«Έλα, έλα», φώναζε, αλλά
έτσι που είχε βγάλει τη μασέλα της
ακουγόταν σαν «Εύα, Εύα», και ενώ κανείς
δεν είχε δώσει σημασία στις πρώτες
φωνές, και ίσως κάποιος ακούγοντάς το
την εικοστή όγδοη φορά να σκέφτηκε, στην
αρχέγονη μητέρα όλων προσεύχεται, την
ίδια στιγμή κάποιος άλλος σήκωσε το
κεφάλι και την είδε να κρέμεται σαν
εσώρουχο ζαρωμένο από το μπαλκόνι του
πρώτου ορόφου, και τότε όλοι οι οι άλλοι,
που ήταν έξω εκείνο το αναποφάσιστο
καλοκαιρινό απόγευμα, ακολουθώντας την
κίνηση του πρώτου μάρτυρα σήκωσαν κι
αυτοί προς τα πάνω το κεφάλι, ίσως τότε
κι οι καταστηματάρχες από τα τριγύρω
μαγαζιά άφησαν τους πελάτες και βγήκαν
να δουν τι τελικά συμβαίνει. Ενώ ο κόσμος
μαζευόταν γρήγορα κι άλλοι πολλοί βγήκαν
στα μπαλκόνια, οι κραυγές συνέχιζαν να
σχίζουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα και
τότε είδαν τα μπλε φώτα να κατεβαίνουν
το δρόμο που, συνήθως όλοι οι άλλοι ανέβαιναν.
Μην ανησυχείτε, της
είπαν. Θα τον βρούμε τον άντρα σας. Τον
είδε να βγάζει το μικρόφωνο, έσκυψε και
απλώθηκε λίγο παραπάνω στο κιγκλίδωμα,
ένα ώριμο ζαρωμένο σύκο, που απαύδησε
να περιμένει κάποιον να το κόψει, αλλά
δεν άκουσε να τον φωνάζει, σαν τηλέφωνο
έμοιαζε αυτό το μικρόφωνο, και δεν
άκουγες τι έλεγε στην άλλη άκρη της
γραμμής. Τότε ακριβώς κατάλαβε ότι δεν
έπρεπε να έχει πιστέψει ούτε μια στιγμή
ότι αυτός έψαχνε για το γέροντά της,
Σήφη, το Σήφακα, όπως τον φώναζαν στο
καφενείο, να εκεί απέναντι, αυτός που
φορούσε μπλε στολή και είχε μπλε μάτια,
μάτια που ουρλιάζανε καμιά φορά,
ανισόρροπος άνθρωπος, της έμοιαζε.
Παρόλα αυτά σταμάτησε το έλα, έλα και
ξεκίνησε ένα είδους αλισβερίσι μαζί
τους, ενώ ο άλλος, με την επίσης μπλε
στολή, έβγαλε ένα μπλοκ και σημείωνε…Φωνάζει
τον δικό της άνθρωπο, που όμως, όπως
έλεγαν οι γείτονες, ο φαρμακοποιός, ο
ιδιοκτήτης της κάβας, το κορίτσι από το
φροντιστήριο ξένων γλωσσών, είχε προ
πολλού αναχωρήσει από το μάταιο τούτο
κόσμο, κι η κόρη έπρεπε να δουλεύει
πρωί-βράδυ για να μπορεί να ανταπεξέρχεται
στους γιατρούς της μάνας, και στα δικά
της, βέβαια, το έριχνε που και που έξω,
λέγανε οι φαρμακόγλωσσες, που στέκονταν
πίσω-πίσω, κάνοντας δήθεν τις
αποτροπιασμένες, χωρίς να παραλείπουν
ούτε μια κουβέντα από αυτές που αντάλλασσαν
οι αστυνομικοί, που τώρα προσπαθούσαν
να βρουν την κόρη στο κινητό ή σε κάποιο
συγγενικό σπίτι. Η έλα-έλα, κάθε τόσο
τους έριχνε ένα βρισίδι, βλέποντας να
μην εισακούονται οι εκκλήσεις της, το
οποίο προκαλούσε τη θυμηδία και μια
κάποια ψευτοντροπή της ομήγυρης, άλλοτε
ξεμπρόστιαζε τις γειτόνισσες, όταν τις
αναγνώριζε, όσο τα κατάφερνε τώρα που
το φως μειωνόταν κι η υγρασία θόλωνε
την ατμόσφαιρα. Η γριά ίδρωνε, κάποιες
σταγόνες έπεσαν κάτω στο πεζοδρόμιο,
εκεί που στεκόνταν οι τρεις γάτες, μια
οικογένεια, πατέρας, μάνα, παιδί, με
αυτήν την παραδοσιακά ιεραρχημένη
σειρά, μπροστά από τα όργανα της τάξης,
παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα με
αδημονία, μόνος τους φόβος, μην κλείσει
κάποιος το καπάκι από το σκουπιδοτενεκέ
και τους στερήσει το βραδυνό φαγητό.
Μέσα στη μουντάδα ίσα
που πρόλαβε να δει την κόρη της να βγαίνει
αναμαλλιασμένη από ένα ταξί, με λαχτάρα
κάρφωσε τα υγρά θολωμένα μάτια της στην
οικεία φιγούρα, τώρα όλα θα σιάξουν,
σκέφτηκε και ησύχασε, έκλεισε τα αυτιά
της, χωρίς να ακούει τις σειρήνες,
έκλεισε τα μάτια της, χωρίς να δει τα
ανθρωπάκια με τα άσπρα που μπαίνανε
μαζί της από την είσοδο της πολυκατοικίας.