«Καλά,
αδερφέ, που σκοτώθηκες! Σήκω τώρα· μήπως
χτύπησες;
Μωρέ
σκοτώθηκα! Δεν μπορώ να σηκωθώ! Δε με
πιστεύετε;»
Και
μ’ ένα βογγητό τελείωσεν ο λόγος του,
κ’ η φωνή χύθηκε παραπονιάρα, ραγισμένη,
σα νάχε πάθει από πέσιμο κι αυτή. Κ ‘
έφτασε στ’ αυτιά τους η φωνή του τόσο
λυπητερή, βαθειά βγαλμένη από φυλλοκάρδια,
τόσον έξαφν’ αλλαγμένη· απ’ τον πόνο,
ξεψυχισμένη, που τους περίχυσεν ιδρώτας
και τους τρεις. Είδαν πως δεν ήταν χωρατά
(...)
«Μωρέ
Μήτρο!» μπόρεσαν μόνο να ξεφωνίσουν, κι
έτρεξαν να τον πιάσουν, να του δώσουν
χέρι για να σηκωθεί.
«Έτσι
για το τίποτε· παραπάτησα…γλύστησα…να,
σε μια φλούδ’ απάνου· λεμονοκόμματο
θα ήταν…να πάθω τέτοιο κακό…Αχ!
Σκοτώθηκα!»
Κ.
Παλαμάς, Θάνατος παλληκαριού
(1901)
γύρω
από το άψυχο κορμί του μαίνονται μάχες
τρομερές
κάποια
βέλη εξοβελίστηκαν με συγκαταβατική
αδιαφορία
τα
μμμ και τα μμε μηρυκάζουν τις συνήθεις
συμβατικότητες
κάποιοι
σκυλεύουν το νεκρό με τον ίδιο τόνο και
ύφος που συζητάνε για τα νέα μέτρα
συγκρατημένο
μένος
κάποιοι
πάνε να αρπάξουν τα εύσημα
σαβάνωμα
με κούφιες λέξεις
κάποιοι
προσπαθούν να βρουν το δίκιο του
συστήματος σε έναν άδικο θάνατο
κι
εσύ που δεν ήξερες ότι αν ήσουν ξένος,
μπορεί και να περνούσες απαρατήρητος
που
δε γνώριζες ότι κάποια παιδιά από τις
επώνυμες άκρες της πόλης το κάνουν
παιχνίδι γιατί έχουν καβάντζα το
χαρτζιλίκι για να πληρώσουν αν τους
πιάσουν
δεν
είχες μάθει ήξερες ότι πρέπει να φοράς
κράνος, ακόμη και με το ποδήλατο, να
έχεις φώτα στο μοτο-ποδήλατο, να φέρεις
διακριτή σήμανση, να φοράς ζώνη, να
οδηγείς προσεκτικά, να περνάς από τις
διαβάσεις, να περιμένεις στη σειρά σου,
να κοιτάς τη δουλειά σου, να θάβεις το
δίκιο σου, να περπατάς φοβισμένος, να
βρίσκεις τρόπους να υπεκφεύγεις, να
γλυτώνεις από την εφορία, να τσαμπουκαλεύεσαι
- ιδίως όταν έχεις λερωμένη τη φωλιά
σου.
Σκόνταψες
παληκαρά μου μεταξύ λογικής κι ευαισθησίας