(Γιώργος, 13 χρονών, Αθήνα)
Οι γονείς μου είναι η ασφάλειά μου. Σε κάθε πυροβολισμό, σε κάθε έκρηξη, αυτούς φέρνω στο μυαλό μου κι είναι σαν να τρέχουν κοντά μου, να με τυλίγουν σε μια κουβέρτα, να γίνομαι αόρατη. Κανείς δεν μπορεί να με δει, να με βλάψει. Εδώ και μερικούς μήνες, δεν πηγαίνω πια σχολείο. Όταν πηγαίναμε, το βαριόμουν. Τώρα μου λείπει. Ακόμα κι οι ώρες των μαθηματικών μου λείπουν. Δεν θέλω να σκεφτώ τι άλλο μου λείπει. Είναι απ’ αυτές τις σκέψεις που κάθονται στο στομάχι σαν βαρύ φαΐ και δεν σ’ αφήνουν ν' αναπνεύσεις. Ούτε το φαΐ θέλω να σκέφτομαι, μόνο να αναπνεύσω και πάλι. Να φτάσει η ανάσα μου στ' ακροδάχτυλα. Θα φύγω με τους γονείς μου για την Ευρώπη. Θα περάσουμε νύχτα τη θάλασσα μέσα σε μια βάρκα. Θα είναι σαν εκδρομή περιπέτειας. Έτσι λέει ο μπαμπάς.
(Λέιλα, 13 χρονών, Χαλέπι)