Είναι ένα καλόβολο ποτάμι. Τρεις φορές έχουν εκτρέψει την κοίτη του. Όπου το πάνε, πάει. Τη μια δεν βολεύει τους αγρότες, την άλλη τους παραθεριστές με τα πάνω-στο-κύμα-σπίτια, την τρίτη βρίσκουν μια συμβιβαστική λύση. Κι αυτό εκεί. Να μην πνίγει κανέναν, όλους να τους αποδέχεται, να τους αρδεύει και να σχηματίζει στην εκβολή του κόσμους. Εκεί που κάθεται το καλοκαίρι, δεν έχει αρκετό νερό να βρέξει τα πόδια του στη θάλασσα. Πάνω από τρία μέτρα δεν το χωρίζουν απ το αλμυρό νερό κι αρκείται να σχηματίζει μια λιμνούλα-βιότοπο. Ξεδιψάνε τα πουλιά κι οι νυχτερίδες, βουτάνε τα βατράχια, κολυμπούν γυρίνοι και όλοι μαζί λένε τα δικά τους. Για τα καλοκαίρια και τα οικογενειακά. Φτερωτές μανάδες καλούν τα μικρά τους για φαγητό, ιπτάμενοι μπαμπάδες γυρνούν φορτωμένοι λάσπη και σκουληκάκια. Λαχταριστές λιχουδιές και σλπουφ-σπλαφ-κουάκ ολόγυρα. Για τους άτολμους τα καλοκαίρια είναι μια ουτοπία, για τους τολμηρούς είναι ο τόπος μόνιμης κατοικίας. Το παράθυρο στην επανάσταση που βλέπει μια ζωή άξια στους ταξιδευτές. Κι ας μην βρίσκεσαι πάντα στο ίδιο μέρος. Τα χελιδόνια για παράδειγμα, αναζητούν καλοκαίρια όλο το χρόνο. Αλλάζουν ηπείρους και δικαιώνονται.
(Μα παραμένει ευγενικός και γλυκότροπος κι έστω μια τερατώδη ανωμαλία μπορείς και να την παραβλέψεις.)
Ο Γ. Είναι ιδιοκτήτης και οδηγός πούλμαν. Μικρός ονειρευόταν να γίνει πιλότος. Τώρα μοιάζει σαν κακογερασμένος Τομ Κρουζ με μπυροκοιλιά και κρεμασμένο πρόσωπο. Μόνο τα top gun γυαλιά του παραμένουν αειθαλή. Κληρονόμησε μερικά επαγγελματικά λεωφορεία από τον πατέρα του, δουλευτή, μονοκόμματο και σφιχτοχέρη. Κληρονόμησε και μεγάλο μέρος του χαρακτήρα του. Φραγκοφωνιά τον κουτσομπολεύουν όλοι. Τάχθηκε από τους πρώτους στο κίνημα Δεν πληρώνω, όχι από επαναστατικότητα αλλά γιατί θεωρούσε πως του έκλεβαν χρήματα κι αυτό δεν βολευόταν στο προσωπικό του σύμπαν. Οι χονδροειδείς θεωρίες της Χρυσής Αυγής κάλυψαν τις ανύπαρκτες γνώσεις του με ταχύτητα εφορμούσας λάβας. Ξαφνικά, βρέθηκε να γνωρίζει την αιτία των πάντων, να εκφέρει πολιτικό –νομίζει- λόγο, αυτός ο αφιερωμένος λάτρης των φράγκων, ο χωρισμένος με τη γνώση και την οποιαδήποτε εμβάθυνση. Στον κόσμο δεν υπάρχουν κενά, αν δεν φροντίσεις να γεμίσεις με κάτι καλό το μυαλό σου, αν χρόνια απαξιείς να μελετάς και να σκέφτεσαι, σκουπίδια θα ρθουν να καταλάβουν το χώρο.
(Μα έχει ένα ξεχωριστό γούστο στη μουσική. Από έντεχνο μέχρι άριες. Έχει κι έναν βασιλικό κάθε καλοκαίρι στην άκρη του παρμπρίζ, κάτω από τα αυτοκόλλητα των τελών κυκλοφορίας. Κι αυτός ο βασιλικός δείχνει ευτυχισμένος)
Ο Δ. Πριν γίνει μαϊμού ήταν μπράβος. Ακόμα μοιάζει με μπράβο. Ογκώδης και κακόγουστος. Μαϊμούδες έλεγαν στη μεγάλη εταιρεία που δουλεύει τους ρουφιάνους. Όποιον έβαζαν στο μάτι οι μαϊμούδες ήταν τελειωμένος μέχρι το σχόλασμα. Λίγα λεπτά πριν λήξει το ωράριο, ο καταδικασμένος δεχόταν ένα τηλεφώνημα από το τμήμα προσωπικού: «περάστε από το Ταμείο για την αποζημίωση.» Λίγο μετά το ΠΑΣΟΚ, οι μαϊμούδες απενεργοποιήθηκαν, αλλά ποτέ δεν διώχθηκαν. Ο Δ. αγωνιούσε να ξεχωρίσει. Άρχισε να μελετάει κάτι Λιακόπουλους κι αργότερα κάτι sites που βγαίνανε πρώτα-πρώτα στις αναζητήσεις Hoax. Στρίμωχνε όλα του τα πιστεύω στο αρκουδοκορμί και κοινωνούσε την ακράδαντη άποψή του παρενεχλώντας τους συναδέρφους που πάσχιζαν να δουλέψουν ακόμα κι όταν ανοιχτά έδειχναν να βαριούνται. Στην Χ.Α. βρήκε το φυσικό του χώρο. Τώρα έχει και τα σχετικά μαύρα μπλουζάκια κι απ΄όλα κι η μαϊμού ξαναξύπνησε. Απέκτησε θέση στο Σωματείο και σε κάθε ενημέρωση τραβάει φωτογραφίες και βίντεο τους παρευρισκόμενους.
