“Τώρα
γλείφω τις αναμνήσεις μου, αληθινές και
ψέυτικες, μην τυχόν και ξεραθεί καμιά
και μου τα κακαρώσει. Όλες τις χρειάζομαι
κατά καιρούς.”
Λίτσα
Τσίχλη, Σουέλ
Δεν
έπρεπε να το πεις αυτό. Όχι με τίποτε
δεν έπρεπε να το πεις. Ακόμη κι αν έφτασε
στην άκρη της γλώσσας σου, έπρεπε να
σπρώξεις πίσω μέσα και να το μηρυκάσεις.
Κρυφά πίσω από την αγκαλιά μας. Είσαι
μικρό κομμάτι στη ζωή μου. Ίσα που
πρόλαβες να συμπληρώσεις, “αλλά
σημαντικό”. Δεν το'σωσες. Η ζημιά είχε
γίνει. Η σαϊτιά είχε βρει το στόχο της.
Και τις επόμενες μέρες αργά και σταθερά,
στάλαζε το δηλητήριό της.
Ένα-ένα
πέφτανε τα οικοδομήματα. Όχι πως ήταν
και τίποτε σπουδαία, τσαχπίνικες χάρτινες
κατασκευές, τώρα που το
καλοσκέφτομαι...προσπαθώντας να τραβήξω
το ουραίο της από στην καρδιά. Πιστεύω
ότι προσπαθώ να τη βγάλω, αλλά μάλλον
αγωνιώ να της αλλάξω τη φορά. Να μην
πληγώνει μόνο εμένα. Αμφίδρομη.
Αναντίστοιχη. Αναποτελεσματική.
Και
δεν είναι τόσο που δεν είναι αλήθεια.
Είναι που δεν θέλω να την ακούσω. Στην
πραγματικότητα ποτέ δεν ήθελα κάτι πιο
σοβαρό. Δεν ήσουν ο τύπος μου. Ντε φάκτο.
Δεν πληρούσες τις προδιαγραφές μου.
Τελεία.
Από
την αρχή το πάλεψα. Με τη δύναμη της
μικροαστικής μου ηθικής. Φυγόπονη όμως,
κι ως εκ τούτου ανίσχυρη. Δεν ήθελα να
μου συμβεί, δηλαδή ήθελα, αλλά όχι με
αυτόν τον τρόπο. Δεν είναι αυτά πράγματα.
Δεν χρειάζεται να μοιράζομαι κάποιον.
Στην ανάγκη υπάρχουν τόσοι και τόσοι
που θα ήθελαν να είναι μαζί μου. Αλλά
έκανα τα στραβά μάτια. Αιθεροβάμμων.
Αφελής.
Πόσες
φορές τα χαλάσαμε και πόσες φορές τα
βρήκαμε. Ισοπαλία. Πόσες πανσέληνους
και πόσα νια φεγγάρια. Ποιος τάχα να τα
μετρούσε; Πόσες άνοιξες και πόσα
καλοκαίρια. Οι χειμώνες δεν μετράνε
γιατί είναι οπισθοδρομικοί, από τη φύση
τους. Στη Μεσόγειο ζούμε. Και στη Μεσόγειο
μετράμε μόνο τα καλοκαίρια, άντε και
τις άνοιξες. Και στη σχέση μας το ίδιο.
Μόνο που όσο μεγάλωνε η μέρα, τόσο πιο
λίγο σε έβλεπα. Έπρεπε να νυχτώσει για
τα καλά για να συναντηθούμε. Μην μας
πάρει κανά μάτι. Ξέρω, δεν πιστεύεις στο
μάτιασμα και με κορόϊδευες κάθε φορά
που στο'λεγα. Τα άλλα μάτια φοβόσουνα,
τα γνωστά, των συναδέλφων, των φίλων,
κανένα ξώφαλτσο από κανέναν κουμπάρο
που κυκλοφορούσε περισσότερο τη νύχτα.
Και κάθε φορά, όλη την κουβέντα μας τη
γύριζες στο πάθος. Τι καύλα είναι αυτή
που ζούμε. Δεν έχω ξανανιώσει ποτέ έτσι.
Ούτε η γυναίκα μου στους πρώτους
έρωτές μας με άγγιζε έτσι. Κορδωνόμουν
σαν γύφτικο σκερπάνι. Έπαιρνα ανάσες
αισιοδοξίας...Χόρταινα με ερωτόλογα
που γαργαλούσαν το σύμπαν μου, που 'καναν
την καρδιά μου να φτερουγίζει, και την
κοιλιά μου να φουσκώνει και να χωρά τα
πάντα μέσα της. Τα στησίματα, τις
αναπάντητες, τις μεσημεριανές
ξεπέτες...ώσπου έφτασε η ημερομηνία
λήξης. Κι εσύ ξέρεις καλά ότι δεν τα πάω
καλά με τις ημερομηνίες λήξης. Τις
παρερμηνεύω και τις ξεχνάω. Εκεί
στηριζόσουνα. Και προχωρούσαμε ανούσια
πια με το στίγμα μου αφανέρωτο, με το
στεφάνι σου τσαλακωμένο. Με ψιθυριστά
γλυκόλογα εσύ. Με βουρκωμένα μάτια εγώ.
Με αόρατες πατερίτσες κι οι δυο μας.
Μέχρι τη στιγμή που ξεστόμισες αυτό.
Όχι δεν έπρεπε να το πεις αυτό.
Συγγνώμη Κυρία μου, ποιά είστε? Ένα tableau vivant? Ένα 24h θεατρικό? Πώς αλήθεια αυτοκατηγοριοποιείστε?
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνώνυμε, όλα τα μυστήρια λύνονται αν κοιτάξεις δίπλα σου (όχι από κει, απ την άλλη βρε!)
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν επρεπε αλλά το είπε!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι δεν μου λες.. εσύ δεν είπες τίποτα; δεν το άνοιξες το στοματάκι σου;
υγ. καλώς σε βρήκα!