Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Έρωτες


Το παιχνίδι στην αυλή έδινε κι έπαιρνε. Οι δασκάλες φώναζαν να μαζευτούν στην τάξη, αλλά κανένα από τα παιδιά δεν έδειχνε να συγκινείται. Τα έδιναν όλα στο τρεχαλητό που λαχταρούσαν ολόκληρο το χειμώνα. Ήταν ένα από αυτά τα ανοιξιάτικα πρωινά, που νοιώθεις τη γλυκιά ανάσα της πλάσης, όταν ο ήλιος δειλά-δειλά αρχίζει να ζεσταίνει και πάλι τη γη. Τα πρώτα ζωύφια είχαν πάρει είδηση ότι μπορούν να περιφέρονται αμέριμνα χωρίς να ξεροσταλιάζουν. Απαλλαγμένες από τη χειμερινή τους βραχνάδα οι φωνές από τα μεγάλα ζουζούνια πλημμύριζαν το σύμπαν. Η επιστάτρια είχε αρχίσει να ουρλιάζει, όταν επιτέλους αποφάσισαν να την ακούσουν. Τα μεγαλύτερα παιδιά ξεκίνησαν να ανεβαίνουν στις τάξεις σε ομάδες, ενώ τα πρωτάκια έμπαιναν στη σειρά. Είχαν ξωμείνει αρκετά παρά πίσω όταν τυχαία της έπιασε το χέρι. Το ένιωσε σαν το δικό της, μικρό και απαλό. Την τράβηξε απότομα προς τα πίσω. Ξεχώρισαν από τα άλλα παιδιά και κρύφτηκαν κάτω από τη σκάλα. Της έκανε νόημα να κάνει ησυχία βάζοντας το δάχτυλό του στο στόμα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο δυνατά, ένοιωθε το φτερούγισμα. Καθώς έσκυψαν να δουν αν κάποιος από το πλατύσκαλο μπορούσε να τους δει, τσούγκρισαν τα κεφάλια τους. Πήγαν να γελάσουν δυνατά, αλλά έπνιξαν το γέλιο σφίγγοντας με το άλλο, το ελεύθερο χέρι τους το στόμα. Στην αυλή είχε πια απλωθεί ησυχία. Τότε έσκυψε και τον φίλησε. Απαλά, όπως τη φιλάει η μαμά της πριν κοιμηθεί. Της ανταπόδωσε το φιλί, στο στόμα αυτή τη φορά, όπως είχε δει να κάνουν στην τηλεόραση. Η κοτσίδα της αναπήδησε στο ρυθμό της καρδιάς της. Τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα, από τη φλόγα. Αντάλλαξαν κουβέντες τρυφερές, σε γλώσσα συμπαντική που ξεχνιέται όσο περνάνε τα χρόνια. Πριν επιστρέψουν στην τάξη πρόλαβαν να ορκιστούν αιώνια αγάπη. Υποσχέσεις που κρατάνε όσο η μνήμη των παιδιών.
Πριν χτυπήσει την πόρτα του γραφείου ένοιωσε την παρουσία της. Ίσως να ήταν και το υπερβολικό, όπως πάντα άρωμά της, που έβγαινε από τις χαραμάδες. Στο γραφείο του διευθυντή επικρατούσε ησυχία και ταραχή. Τα βλοσυρά μάτια του καρφώθηκαν πάνω της. Τα δικά της, φουρτουνιασμένα γυάλιζαν. Έβαλε τα χέρια πίσω από την πλάτη της. Και περίμενε. Άρχισαν να μιλάνε κι οι δύο μαζί και δεν άντεχε να τους ακούει. Τα αυτιά της βούιζαν από την πίεση. Η καρδιά της χτυπούσε ανελέητα. Όταν το χέρι, το αγαπημένο, έπεσε πάνω στο παιδικό της μάγουλο, έκλεισε τα μάτια της για να το αποφύγει. Μόρφασε από τον πόνο. Τα δάκρυα ξεχύθηκαν. Γύρισε και κοίταξε το τζάμι του γραφείου του κυρίου διευθυντή. Της φάνηκε ότι, πίσω από το παράθυρο, πέρα στα σύννεφα που χαζολογούσαν στον ορίζοντα, ένα χαριτωμένο μουτράκι της χαμογελούσε.

Συμμετοχή στο αφιέρωμα "πρώτη αγάπη" 
Στο αφιέρωμα συμμετέχουν ένα σωρό αξιολάτρευτοι μπλογκερς:


9 σχόλια:

  1. Ωχ! Πόσο βάρβαρη αντίδραση για ένα φιλί!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κάτι τέτοια χαστούκια φουντώνουν κι άλλο τις αγάπες! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Υποσχέσεις που κρατάνε όσο η μνήμη των παιδιών. Δηλαδή πολύ πολύ καιρό αγαπημένη :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Εχμ, θέλω να αφήσω μόνο ένα χαμόγελο. Το αυτό θα κάνω: :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Τελικά τις σκάλες καμιά φορά τις ανεβαίνουμε και ανάποδα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή