Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αυτοκτονίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αυτοκτονίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

18 και τέρμα

www.worldtransformation.com
18 και τέρμα.  Απ’ τη στιγμή που το ‘μαθα, μετράω λάθη. Πόσες φορές πίεσα τα παιδιά; Πόσες φορές τα ρώτησα «πώς έγραψες;» πριν μάθω τι κάνουν; Λες και δεν ξέρω τι προέχει. Λες και δεν έχει συμβεί ξανά και  ξανά .
Κάθε χρόνο -μα κάθε βρωμοχρονιά-  έφηβοι προσπαθούν κι ενίοτε τα καταφέρνουν, να τελειώσουν τη μία και μοναδική ζωή τους. Κάπου εκεί κοντά στην αφετηρία. Δεν ξέρω αν φταίει μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα.  Τα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα περιλαμβάνουν τη βάσανο των εξετάσεων. Αρκετά μάλιστα, είναι πολύ πιο απαιτητικά από τις Πανελλήνιες. Ω, ναι! Σε πιο ουσιαστικά και ανταποδοτικά σημεία βέβαια, αλλά επίσης ανταγωνιστικά κι αγχωτικά. Δεν οδηγούν όμως τους υποψηφίους στην αυτοκτονία. Κάτι κάνουμε πολύ λάθος. Εξαργυρώνουμε άστοχες προτεραιότητες; Ίσως.
Θυμάμαι τις δικές μου Πανελλήνιες. Τι κι αν περάσανε δεκαετίες. Τις ανακαλώ σε κάθε περίοδο άγχους. Επανέρχονται στους εφιάλτες μου. Γράφω, λέει, εξετάσεις κι είμαι στα όρια του πανικού κι ακόμα παραπέρα. Κολλάω στο βούρκο. Αυτόν που απλώνεται ανάμεσα στα θρανία του επαναλαμβανόμενου ονείρου. Προσπαθώ να φτερουγίσω. Δεν γίνεται. Ζυγίζω τόνους.
Κανείς στην οικογένεια δεν με πίεζε. Μόνη μου τα είχα καταφέρει να σκιαχτώ από το φάντασμα της αποτυχίας. Κανείς δεν μου είχε ζητήσει ν’ αριστεύσω. Κι ούτε καν με ένοιαζε η σχολή που στόχευα. Ήθελα μόνο να πετύχω. Λάτρευα, βλέπεις, το καμάρι στα μάτια τους. Ήθελα κι άλλο- κι άλλο. Πρεζάκι κανονικό.
Κι έτσι, είτε απαιτώντας, είτε θαυμάζοντας ανούσια επιτεύγματα, έχουμε καταφέρει να φορτώσουμε πίεση δυσανάλογη των αντοχών στ’ ακριβά μας βλαστάρια. Ακριβά στην καρδιά μας, ακριβά και στην τσέπη μας. Να φταίει άραγε που δεν μπορούμε να τα ισορροπήσουμε αυτά τα δύο; Ζοριζόμαστε να επιλέξουμε πιο είναι σημαντικότερο; Το πλάσμα που μας τιμάει με το θαύμα της παρουσίας του ή η απόδοση της επένδυσής μας;  Η επίδειξη της μαϊμούς στους γειτόνους μήπως; Δεν ξέρω στ’ αλήθεια. Είναι υπόγειοι οι δρόμοι της ψυχής. Δύσκολο ν’ ανιχνεύσεις τη διαδρομή τους, μα αν όλοι καταλήγουν σε ένα παληκαράκι ή μια κοπελίτσα έτοιμα να βουτήξουν στο τίποτα, κάπου έχουμε κάνει τεράστιο λάθος. Κι εντάξει, αναρίθμητα είναι τα λάθη μας, αλλ’ αυτό βρε παιδί, είναι ασήκωτο.
Ναι, τα σχολεία και τα Πανεπιστήμιά μας είναι ημιθανή. Σίγουρα θα πρέπει να δοθούν χρήματα κι έγνοια πολλή και γνώση στην Παιδεία. Όλα αυτά δηλαδή, που δεν έχουν δοθεί ποτέ με το σωστό τρόπο. Γιατί λεφτά σκορπάμε όλοι για τη μόρφωση των παιδιών μας. Τα σκορπάμε όμως, στην κυριολεξία. Σίγουρα πρέπει να γίνει ένα γερό ξεκαθάρισμα στο παρασιτικό οργανισμό των φροντιστηρίων που έχει εξαφανίσει τον ξενιστή του, το κανονικό σχολείο. Απαράδεκτο ως εκεί που δεν πάει άλλο, μα έλα που όλοι το ξέρουμε κι όλοι ταΐζουμε το τέρας.
Πριν κι απ’ το σχολείο όμως, είμαστε εμείς. Οι γονείς. Ας μην κονταίνουμε το μέλλον των παιδιών μας. Ας τα σπρώχνουμε να ονειρεύονται μια ευτυχισμένη και μακριά ζωή κι όχι μια λίστα αριθμών τοιχοκολλημένων σε ένα ετοιμόρροπο σύστημα.
Τι να ευχηθώ στα 18χρονα; Μου φαίνεται τόσο υποκριτικό αυτό το «καλή επιτυχία». Μόνο συγγνώμη.

