Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

il ritorno (η επιστροφή)


Όμως, γνωρίζω επίσης,
Πως το κοτσύφι είναι μέρος
Όσων γνωρίζω
Wallace Stevens
Επιστρέφω στη λίμνη, 20 χρόνια μετά, με συναίσθημα ανάμεικτο, τρακ και αναστάτωση. Διστακτικά κοιτάω γύρω μου, ψάχνω τις θύμησες, αναμασάω τα λόγια, βγάζω από την τσέπη μου κιτρινισμένα χαρτάκια με σκέψεις της εποχής.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Μισοκρυμένα τα εφήμερα


Ένας ορεξάτος Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ρίχνει την στεκιά του μπροστά στο φακό. Παίζουμε κι εμείς οι μαύροι, λέει η φωτογραφία. Διεκδικούμε το μερίδιο στη χαρά, όπως κι εσείς. Μια εικόνα που γέννησε ελπίδα. Η ελπίδα αυτή δολοφονήθηκε λίγο αργότερα.

Αλήθεια -των αδυνάτων αδύνατο
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω /
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου /
το εφήμερο της παράλογης ζωής του
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
γιομάτοι μίσος διαφορές
σε χρώμα δέρματος /φυλή / θρησκεία*

Η ποίηση να μας φυλάει



"Τα ποιήματα είναι όπλα θαυματουργά",απαντά η  υπουργός δικαιοσύνης, Christiane Taubira σε όσους της παίρνουν συνέντευξη και τσιτάρει Aimé Césaire σε ρατσιστικές επιθέσεις και σε βάρος της λοιδορίες.


Partir.
Comme il y a des hommes-hyènes et des hommes-
panthères, je serais un homme-juif
un homme-cafre
un homme-hindou-de-Calcutta
un homme-de-Harlem-qui-ne-vote-pas
l’homme-famine, l’homme-insulte, l’homme-torture
on pouvait à n’importe quel moment le saisir le rouer
de coups, le tuer – parfaitement le tuer – sans avoir
de compte à rendre à personne sans avoir d’excuses à présenter à personne
un homme-juif
un homme-pogrom
un chiot
un mendigot  
(Όπως υπάρχουν άνθρωποι-ύαινες και άνθρωποι-πάνθηρες, 
θα είμαι άνθρωπος-εβραίος, 
άνθρωπος-ανάπηρος, 
άνθρωπος-Χίντου στην Καλκούτα, 
μαύρος στο Χάρλεμ-χωρίς δικαίωμα ψήφου, 
θα είμαι ο άνθρωπος-πείνα, ο ανθρώπινος στόχος λοιδορίας, ο άνθρωπος-μαρτύριο, 
που θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να πυροβολήσουν, να σκοτώσουν –κυρίως να σκοτώσουν- χωρίς να χρειάζεται να απολογηθούν πουθενά 
για έναν άνθρωπο-εβραίο, 
έναν άνθρωπο- θύμα πογκρόμ, 
ένα κουτάβι, 
ένα ζητιάνο)

* Η Christiane Taubira είναι μαύρη. Είναι επίσης, υπουργός δικαιοσύνης της κυβέρνησης Ολάντ και εισηγήτρια του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων.Είναι επομένως, μια γυναίκα στόχος χλευασμών και ρατσιστικών επιθέσεων.

Ποστ γραμμένο για το διαδικτυακό αφιέρωμα στην Παγκόσμια ημέρα ποίησης και αντιρατσισμού.
Συμμετέχουν επίσης:

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Πάτσι και πόστα

“Τώρα γλείφω τις αναμνήσεις μου, αληθινές και ψέυτικες, μην τυχόν και ξεραθεί καμιά και μου τα κακαρώσει. Όλες τις χρειάζομαι κατά καιρούς.”
Λίτσα Τσίχλη, Σουέλ

