερα αντιφασιστικά. Τα ‘χε μέσα του κι ήθελε να τα πει. Μας κοίταζε
όλους στα μάτια, όπως κοιτάνε τα πολύ μικρά παιδιά κι οι μεθυσμένοι. Κι εμείς
τον κοιτάγαμε όπως κοιτάς τα πολύ μικρά παιδιά και τους μεθυσμένους. Με ένα ανεκτικό χαμόγελο-φράχτη. Ως εδώ και μη
παρέκει. Ένας κύριος του ζήτησε τη μία απ’ τις δύο σημαίες κι ο νεαρός του την
έδωσε πρόθυμα. Ο κύριος απομακρύνθηκε ενθουσιασμένος ανεμίζοντας το λάβαρο της διεθνιστικής
συνιστώσας. Ένας άλλος κύριος δίπλα μου, επέπληξε το νεαρό, γιατί κατά τη γνώμη
του, τα άλλα έθνη δεν έχουν λόγο να βρίσκονται στη χώρα. «Εμείς εδώ είμαστε
έλληνες», του είπε. Ο νεαρός απάντησε νηφάλια, συντρίβοντας τις υποψίες μου πως
ήτανε φτιαγμένος: «Όλα τα έθνη χωράνε παντού. Κι όλες οι αντιλήψεις είναι
αποδεκτές». Χαμογέλασε κιόλας, αποκαλύπτωντας μια οδοντοστοιχία που θα 'κανε τους ορθοδοντικούς να τρίβουν τα χέρια τους.
Ο κύριος δίπλα ξαναβούτηξε στην ξινίλα του κι ο νεαρός
ξανάπιασε να φωνάζει ή ν’ απαγγέλλει ή μάλλον να τραγουδάει τ' αντιφασιστικά
του συνθήματα. Και πάλι μόνος. Ανεμίζοντας την αστεία του σημαία και κοιτώντας
στα μάτια τον ξινό διπλανό μου.
Κι εγώ τον κοίταξα όπως κοιτάμε τα πολύ μικρά παιδιά. Με
θαυμασμό και κάποια νοσταλγία.
Αυτό το διάλογο τον παίζω κι εγώ με μάνα κι αδερφή κάθε φορά. Σήμερα φίλη μου ΄πε "πιο υποτονικά" δεν πάει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ τον θαύμασα τον πιτσιρικά! :)
Ευτυχώς υπάρχουν και κάποιοι υπέροχοι τύποι να διασώζουν τη γενικότερη παρακμή.
ΔιαγραφήΣκηνές σαν κι αυτήν καμία κάμερα δεν μπορεί να καταγράψει και φυσικά σε κανένα δελτίο δεν πρόκειται να προβληθούν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε!
Και οι κάμερες μπορούν να τα καταγράψουν αυτά. Από το χειριστή τους εξαρτάται. :) Για τα δελτία, φυσικά, συμφωνώ.
ΔιαγραφήΤα τιμαλφη της συντροφικοτητας πουθενα δεν μπαινουν ενεχυρο. Ευχαριστουμε για το βλεμμα αυτο που διαβαζει τις διαδηλωσεις μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό με το ενέχυρο, μου θύμισε τους θησαυρούς που δεν πιάνουν σκουριά και κανένα χέρι δεν μπορεί να τους κλέψει. :)
ΔιαγραφήΣυγκίνηση... αλήθεια... απλώς αυτό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ και καλώς ήρθατε. :)
ΔιαγραφήΟ νεαρός με την ακμή είναι είδηση γροθιά στον κο Ελληνα που ξέχασε πολύ γρήγορα ή ήθελε να λησμονήσει!
ΑπάντησηΔιαγραφήΞέχασε; Ήθελε να ξεχάσει ή απλώς δεν ασχολήθηκε ποτέ να μάθει; Δεν ξέρω αγαπημένη γιαγιά.
Διαγραφή