Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Πάμε στο χορό;

Η είδηση της δικής μου μέρας είναι μικρή. Ασήμαντη για τους περισσότερους / κοσμοϊστορικής σημασίας στον τοπικό μικρόκοσμο. Μικροκοσμοϊστορική δηλαδή.

Λοιπόν.
Ο μικρός που μεγάλωσε, που τέλειωσε το σχολείο, που μου έχει ρίξει ένα κεφάλι και δε λέει να σταματήσει να ψηλώνει, που έχει βγάλει ένα αχνό μουστάκι-χνούδι, ορατό σε ειδικές συνθήκες φωτισμού και σε συγκεκριμένες οπτικές γωνίες, που δεν αποζητάει πια το δικό μου αγκάλιασμα, ε, αυτός τέλος πάντων, θα πάει στο χορό του σχολείου. Τον Χορό. Ναι, σ’ αυτή την αμερικανιά με τα καλά ρούχα, τα διαλεγμένα μετά από εξαντλητικό ποδαρόδρομο και ατελείωτο καμάρι της μάνας.
Έπρεπε λοιπόν να καλέσει Το Κορίτσι. Εντάξει. Όλα τα κορίτσια είναι Τα Κορίτσια, αλλά αυτό είναι Το Συγκεκριμένο που θα θυμάται μια ζωή γιατί θα είναι δίπλα του σε ένα ορόσημο. (Που πιο αμερικανιά, θα βγει η Κάρυ να μας ματοκυλίσει).
- Την κάλεσες;
- Όχι ακόμα.
- Γιατί αργείς; Θα την προλάβει άλλος!
- Το σκέφτομαι μαμά. Μαμά! Α!
- Μα τι σκέφτεσαι;
- Πως θα της το πω. Να το προβάρω, να το συζητήσω με τους κολλητούς. Άσε με! Άσε με!

Τικ-τακ, τικ-τακ.
- Την κάλεσες;
- Ναι.
- Και;
- Είπε θα το σκεφτεί.
- Ε; Τι; Βρε, της τα πες καλά ή ήσουν σαν αγγούρι;
- Ωραία τα είπα.
CUT! CUT!

(Γκλουπ! Τι να σκεφτεί; Αντί να πέσει το κορίτσι -έστω Το Κορίτσι- στην αγκαλιά του κούκλου, του ψηλού, αυτουνού με το μουστάκι-χνούδι, του ορατού σε ειδικές συνθήκες, θα το σκεφτεί; Δεν πάει καλά ο κόσμος! Το ‘χουν χάσει οι μικρές! Έκτακτο οικογενειακό –και κολλητοφιλικό- συμβούλιο. Με συνοπτικές διαδικασίες, αποφασίσαμε και διατ... εχμ,  εισηγηθήκαμε, στο τάχα μου αδιάφορο, στο τάχα μου απόξω-απόξω πως μάλλον –λέμε τώρα- το κορίτσι περιμένει αλλουνού πρόσκληση-που αν είναι δυνατόν!-και πρέπει, εχμ… δηλαδή, καλό θα ήταν, να προτείνει ο νεαρός στη Β' επιλογή.)

- Τι εννοείς όχι;
- Εννοώ, πως θα περιμένω την απάντησή της.
- Μα, μα! ΜΑ! Ο χρόνος περνάει. Τικ-τακ-τικ-τακ. Δεν θα προλάβεις!
- Θα περιμένω.
- Μα, μα, Μα! Άκου με κ εμένα! Το «θα το σκεφτώ», σημαίνει δεν θέλω. Ή περιμένω άλλον. Ή σε θέλω για καβάτζα.
- Θα περιμένω, μαμά. Θα περιμένω!
- Ε, περίμενε.

Επόμενη μέρα.
- Εχμ… τι νέα;
- Εντάξει.
- Τι; Τι εντάξει;
- Δέχτηκε.
- Μα, μα, μα… Πώς; Τόσο γρήγορα;
- Ε, ναι. Κοίτα. Έχει μια κολλητή. Την κολλητή δεν την κάλεσε κανείς κι έτσι αποφάσισαν να πάνε μαζί στο χορό. Να συνοδέψει η μία την άλλη δηλαδή. Για πλάκα. Αλλά μετά, η κολλητή, της είπε να μην είναι χαζό και να έρθει μαζί μου. Ε, οπότε δέχτηκε. Αυτά.

Τίποτα δεν είπα. Νομίζω βγήκε ένας αναστεναγμός ή ένα μούγκρισμα –δεν ξέρω- που ήθελε ν’ ακουστεί ως ωργδαίγκουχ ή γκρδμμ ή κάτι τέτοιο. 
Ωργδαίγκουχ ή γκρδμμ, λοιπόν.
Πού να μαντέψω, πού να θυμηθώ, ότι κάποιες καρδούλες είναι ολοκαίνουριες και γυαλιστερές; Χωρίς σκιές, λεκέδες και δεύτερες σκέψεις. Απλές, βρε παιδί μου.
Κι αν φυλαχτούν από μας, μια χαρά θα χορέψουν.

6 σχόλια:

  1. Εγώ λέω πως Το Κορίτσι μάλλον ρώτησε Το (Άλλο) Αγόρι, έφαγε χυλόπιτα ζεστή και προχώρησε στην επιλογή Β΄, δηλαδή τον δικό μας τον ψηλό.... Αυτά τα κορίτσια, αυτά τα κορίτσια....

    υγ:άκου "δεύτερες σκέψεις", άκου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ιιιιιι!!!! Ρε συ Γιώργο, για το Νίκο Καββαδία λέγαμε, όχι την Τασσώ Καββαδία!

      Διαγραφή
  2. Ταυτίζομαι! Πολύ όμως! Σε λίγα χρονάκια να με δω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πόσο γλυκόό!! Αφού έχουν κολλήσει τα πλήκτρα από το μέλι! Ωστέ γίνονται τέτοια πράγματα σήμερα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή