Ξεκινάς τη μέρα γκρινιάζοντας ή απολαμβάνοντας την ανοιξιάτικη μπόρα. Πηγαίνεις στη δουλειά νυσταγμένη. Κουρασμένη. Προβληματισμένη πώς θα χωρέσεις τα πρέπει της καθημερινότητας. Διαβάζεις όμορφα , σοφά, εύστοχα κείμενα, πίνοντας τον πρώτο καφέ. Τσεκάρεις τα Mails σου, απαντάς, δουλεύεις. Γιατί μπορείς. Γιατί έχεις την πολυτέλεια. Έτσι λένε τελευταία. Πως πρόκειται περί πολυτέλειας. Μέχρι πρόσφατα, πολυτέλεια ήταν να έχεις γιότ, να πηγαίνεις κάθε τόσο διακοπές σε μέρη που δεν χρειάζονται photoshop για ν ομορφύνουν, ν’ αγοράζεις ρούχα ισόποσα ενός καλού μισθού. Αλλά ας μην πελαγοδρομείς για το τώρα και το πριν. Για τη σημασία των λέξεων. Είναι η εποχή των παραμορφωτικών καθρεφτών. Της έλλειψης κάθε μέτρου.
Κι ύστερα, μέσα στην ηλεκτρονική ησυχία του γραφείου, του EXCEL , του PowerPoint, των PDF και του word, ακούγεται ένας πυροβολισμός. Δεν τον ακούς στ’ αλήθεια, γιατί είσαι χιλιόμετρα μακριά απ’ το Σύνταγμα, αλλά τα αναμεταδιδόμενα νέα δημιουργούν την δική τους ηχώ. Κάτι λέει για χρέη-χρέη-χρέη. Σταγόνες αίματος τινάζονται στους περαστικούς. Ανυποψίαστους τους περιγράφουν. Και ξαφνιασμένους. Κι αναρωτιέσαι αν κάνουν πλάκα. Αν υπάρχουν ανυποψίαστοι. Κι ύστερα έρχονται οι ψύχραιμοι. Τυχαίνει να είναι οι ίδιοι που υμνούν τις μνημονιακές αρετές και τη συλλογική ευθύνη. Να δούμε, λένε. Να μάθουμε. Να ρωτήσουμε. Να εξετάσουμε. Μιλούν για άτομο ψυχικά διαταραγμένο. Λες και σφύζουμε στους ψυχικά γαλήνιους. Οι ίδιοι ψύχραιμοι που χαρακτήριζαν τον Κορκωνέα ψυχοπαθή, άρρωστο και μεμονωμένη περίπτωση. Τι κουραστική αυτή η επανάληψη των προσώπων. Πόσο αναμενόμενη.
Πόσα χρειάζεται να ξέρεις; Ένας άνθρωπος, μάλλον ηλικιωμένος, αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει. Δεν κλείνεται στο μπάνιο του. Ούτε καν στο σπίτι του. Η επιλογή του τόπου, η έκθεση της τελευταίας ανάσας στα μάτια του πλήθους, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια παρερμηνειών. Ο άνθρωπος παίρνει ένα όπλο -προφανώς μη επιδοτούμενο- και πηγαίνει στην κεντρικότερη πλατεία της χώρας. Όλως τυχαίως, στην πλατεία μπροστά στη βουλή. Όλως τυχαίως, στην πλατεία όπου διεκδικήθηκε το πρώτο Σύνταγμα της χώρας. Την πλατεία της ελπίδας και των δακρυγόνων. Το καμάρι του Δημάρχου. Στην καρδιά του Ιστορικού Κέντρου. Στο Ιερό του τουρισμού. Και σημαδεύει στον κρόταφο διαπερνώντας όλα τα σύμβολα. Ανάμεσα στους περαστικούς. Ένας πυροβολισμός σαν ράγισμα και σαν εναρκτήριο λάκτισμα. Όπως θες το βλέπεις.
Μπορεί να πεις πως ήταν βλαμμένος, πως τηλεμεταφέρθηκε μπροστά στο Κοινοβούλιο από εξωγήινους, πως ήθελε να τραβήξει την προσοχή. Πως λαχταρούσε να σκεπαστεί με μια ασημιά κουβέρτα. Πως ήταν ερωτευμένος –και ξέρεις πόσο βαριά περνάνε οι γεροντοέρωτες. Αν είσαι ψύχραιμος , έτσι θα σκεφτείς. Και για να μην χανόμαστε, ψύχραιμος είναι αυτός που έχει ψυχρό αίμα. Αν το δικό σου είναι παγωμένο, η λέξη που ψάχνεις, είναι νεκρός.
Δεν είμαι ψύχραιμη. Δεν μπορώ πια να είμαι. Ούτε άλλη υπομονή έχω για αναλύσεις, γιατί όσα χιλιόμετρα, όσα γαλήνια πρωινά κι αν απέχω απ' το Σύνταγμα, ένας κρότος δρόμος είναι.