Δεν έπρεπε να το πεις αυτό. Όχι με τίποτε δεν έπρεπε να το πεις. Ακόμη κι αν έφτασε στην άκρη της γλώσσας σου, έπρεπε να σπρώξεις πίσω μέσα και να το μηρυκάσεις. Κρυφά πίσω από την αγκαλιά μας. Είσαι μικρό κομμάτι στη ζωή μου. Ίσα που πρόλαβες να συμπληρώσεις, “αλλά σημαντικό”. Δεν το'σωσες. Η ζημιά είχε γίνει. Η σαϊτιά είχε βρει το στόχο της. Και τις επόμενες μέρες αργά και σταθερά, στάλαζε το δηλητήριό της.
Ένα-ένα πέφτανε τα οικοδομήματα. Όχι πως ήταν και τίποτε σπουδαία, τσαχπίνικες χάρτινες κατασκευές, τώρα που το καλοσκέφτομαι...προσπαθώντας να τραβήξω το ουραίο της από στην καρδιά. Πιστεύω ότι προσπαθώ να τη βγάλω, αλλά μάλλον αγωνιώ να της αλλάξω τη φορά. Να μην πληγώνει μόνο εμένα. Αμφίδρομη. Αναντίστοιχη. Αναποτελεσματική.
Και δεν είναι τόσο που δεν είναι αλήθεια. Είναι που δεν θέλω να την ακούσω. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήθελα κάτι πιο σοβαρό. Δεν ήσουν ο τύπος μου. Ντε φάκτο. Δεν πληρούσες τις προδιαγραφές μου. Τελεία.
Από την αρχή το πάλεψα. Με τη δύναμη της μικροαστικής μου ηθικής. Φυγόπονη όμως, κι ως εκ τούτου ανίσχυρη. Δεν ήθελα να μου συμβεί, δηλαδή ήθελα, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο. Δεν είναι αυτά πράγματα. Δεν χρειάζεται να μοιράζομαι κάποιον. Στην ανάγκη υπάρχουν τόσοι και τόσοι που θα ήθελαν να είναι μαζί μου. Αλλά έκανα τα στραβά μάτια. Αιθεροβάμμων. Αφελής.

Πόσες φορές τα χαλάσαμε και πόσες φορές τα βρήκαμε. Ισοπαλία. Πόσες πανσέληνους και πόσα νια φεγγάρια. Ποιος τάχα να τα μετρούσε; Πόσες άνοιξες και πόσα καλοκαίρια. Οι χειμώνες δεν μετράνε γιατί είναι οπισθοδρομικοί, από τη φύση τους. Στη Μεσόγειο ζούμε. Και στη Μεσόγειο μετράμε μόνο τα καλοκαίρια, άντε και τις άνοιξες. Και στη σχέση μας το ίδιο. Μόνο που όσο μεγάλωνε η μέρα, τόσο πιο λίγο σε έβλεπα. Έπρεπε να νυχτώσει για τα καλά για να συναντηθούμε. Μην μας πάρει κανά μάτι. Ξέρω, δεν πιστεύεις στο μάτιασμα και με κορόϊδευες κάθε φορά που στο'λεγα. Τα άλλα μάτια φοβόσουνα, τα γνωστά, των συναδέλφων, των φίλων, κανένα ξώφαλτσο από κανέναν κουμπάρο που κυκλοφορούσε περισσότερο τη νύχτα. Και κάθε φορά, όλη την κουβέντα μας τη γύριζες στο πάθος. Τι καύλα είναι αυτή που ζούμε. Δεν έχω ξανανιώσει ποτέ έτσι. Ούτε η γυναίκα μου στους πρώτους έρωτές μας με άγγιζε έτσι. Κορδωνόμουν σαν γύφτικο σκερπάνι. Έπαιρνα ανάσες αισιοδοξίας...Χόρταινα με ερωτόλογα που γαργαλούσαν το σύμπαν μου, που 'καναν την καρδιά μου να φτερουγίζει, και την κοιλιά μου να φουσκώνει και να χωρά τα πάντα μέσα της. Τα στησίματα, τις αναπάντητες, τις μεσημεριανές ξεπέτες...ώσπου έφτασε η ημερομηνία λήξης. Κι εσύ ξέρεις καλά ότι δεν τα πάω καλά με τις ημερομηνίες λήξης. Τις παρερμηνεύω και τις ξεχνάω. Εκεί στηριζόσουνα. Και προχωρούσαμε ανούσια πια με το στίγμα μου αφανέρωτο, με το στεφάνι σου τσαλακωμένο. Με ψιθυριστά γλυκόλογα εσύ. Με βουρκωμένα μάτια εγώ. Με αόρατες πατερίτσες κι οι δυο μας. Μέχρι τη στιγμή που ξεστόμισες αυτό. Όχι δεν έπρεπε να το πεις αυτό. 