Μόνο.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Νεκρός

Ξεκινάς τη μέρα γκρινιάζοντας ή απολαμβάνοντας την ανοιξιάτικη μπόρα. Πηγαίνεις στη δουλειά νυσταγμένη. Κουρασμένη. Προβληματισμένη πώς θα χωρέσεις τα πρέπει της καθημερινότητας. Διαβάζεις όμορφα , σοφά, εύστοχα κείμενα, πίνοντας τον πρώτο καφέ. Τσεκάρεις τα Mails σου, απαντάς, δουλεύεις. Γιατί μπορείς. Γιατί έχεις την πολυτέλεια. Έτσι λένε τελευταία. Πως πρόκειται περί πολυτέλειας. Μέχρι πρόσφατα, πολυτέλεια ήταν να έχεις γιότ, να πηγαίνεις κάθε τόσο διακοπές σε μέρη που δεν χρειάζονται photoshop για ν ομορφύνουν, ν’ αγοράζεις ρούχα ισόποσα ενός καλού μισθού. Αλλά ας μην πελαγοδρομείς για το τώρα και το πριν. Για τη σημασία των λέξεων. Είναι η εποχή των παραμορφωτικών καθρεφτών. Της έλλειψης κάθε μέτρου.  
Κι ύστερα, μέσα στην ηλεκτρονική ησυχία του γραφείου, του EXCEL , του PowerPoint, των PDF και του word, ακούγεται ένας πυροβολισμός.  Δεν τον ακούς στ’ αλήθεια, γιατί είσαι χιλιόμετρα μακριά απ’ το Σύνταγμα, αλλά τα αναμεταδιδόμενα νέα δημιουργούν την δική τους ηχώ. Κάτι  λέει για χρέη-χρέη-χρέη. Σταγόνες αίματος τινάζονται στους περαστικούς. Ανυποψίαστους τους περιγράφουν. Και ξαφνιασμένους. Κι αναρωτιέσαι αν κάνουν πλάκα. Αν υπάρχουν ανυποψίαστοι. Κι ύστερα έρχονται οι ψύχραιμοι. Τυχαίνει να είναι οι ίδιοι που υμνούν τις μνημονιακές αρετές και τη συλλογική ευθύνη. Να δούμε, λένε. Να μάθουμε. Να ρωτήσουμε. Να εξετάσουμε. Μιλούν για άτομο ψυχικά διαταραγμένο. Λες και σφύζουμε στους ψυχικά γαλήνιους. Οι ίδιοι ψύχραιμοι που χαρακτήριζαν τον Κορκωνέα ψυχοπαθή, άρρωστο και μεμονωμένη περίπτωση. Τι κουραστική αυτή η επανάληψη των προσώπων. Πόσο αναμενόμενη.
Πόσα χρειάζεται να ξέρεις;  Ένας άνθρωπος, μάλλον ηλικιωμένος, αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει. Δεν κλείνεται στο μπάνιο του. Ούτε καν στο σπίτι του. Η επιλογή του τόπου, η έκθεση της τελευταίας ανάσας στα μάτια του πλήθους, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια παρερμηνειών. Ο άνθρωπος παίρνει ένα όπλο -προφανώς μη επιδοτούμενο- και πηγαίνει στην κεντρικότερη πλατεία της χώρας. Όλως τυχαίως, στην πλατεία μπροστά στη βουλή. Όλως τυχαίως, στην πλατεία όπου διεκδικήθηκε το πρώτο Σύνταγμα της χώρας. Την πλατεία της ελπίδας και των δακρυγόνων. Το καμάρι του Δημάρχου. Στην καρδιά του Ιστορικού Κέντρου. Στο Ιερό του τουρισμού. Και σημαδεύει στον κρόταφο διαπερνώντας όλα τα σύμβολα. Ανάμεσα στους περαστικούς.  Ένας πυροβολισμός σαν ράγισμα και σαν εναρκτήριο λάκτισμα. Όπως θες το βλέπεις.
Μπορεί να πεις πως ήταν βλαμμένος, πως τηλεμεταφέρθηκε μπροστά στο Κοινοβούλιο από εξωγήινους, πως  ήθελε να τραβήξει την προσοχή. Πως λαχταρούσε να σκεπαστεί με μια ασημιά κουβέρτα. Πως ήταν ερωτευμένος –και ξέρεις πόσο βαριά περνάνε οι γεροντοέρωτες. Αν είσαι ψύχραιμος , έτσι θα σκεφτείς. Και για να μην χανόμαστε, ψύχραιμος είναι αυτός που έχει ψυχρό αίμα. Αν το δικό σου είναι παγωμένο, η λέξη που ψάχνεις, είναι νεκρός.
Δεν είμαι ψύχραιμη. Δεν μπορώ πια να είμαι. Ούτε άλλη υπομονή έχω για αναλύσεις, γιατί όσα χιλιόμετρα, όσα γαλήνια πρωινά κι αν απέχω απ' το Σύνταγμα, ένας κρότος δρόμος είναι.