Στην
επιστροφή, πάντα τα πράγματα σου φαίνονται
διαφορετικά από ότι λίγο πριν την
αναχώρηση. Η οπτική σου αλλάζει. Καμιά
φορά και η προοπτική. Ξεκινάς με ελπίδα
και γυρίζεις αποκαρδιωμένα. Ή ξεκινάς
κουρασμένος και γυρίζεις ανανεωμένος.
Ποτέ όμως δεν ξεκινάς νικημένος αν δεν
είσαι έτοιμος να γυρίσεις χειρότερα.
Εκτός αν ζεις εδώ γύρω. Στην χώρα των
ποτέ-ποτέ.
Στην
εξοχή τα πράγματα έχουν άλλη γλύκα.
Καθαρίζει το μάτι. Και τότε ακούς τους
ήχους. Παρατηρείς τα πουλιά να χορεύουν
σε κύκλους πεντοζάλι. Διακρίνεις την
πεταλούδα που πιάστηκε στη σίτα. Κάνεις
να τη βγάλεις και συνθλίβεις τα φτερά
της. Πόσο έζησε; Πόσα έζησε;
Στη
στροφή το αυτοκίνητο σταματά. Το κορίτσι
κατεβαίνει. Προσεκτικά σε αργή κίνηση
σκύβει και μαζεύει μια χελώνα από το
δρόμο. Με απέραντη τρυφερότητα τη
μεταφέρει στο αυτοκίνητο. Στο σπίτι θα
της δώσει ένα μαρουλόφυλλο. Τα άλλα
αυτοκίνητα σταματούν πίσω τους. Δεν
καταλαβαίνουν τι κάνει. Αντανακλαστικά,
κορνάρουν. Φωνάζουν και χειρονομούν.
Κανείς τριγύρω να τους σταματήσει.
Ανώφελες οι εξηγήσεις.
Στο
τελείωμα της διαδρομής βλέπει το γέροντα
σκυφτό να σέρνει δυο βαλίτσες. Είναι
γεμάτες με όλο του το βιος. Εσωτερικός
μετανάστης στη χώρα που γέρους δεν χωρά.
Σταμάτα, του λέει. Θέλει να κατέβει να
μαζέψει κι αυτόν. Δεν προλαβαίνει…Κάνει
νύχτα. Η μορφή χάνεται στο σκοτάδι.
Στο
κατώφλι ο σκύλος τους περιμένει. Η
σιδερένια πόρτα ανοίγει με ένα ελαφρύ
σκούξιμο. Στην αυλή βρίσκουν το πτώμα.
Από το άσπρο γατάκι λείπει το στόμα. Τα
μυρμήγκια σε αναβρασμό. Ο σκύλος
ξαναπαίρνει τη θέση του. Είχε ξεχάσει
πως είναι τα μαλακά μαξιλάρια. Βγάζει
το θυμάρι και το στήνει στο βάζο. Με μια
ασυναίσθητη κρίση μάταιης ελπίδας
σκύβει να το μυρίσει. Ξεθύμανε κι αυτό.
Ο ομφάλιος λώρος έχει αποκοπεί. Γλύτωσε
την αποκομιδή.
Η
νύχτα θαμπώνει κι άλλο.
*Carol Mc Dermott, The leaping mermaid από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου