Είναι ένα καλόβολο ποτάμι. Τρεις φορές έχουν εκτρέψει την κοίτη του. Όπου το πάνε, πάει. Τη μια δεν βολεύει τους αγρότες, την άλλη τους παραθεριστές με τα πάνω-στο-κύμα-σπίτια, την τρίτη βρίσκουν μια συμβιβαστική λύση. Κι αυτό εκεί. Να μην πνίγει κανέναν, όλους να τους αποδέχεται, να τους αρδεύει και να σχηματίζει στην εκβολή του κόσμους. Εκεί που κάθεται το καλοκαίρι, δεν έχει αρκετό νερό να βρέξει τα πόδια του στη θάλασσα. Πάνω από τρία μέτρα δεν το χωρίζουν απ το αλμυρό νερό κι αρκείται να σχηματίζει μια λιμνούλα-βιότοπο. Ξεδιψάνε τα πουλιά κι οι νυχτερίδες, βουτάνε τα βατράχια, κολυμπούν γυρίνοι και όλοι μαζί λένε τα δικά τους. Για τα καλοκαίρια και τα οικογενειακά. Φτερωτές μανάδες καλούν τα μικρά τους για φαγητό, ιπτάμενοι μπαμπάδες γυρνούν φορτωμένοι λάσπη και σκουληκάκια. Λαχταριστές λιχουδιές και σλπουφ-σπλαφ-κουάκ ολόγυρα. Για τους άτολμους τα καλοκαίρια είναι μια ουτοπία, για τους τολμηρούς είναι ο τόπος μόνιμης κατοικίας. Το παράθυρο στην επανάσταση που βλέπει μια ζωή άξια στους ταξιδευτές. Κι ας μην βρίσκεσαι πάντα στο ίδιο μέρος. Τα χελιδόνια για παράδειγμα, αναζητούν καλοκαίρια όλο το χρόνο. Αλλάζουν ηπείρους και δικαιώνονται.