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Σύμπτυξη

Τι κι αν όλοι, όλα, σου φωνάζουν ανάπτυξη, εσύ νιώθεις τις φωνές τους θρόμβους στο αίμα σου. Βγαίνεις έξω κι οι δρόμοι της πόλης μεταμορφώνονται σε βίαιες επαναλήψεις, τα μαγαζιά παίρνουν ονόματα αλυσίδες, καφεζυθεστιατόριο, οινοπαντοπωλείο, εξ-οβελιστήριο, καφέ-μπαρ-σουβλάκι με 1,5 ευρώ, όλοι οι αγώνες εδώ με τη σούπερ-νόβα, έτοιμη να εκραγεί μπροστά σε ένα φανατικό κοινό καθημερινής απάθειας, κι οι ρωσίδες που θα σας φέρναμε άργησαν κι έγιναν πασέ, προσοχή στα σκαλιά, προσοχή στο κενό κάτω από τις εφημερίδες που κρέμονται ξεδιάντροπα, τα πάντα είναι ανακοινώσιμα, εκτός από τα έργα, τα έργα προσεχώς.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Το φτηνό το κρέας, τα σκυλιά το τρώνε


Μερικά πράγματα δεν ξέρεις πώς να τα πιάσεις. Μετά το πρώτο σοκ, είπα να ξεχάσω το περιστατικό. Να προσποιηθώ πως δεν είναι εδώ και δεν με στοιχειώνει. Αν δεν πιστεύεις στα στοιχειά, ενδέχεται να σε προσπεράσουν. Μα έλα που τριγυρνάει στο μυαλό, το σκεπάζω να κοιμηθεί κι όλο ξυπνάει:  

172 ευρώ. 

Δεν είναι τιμή smart phone σε ευκαιρία, δεν είναι φτηνό αεροπορικό εισιτήριο, δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας. Είναι μηνιαίος μισθός. Δεν είναι η απαράδεκτη αμοιβή του ξεχασμένου πια πρόσφυγα, στη Μανωλάδα. Τόσα καθαρίζει το μήνα, καθηγήτρια, που μόλις αποφοίτησε, σε αθηναϊκό φροντιστήριο. 
Έξι μέρες τη μέρα, 5 μέρες τη βδομάδα. 
Μπορεί να διδάσκει και τα δικά σας παιδιά. 
Μπορεί να τα στέλνετε εκεί γιατί ο τύπος που έχει το σχολείο, κατέβασε τις τιμές κι έγινε ανταγωνιστικός. 
Και μπορεί στο ίδιο φροντιστήριο να δουλεύει και κάποιος παλιός καθηγητής, με παιδιά που πρέπει κι αυτά να μορφωθούν, αν ξεχάσουμε πως θέλουν και να φάνε και να πάνε στο παιδίατρο. ‘Ισως να χρειάζονται και ορθοδοντικό ή κάποιον ειδικό θεραπευτή. Κι αυτός ο καθηγητής, θα βλέπει την πιτσιρίκα και θα τρέμει. Και θα κάνει ότι του λένε. Και θα διδάσκει κι αυτός τα παιδιά μας.

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

νέα σελήνη

Τίποτε δεν τελειώνει αν δεν τελειώσει
λαϊκή σοφία

Nothing lasts forever for that I’m sure
Roxy Music, Same old scene
Χθες βράδυ ονειρεύτηκα τους φίλους μου. Όλους. Τους παλιούς και τους καινούργιους. Τους νέους και τους πρεσβύτερους. Τους αψίθυμους και τους σοφούς με τις άσπρες τρίχες. Είχαμε πιαστεί χέρι-χέρι. Σε κύκλο ατελή. Κάποιοι φίλοι, είχαν μαύρες κουκίδες αντί για πρόσωπο, αλλά τα χέρια τους ήταν όλα εκεί, και με κρατάγανε. Η εποχή ήταν απερίγραπτη, απούσα, και δεν ήθελα να την αναγνωρίσω. Είχαμε μια μεγάλη γιορτή, μόνο που δεν ξέραμε τι γιορτάζαμε. Γελάγαμε, σπαρταρούσαμε από τα γέλια, και όταν τα γέλια έγιναν τόσο δυνατά έκλεισα τ'αυτιά μου. Τότε η μουσική δυνάμωσε, αλλά πάλι δεν ακουγόταν. Απλώσαμε τα χέρια και πιαστήκαμε από το σβέρκο, τα πόδια μας ξεκίνησαν μόνα τους να χοροπηδούν, κι ο χορός μας έγινε πιο άγρια χαρούμενος. Μέχρι πόνου. Μέχρι πτώσης.

Σηκωθήκαμε κι αρχίσαμε να ψάχνουμε, μια καβάντζα να ξαποστάσουμε, ένα απάγγιο να χωθούμε, κι ήταν πλέον το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, αυτό που τώρα εκεί ψάχναμε. Με την αγωνία ζωγραφισμένη στα χέρια μας, ψηλαφούσαμε τον αέρα, και η προσδοκώμενη φωλιά αργούσε στο ραντεβού της κι εμείς, με πείσμα συνεχίζαμε, ιδρωμένοι κι αποκαμωμένοι να ψάχνουμε...κι οι μαύρες κουκίδες χαμένες, είχαν γίνει ρούσες φακίδες στα παιδικά πρόσωπά μας.