Η είδηση της δικής μου μέρας είναι μικρή. Ασήμαντη για τους περισσότερους / κοσμοϊστορικής σημασίας στον τοπικό μικρόκοσμο. Μικροκοσμοϊστορική δηλαδή.
Ο μικρός που μεγάλωσε, που τέλειωσε το σχολείο, που μου έχει ρίξει ένα κεφάλι και δε λέει να σταματήσει να ψηλώνει, που έχει βγάλει ένα αχνό μουστάκι-χνούδι, ορατό σε ειδικές συνθήκες φωτισμού και σε συγκεκριμένες οπτικές γωνίες, που δεν αποζητάει πια το δικό μου αγκάλιασμα, ε, αυτός τέλος πάντων, θα πάει στο χορό του σχολείου. Τον Χορό. Ναι, σ’ αυτή την αμερικανιά με τα καλά ρούχα, τα διαλεγμένα μετά από εξαντλητικό ποδαρόδρομο και ατελείωτο καμάρι της μάνας.
Έπρεπε λοιπόν να καλέσει Το Κορίτσι. Εντάξει. Όλα τα κορίτσια είναι Τα Κορίτσια, αλλά αυτό είναι Το Συγκεκριμένο που θα θυμάται μια ζωή γιατί θα είναι δίπλα του σε ένα ορόσημο. (Που πιο αμερικανιά, θα βγει η Κάρυ να μας ματοκυλίσει).
- Την κάλεσες;
- Όχι ακόμα.
- Γιατί αργείς; Θα την προλάβει άλλος!
- Το σκέφτομαι μαμά. Μαμά! Α!
- Μα τι σκέφτεσαι;
- Πως θα της το πω. Να το προβάρω, να το συζητήσω με τους κολλητούς. Άσε με! Άσε με!
Τικ-τακ, τικ-τακ.
- Την κάλεσες;
- Ναι.
- Και;
- Είπε θα το σκεφτεί.
- Ε; Τι; Βρε, της τα πες καλά ή ήσουν σαν αγγούρι;
- Ωραία τα είπα.
- Ε; Τι; Βρε, της τα πες καλά ή ήσουν σαν αγγούρι;
- Ωραία τα είπα.
CUT! CUT!