(Γιώργος, 13 χρονών, Αθήνα)
Οι γονείς μου είναι η ασφάλειά μου. Σε κάθε πυροβολισμό, σε κάθε έκρηξη, αυτούς φέρνω στο μυαλό μου κι είναι σαν να τρέχουν κοντά μου, να με τυλίγουν σε μια κουβέρτα, να γίνομαι αόρατη. Κανείς δεν μπορεί να με δει, να με βλάψει. Εδώ και μερικούς μήνες, δεν πηγαίνω πια σχολείο. Όταν πηγαίναμε, το βαριόμουν. Τώρα μου λείπει. Ακόμα κι οι ώρες των μαθηματικών μου λείπουν. Δεν θέλω να σκεφτώ τι άλλο μου λείπει. Είναι απ’ αυτές τις σκέψεις που κάθονται στο στομάχι σαν βαρύ φαΐ και δεν σ’ αφήνουν ν' αναπνεύσεις. Ούτε το φαΐ θέλω να σκέφτομαι, μόνο να αναπνεύσω και πάλι. Να φτάσει η ανάσα μου στ' ακροδάχτυλα. Θα φύγω με τους γονείς μου για την Ευρώπη. Θα περάσουμε νύχτα τη θάλασσα μέσα σε μια βάρκα. Θα είναι σαν εκδρομή περιπέτειας. Έτσι λέει ο μπαμπάς.
(Λέιλα, 13 χρονών, Χαλέπι)
Χτες ήρθε στο σχολείο ένας μεγάλος καθηγητής. Με άσπρα μαλλιά, γυαλιά και μασέλα. Ένας σοφός. Μας μίλησε πολύ ώρα για το πόσο προσηλωμένοι πρέπει να είμαστε στα θέματα της αριστείας. Να γίνουμε άριστοι σε ότι κι αν κάνουμε. Διαφορετικά δεν θα κάνουμε τη διαφορά που έχει ανάγκη ο κόσμος. Πρέπει να φτιάξουμε λέει, έναν καινούριο κόσμο αρίστων. Να πολεμήσουμε στην αρένα του ανταγωνισμού με τους άριστους των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας και του νέου μας εχθρού: της Ινδίας. Για άλλους λαούς δεν μας μίλησε. Μάλλον δεν έχουν σημασία. Το αντίθετο της αριστείας είπε, είναι ο λαϊκισμός κι η μετριότητα. Αυτά τα δύο, τα πρεσβεύουν το ακροδεξιό και το αριστερό άκρο. Αυτά τα άκρα είναι το ίδιο πράγμα. Η μέση είναι καλή για το μεγάλο καθηγητή με τη μασέλα, αλλά οι μέτριοι είναι κακοί. Είναι οι εχθροί των άριστων και είναι λαϊκιστές. Γι αυτά μας νουθέτησε κι εγώ σκεφτόμουν ότι η μέση κι ο μέτριος μοιάζουν λέξεις συγγενείς. Αλλά ποιος είμαι γω; Ένας μάλλον μέτριος μαθητής. Μπερδεύτηκα κάπως. Φαντάστηκα ένα στρατό από άριστους να ισοπεδώνει τους μέτριους (κι εμένα μαζί). Προχωρούσαν με το βήμα της χήνας. Πώς μου ήρθε αυτή η ιδέα; Θα πρέπει να σταματήσω να βλέπω τόσα ντοκιμαντέρ. Μια που με κατατρώει το άγχος της Γεωγραφίας, θα ήθελα να ρωτήσω το σοφό: Η ευτυχία σε ποιο γεωγραφικό πλάτος εντοπίζεται; Ο ίδιος δεν μου φάνηκε να την έχει συναντήσει.
(Γιώργος, 13 χρονών, Αθήνα)
Η θάλασσα είναι δράκος. Ένα θηρίο που κατάπιε τους γονείς μου. Και τους δύο. Η βάρκα μας βούλιαξε. Βρεθήκαμε, είκοσι άνθρωποι, μανάδες, πατεράδες, παιδιά, μωρά στο νερό. Τα κύματα. μας μάσησαν. Πνιγήκαμε υπό το φως των προβολέων, υπό το βλέμμα των σωτήρων μας. Μας παρακολουθούσαν για να βεβαιωθούν πως το τέρας θα μας χωνέψει στα σπλάχνα του. Είμαι στο βυθό κι είναι ήσυχα τώρα. Ψάρια μου τσιμπολογούν τα μάτια. Δεν τα χρειάζομαι έτσι κι αλλιώς. Ονειρεύομαι ένα παραμύθι που μου διηγόταν η γιαγιά. Αυτή έμεινε πίσω στον κανονικό χωμάτινο τάφο της να μου ψιθυρίζει από κει την ιστορία της.
