25 Μαρτίου πριν από 11 χρόνια. Το ρολόι δείχνει 00:12 και μόλις έσπασαν τα νερά. Κοιμόμουν πάλι, όπως και στο πρώτο μωρό. Ετοιμάζω βαλίτσα για το μαιευτήριο. Αυτή τη φορά δεν τρέμω -η προηγούμενη γέννα ήταν εύκολη. Περιμένουμε την αδερφή του άντρα μου για να ξεκινήσουμε και πάω στο δωμάτιο του γιου μου. Σε λίγο αυτό το πιτσιρίκι θα είναι ο μεγάλος. Προς το παρόν είναι το μοναδικό μωρό της οικογένειας. Τον αποχαιρετώ και με κυριεύει πανικός. Ο άτιμος ο φόβος, πάντα βρίσκει χαραμάδες να τρυπώσει. Κι αν πεθάνω στη γέννα; Πόσο ανεύθυνη είμαι; Πού αφήνω το αγοράκι μου; Μα τι σκεφτόμουν; Κι αν όλα πάνε καλά; Πού θα περισσέψει χώρος στην καρδιά για το καινούριο παιδί, το άγνωστο; Όλη η αγάπη μου ανασαίνει ήδη κάτω απ’ το πάπλωμα με τα τερατάκια. Δεν θέλω να τον ξυπνήσω. Παίρνω βαθιά αναπνοή και την κρατάω, να μείνει η μοσχοβολιά του μωρού στις εσοχές του στέρνου.
Το μαιευτήριο είναι κοντά, το γιατρό τον ξυπνήσαμε κι η μαία λείπει. Τι ήθελα κι εγώ να γεννήσω ένα μήνα νωρίτερα; Ούτε τα μαθήματα του ανώδυνου δεν προλάβαμε να ξεκινήσουμε, αλλά ο καλός μου δίπλα, προβάρει ήδη τις αναπνοές. Πάντα τα κατάφερνε καλύτερα από μένα. Ως συνήθως, δεν γεμίζω το μάτι στη ρεσεψιονίστα. Δεν πιστεύει ότι γεννάω, οπότε μας ξεχνάει για κανένα μισάωρο στον καναπέ μπας και λογικευτούμε και γυρίσουμε στο κρεβάτι μας. Η πίεση χαμηλά δυναμώνει. Δεν είναι τίποτα αφόρητο. Το ξενύχιασμα της χοντρής με το δεκάποντο στο τραίνο ήταν πολύ χειρότερο, αλλά αποφασίζω να διακόψω τις αναπνοές του καλού μου –αν και έχει πιάσει καλό ρυθμό- και να του ζητήσω να θυμίσει στην κοπέλα πίσω απ’ το γκισέ την ενοχλητική παρουσία μας. Η νεαρά, μας κοιτάει με έκπληξη.
- Μα είστε σίγουροι;
- Ναι, σπάσανε τα νερά.