(Μα είναι κάτι άνθρωποι που όσο κι αν σκάβεις να τους συγχωρέσεις δεν βρίσκεις ψίχουλο ή ψυχή.)
Τρεις περιπτώσεις
Ο Β. κοντεύει τα σαράντα. Ξερακιανός, αγέλαστος, αλύγιστος (είναι κι αυτοί οι πόνοι στη μέση). Αφιερώνει τις ώρες του στην αγάπη του κι η ηρεμία στο πρόσωπό του δείχνει πως η αγάπη αυτή –η επιστήμη- αντιγυρίζει δώρα. Ούτε οικογένεια ούτε ιδιαίτερες σχέσεις με φίλους ούτε μια γυναίκα να συναγωνίζεται τις αγαπημένες του εξισώσεις. Ούτε χάρτες με σημαδεμένους κρυφούς θησαυρούς-προορισμούς ούτε καν ένα βιβλίο να τον ταξιδέψει. Ωστόσο ο Β. δεν είναι μισάνθρωπος. Ευγενικός, διακριτικός και ήπιος καθώς είναι, σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα του οπαδού της Χρυσής Αυγής. Όταν του είχα πει πως υποστηρίζει μια εγκληματική οργάνωση, έκανε ένα βήμα πίσω, σκέφτηκε –όπως πάντα πριν απαντήσει- κι είπε πως όχι, δεν μπορεί να είναι εγκληματική οργάνωση. Του έδωσα μια συλλογή στοιχείων για τη δράση των ναζί και χωρίς ν αμφισβητήσει άμεσα την πηγή, αναρωτήθηκε ποιοι και γιατί γράφουν τέτοια πράγματα. Τα ίδια τα γεγονότα δεν τα αντέκρουσε γιατί σαν έμπειρος μελετητής, σέβεται τα κείμενα που έχουν γραφτεί με παραπομπές έγκυρων και προσβάσιμων αναφορών. Ωστόσο παραμένει υποστηρικτής της ΧΑ. Συνεχίζει να ενημερώνεται από sites σημαδεμένα από παραποιημένα σύμβολα. Ίσως να τον κέρδισε η φρασεολογία των φασιστών. Τόσο κόντρα με τις διατυπώσεις του σιωπηλού του κόσμου. Τόσο αβασάνιστα συμπερασματική, πιθανόν ν’ αποτελεί μια ανάπαυλα στην πολυπλοκότητα των σχεδίων του. Κι είναι τόσο απλό, σ’ ένα κόσμο που καταρρέει ν αποδώσεις την ευθύνη στους ξένους, στους Εβραίους, στους εξωγήινους, όταν δεν έχεις συμπορευτεί με γήινους, συνανθρώπους, κοντινούς. (Μα παραμένει ευγενικός και γλυκότροπος κι έστω μια τερατώδη ανωμαλία μπορείς και να την παραβλέψεις.)
Ο Γ. Είναι ιδιοκτήτης και οδηγός πούλμαν. Μικρός ονειρευόταν να γίνει πιλότος. Τώρα μοιάζει σαν κακογερασμένος Τομ Κρουζ με μπυροκοιλιά και κρεμασμένο πρόσωπο. Μόνο τα top gun γυαλιά του παραμένουν αειθαλή. Κληρονόμησε μερικά επαγγελματικά λεωφορεία από τον πατέρα του, δουλευτή, μονοκόμματο και σφιχτοχέρη. Κληρονόμησε και μεγάλο μέρος του χαρακτήρα του. Φραγκοφωνιά τον κουτσομπολεύουν όλοι. Τάχθηκε από τους πρώτους στο κίνημα Δεν πληρώνω, όχι από επαναστατικότητα αλλά γιατί θεωρούσε πως του έκλεβαν χρήματα κι αυτό δεν βολευόταν στο προσωπικό του σύμπαν. Οι χονδροειδείς θεωρίες της Χρυσής Αυγής κάλυψαν τις ανύπαρκτες γνώσεις του με ταχύτητα εφορμούσας λάβας. Ξαφνικά, βρέθηκε να γνωρίζει την αιτία των πάντων, να εκφέρει πολιτικό –νομίζει- λόγο, αυτός ο αφιερωμένος λάτρης των φράγκων, ο χωρισμένος με τη γνώση και την οποιαδήποτε εμβάθυνση. Στον κόσμο δεν υπάρχουν κενά, αν δεν φροντίσεις να γεμίσεις με κάτι καλό το μυαλό σου, αν χρόνια απαξιείς να μελετάς και να σκέφτεσαι, σκουπίδια θα ρθουν να καταλάβουν το χώρο.