"Ήταν ένα χωριό στους πρόποδες του πιο ψηλού βουνού. Η κορφή του σκίαζε την ανατολή κι οι κάτοικοι δεν είχαν δει ποτέ τον ήλιο να ξυπνάει. Έπλαθαν ιστορίες για τα χρώματα του καινούριου ουρανού και για την ομορφιά του, μα ποτέ δεν τα είδαν όλα αυτά στ' αλήθεια. Γι αυτούς, το μεγαλύτερο κατόρθωμα ήταν να σκαρφαλώσουν στην κορφή και να διηγηθούν τη θέα στους υπόλοιπους. Πολλοί χωρικοί προσπάθησαν για χρόνια να κατακτήσουν την πολυπόθητη άκρη, χωρίς επιτυχία. Μέχρι που κάποιος φιλόδοξος και ικανός νεαρός προπονήθηκε νυχθημερόν, τελειοποίησε τις δεξιότητές του και μετά από πολύ κόπο, γρατσουνιές, σκισίματα, προσήλωση κι ιδρώτα, κατάφερε να φτάσει στην πολυπόθητη κορφή. Εκεί στάθηκε να ξαποστάσει και να χαράξει το όνομά του σε μια πέτρα. Όπως συνηθίζεται να κάνουν όλοι οι άριστοι. Να ξέρουν οι επόμενοι που θα έφταναν εδώ, σαν δεύτεροι και τρίτοι, ότι αυτός πρώτος έκανε τη διαφορά. Μετά, με κόπο και πολλή προσοχή, κατέβηκε στο χωριό. Με το μυαλό του προσηλωμένο στην ασφαλή μεταφορά του πολύτιμου τροπαίου: του εαυτού του. Σαν έφτασε επιτέλους, έγινε μεγάλη γιορτή. Δυο μέρες και δυο νύχτες κράτησε το γλέντι, το φαγητό, το κρασί κι οι χοροί κι ο νέος δοξάστηκε όπως του άξιζε. Τη δεύτερη βραδιά, όλοι οι χωρικοί μαζεύτηκαν γύρω του και τον ρώτησαν για τα χρώματα της ανατολής και για τον ήλιο που ξυπνάει. Ήταν αλήθεια όσα είχαν φανταστεί; Μήπως η πραγματικότητα ήταν ανείπωτα πιο όμορφη; Του έκοψε η θέα την ανάσα; Ο νέος βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Τους είπε πως όταν έφτασε εκεί πάνω, ήταν τόσο αποκαμωμένος κι απασχολημένος με το να βρει την κατάλληλη πέτρα για να χαράξει το όνομά του, που ξέχασε να κοιτάξει τη θέα."
Γι' αυτό πάντα, να μην ξεχνάς την ομορφιά κατέληγε η γιαγιά. Χωρίς αυτήν, το ταξίδι δεν έχει αξία. Κι αν τυχόν το κυνήγι της σε φέρει στην κορφή, να μην ξεχάσεις να κοιτάξεις τη θέα και να την ανασάνεις ως τα ακροδάχτυλά σου.
Να 'μαι λοιπόν κι εγώ στο βυθό. Στην ανάποδη κορφή μου. Να μην έχω προλάβει να πάρω εκείνη την ανάσα.
(Λέιλα, ανάμεσα στα ψάρια.)
Το σημερινό κείμενο είναι συμμετοχή σε δι-ιστολογικό αφιέρωμα με θέμα «Σύνορα- πρόσφυγες – αλληλεγγύη», με την ευκαιρία του 4ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Χίου, το οποίο οργανώνεται από τη «Λάθρα;» – Επιτροπή Αλληλεγγύης στους Πρόσφυγες Χίου.
Συμμετέχουν ακόμα:
Το σημερινό κείμενο είναι συμμετοχή σε δι-ιστολογικό αφιέρωμα με θέμα «Σύνορα- πρόσφυγες – αλληλεγγύη», με την ευκαιρία του 4ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Χίου, το οποίο οργανώνεται από τη «Λάθρα;» – Επιτροπή Αλληλεγγύης στους Πρόσφυγες Χίου.
Συμμετέχουν ακόμα:
Τσαλαπετεινός: Άμμος
Χαλάσσης
Κυνοκέφαλοι:Είτε το γράφουν ορθά, είτε με γιώτα,
Ο ήχος του ανέμου: Άνθρωποι διαβατάρικα πουλιά
Κυνοκέφαλοι:Είτε το γράφουν ορθά, είτε με γιώτα,
Ο ήχος του ανέμου: Άνθρωποι διαβατάρικα πουλιά
Συγκλονιστικό. Ειδικά το τελευταίο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγκλονιστικό...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑριστο
ΑπάντησηΔιαγραφή