Με
το θάνατο της θείας Μαρίκας κλείνει
ακόμη ένας κύκλος. Αυτός που άρχισε σε
χωμάτινους δρόμους και σε τσιμεντένιες
αυλές. Που ξεχύλιζε από τσιρίδες φωνές,
πείσμονες σιωπές και παιδικά κλάματα.
Που μύριζε βασιλικό και ρόδα. Που
αποτυπωνόταν με παιχνίδια που έγραφαν,
κι έσβηναν με το μακώ, οι χρωματιστές
κιμωλίες πάνω στα σκιερά μαρμαρένια
σκαλιά της διπλανής εκκλησίας. Που
μπούκωνε από το πρωινό χτυπημένο αυγό
και τις απογευματιάτικες φέτες με
βούτυρο και μέλι.
Με
το γεμάτο από λιχουδιές τραπέζι, που
σέρβιρε με την κεντημένη της ποδιά,
ενόσω εμείς ξεπλενόμαστε με το νερό που
βγάζαμε από τη στέρνα της χαμοκέλας.
Με
τους ταφτάδες που θρόιζαν κάθε της Αγίας
Παρασκευής και τα δαντελένια πουκάμισα
ραμένα με κλωστές ντεμισέ και χρυσά
κουμπιά απο την οδό Ευαγγελιστρίας,
γωνία με Βύσσης, για το Δεκαπενταύγουστο,
τότε που μας ξύπναγαν πρωί, να πλύνουμε
τα μούτρα μας, και νηστικοί να ακολουθήσουμε
τη θεία λειτουργία.
Με
τη μυρωδιά του καρπουζιού, που μας
αρνιόταν όταν έπρεπε να φάμε τους
γιαρμάδες.
Με
τα απαγορευμένα μίκυ-μάους, που έφερνε
κάθε Τετάρτη ο μπακάλης στην αγορά και
που έβγαιναν κρυφά κάτω από τα μαξιλάρια
μόλις πέφταμε, ύστερα από μπόλικο αγώνα
και στημένη διαπραγμάτευση, να κοιμηθούμε
για μεσημέρι.
Με
το βύσινο γλυκό και το υποβρύχιο που
καταβροχθίζαμε στα καφενεία, όταν
ξαποσταίναμε από το τρεχαλητό και τις
ποδηλατάδες.
Με
το βραδυνό συναγωνισμό για το ποιος θα
προλάβει να ανάψει το κατόλ και τις
ιστορίες του χωριού στιβαγμένοι όλοι
στο βορεινό μπαλκόνι, κοιτάζοντας μια
τα αστέρια και μια τη σκοτεινή θάλασσα.