(Μα έχει ένα ξεχωριστό γούστο στη μουσική. Από έντεχνο μέχρι άριες. Έχει κι έναν βασιλικό κάθε καλοκαίρι στην άκρη του παρμπρίζ, κάτω από τα αυτοκόλλητα των τελών κυκλοφορίας. Κι αυτός ο βασιλικός δείχνει ευτυχισμένος)
Ο Δ. Πριν γίνει μαϊμού ήταν μπράβος. Ακόμα μοιάζει με μπράβο. Ογκώδης και κακόγουστος. Μαϊμούδες έλεγαν στη μεγάλη εταιρεία που δουλεύει τους ρουφιάνους. Όποιον έβαζαν στο μάτι οι μαϊμούδες ήταν τελειωμένος μέχρι το σχόλασμα. Λίγα λεπτά πριν λήξει το ωράριο, ο καταδικασμένος δεχόταν ένα τηλεφώνημα από το τμήμα προσωπικού: «περάστε από το Ταμείο για την αποζημίωση.» Λίγο μετά το ΠΑΣΟΚ, οι μαϊμούδες απενεργοποιήθηκαν, αλλά ποτέ δεν διώχθηκαν. Ο Δ. αγωνιούσε να ξεχωρίσει. Άρχισε να μελετάει κάτι Λιακόπουλους κι αργότερα κάτι sites που βγαίνανε πρώτα-πρώτα στις αναζητήσεις Hoax. Στρίμωχνε όλα του τα πιστεύω στο αρκουδοκορμί και κοινωνούσε την ακράδαντη άποψή του παρενεχλώντας τους συναδέρφους που πάσχιζαν να δουλέψουν ακόμα κι όταν ανοιχτά έδειχναν να βαριούνται. Στην Χ.Α. βρήκε το φυσικό του χώρο. Τώρα έχει και τα σχετικά μαύρα μπλουζάκια κι απ΄όλα κι η μαϊμού ξαναξύπνησε. Απέκτησε θέση στο Σωματείο και σε κάθε ενημέρωση τραβάει φωτογραφίες και βίντεο τους παρευρισκόμενους.
(Μα είναι κάτι άνθρωποι που όσο κι αν σκάβεις να τους συγχωρέσεις δεν βρίσκεις ψίχουλο ή ψυχή.)
Δυο δέντρα
Δυο δέντρα. Το ένα πανύψηλο κι από δω κάτω μπορεί και να μοιάζει αλαζονικό, το άλλο λίγο παραπέρα, του φτάνει ας πούμε μέχρι το λαιμό. Ένας φοίνικας και μια μανόλια. Εκείνος κοιτάζει τον ουρανό, κι εκείνη έχει χίλια μάτια κι άλλα τόσα απλωμένα κλαδιά πνιγμένα στα μπουμπούκια και στην ευωδιά. Ανοίγει τις πολλαπλές αγκαλιές της και σκορπάει τα δώρα της. Έχει να δώσει, να δώσει και μοιάζει να μην στερεύει η πλημμύρα της αγάπης της. Ίσως και να μην υπάρχει η αλαζονεία που αποδίδει το ανθρώπινο βλέμμα μου στον φοίνικα. Μπορεί να μην είναι παρά μια πατρική παιχνιδιάρικη αυστηρότητα. Μπορεί να ψιθυρίζει η μανόλια στα πουλιά: μην κάνετε τόση φασαρία, θα το πω στον μπαμπά κι εκείνος να συγκρατεί ένα χαμόγελο κάτω από τα σπαθωτά μουστάκια του. Γιατί κι οι δυο τους δεν είναι παρά σπίτια. Σπίτια αποδημητικών. Θα μπορούσες να πεις και μετανάστες τα χελιδόνια. Όταν η μια πατρίδα γίνεται αφιλόξενη, αναζητούν μια πιο θερμή αγκαλιά. Κι εκεί που πάνε, δεν αντιμετωπίζονται ως παρείσακτοι. Η φύση δεν έχει πατρίδες ούτε μετανάστες. Όλη η γη είναι σπίτι, νομίζω πως λένε τα χελιδόνια.
Εξαιρετική-
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο σπονδυλωτό αφήγημα, Νέφωσις. Πολύ εύστοχη η τυπολογία σου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣμουτς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο, Εύη, Silent, σας ευχαριστώ και σας φιλώ. :))
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι Χαυγίτες της διπλανής πόρτας που λέμε εεε;
ΑπάντησηΔιαγραφή