- Μα πόσο μηνών είναι η κυρία;
- 36 επί 12, έχετε κομπιουτεράκι;
Τελικά πείθεται και ξεκινάει αυτή η διαδικασία που χρόνια πριν η θεία μου είχε ονομάσει γραμμή αναπαραγωγής: κλύσμα-τουαλέτα-ξεγύμνωμα-ξύρισμα-βίδωμα ορού- απομόνωση. Ο καλός μου είναι ξεφτέρι στον ανώδυνο, αλλά ο γιατρός δεν τον αφήνει να με συντροφέψει. Έτσι ο μόνος επιθυμητός και χρήσιμος άντρας σε μια φυσιολογική γέννα, ο σύντροφος της επίτοκης, ο πατέρας του μωρού, αποκλείεται σε μια ψυχρή αίθουσα αναμονής κι ο άντρας ο περιττός, ο μαιευτήρας καταφθάνει, μετά από επίμονα τηλεφωνήματα των μαιών «γεννάει στ’ αλήθεια!» μόλις πέντε λεπτά πριν βγει το μωρό. Στο μεταξύ δεν θυμάμαι τη διαδικασία των ανώδυνων από τον προηγούμενο τοκετό, έχω όμως ακόμα στα ρουθούνια τη μυρωδιά του κοιμισμένου μου μωρού. Κι αρχίζω ν’ ανασαίνω βαθιά και να ονειρεύομαι –δεν κοιμάμαι βέβαια, αλλά για κάποιο περίεργο, ίσως χημικής ή ορμονικής προέλευσης λόγο, νιώθω εξαιρετικά. Επισήμως είναι νύχτα. Εδώ όμως ο ουρανός έχει ανοίξει κι έχει μια λιακάδα άλλο πράγμα, το ταβάνι περιττεύει και τις κουβέντες των άγνωστων νοσηλευτριών μόλις τις ακούω. Είμαι σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά και το πλασματάκι που έρχεται το λαχταράω όλο και περισσότερο. Επίσης, ξέρω πως ότι και να ευχηθώ θα πιάσει κι επειδή το πρώτο είναι ένα τέλειο αλλά κακόφαγο μωρό, δεν εύχομαι τούτο δω να είναι καλά, να είναι όμορφο, έξυπνο, καλό. Τα θεωρώ δεδομένα. Ζητάω μόνο να τρώει. Άλλη μια απόδειξη, πως η βλακεία είναι ο πιο πιστός σύντροφος του ανθρώπου. Να κι ο γιατρός, οπότε γκαζώνουμε για το χειρουργείο μια και τώρα θα μπορεί να δικαιολογήσει την παχυλότατη αμοιβή του. Η ευχή που δίνουν «μ’ έναν πόνο», σχεδόν πιάνει. Αρκούσαν δύο εξωθήσεις. Το μωρό κλαίει κι απαιτώ να το κρατήσω αγκαλιά. Ακόμα δεν έχω συγχωρήσει ούτε το μαιευτήρα ούτε τον εαυτό μου για το ότι δεν αγκάλιασα το πρώτο μου μωρό αμέσως μετά τη γέννηση. Μόλις ακουμπάει ο μικρούλης στο στήθος μου, σταματάει το κλάμα και είμαι σίγουρη πως με κοιτάει. «Τώρα τι;» λέει με το σοβαρό και πανάρχαιο βλέμμα του νεογέννητου. «Καλώς ήρθες!» του ψιθυρίζω. Είναι τυλιγμένος σε ένα πρασινωπό πανί, πασαλειμμένος με αμνιακό υγρό και μυρίζει ένα απάνθισμα…σαλαμούρας. Ακούει τους χτύπους της καρδιάς μου κι ακούω τη μικροσκοπική του ανάσα. Αγγίζω το μάγουλό του. Λίγες μέρες ακόμα θα είναι τόσο αφρώδες. Ξετυλίγω το πακετάκι και θαυμάζω το κορμί. Για τους τύπους μετράω δάχτυλα στα χέρια και στα πόδια, όλα εδώ. Είναι σαφές ότι τον ερωτεύομαι και όχι δεν θέλω να τον δώσω στο γιατρό και στη νοσοκόμα. Λίγο ακόμα.
Όπως μου είπαν, το λίγο κράτησε τρεις ώρες, αλλά είναι γνωστό ότι το πρώτο που κάνει η παρουσία ενός μωρού είναι να καταργήσει το συμβατικό χρόνο.
Ανυπομονώ για την 25η Μαρτίου. Για τα γενέθλια του μικρού φυσικά. Ο άνθρωπος που σβήνει τα κεριά, δεν διατηρεί ανάμνηση της στιγμής που γιορτάζει. Αυτή είναι μια επέτειος της μαμάς, που εκτός από χαζή είναι και αδιόρθωτη εγωίστρια. Και φαντάρος να πάει, εγώ το μωρό θα ψάχνω στη φάτσα του να με ρωτάει «τώρα τι;». Εδώ και έντεκα χρόνια, το εντοπίζω ακόμα κι ας έχουν πολλαπλασιαστεί τα τι και τα γιατί και τα πώς.