Προχθές είχα
κατέβει στην Αθήνα. Η μέρα ήταν μουντή,
ο ήλιος πάλευε να ξεμυτίσει, ο καιρός
μόλις που ξάνοιγε μετά τα πρωτοβρόχια.
Το κέντρο εξακολουθούσε και στάλαζε
μαυρίλα και θλίψη. Ο περισσότερος κόσμος
περπατούσε σχεδόν τρεκλίζοντας και
όταν κάποιος σκούνταγε τον άλλον, το
πιθανότερο ήταν ότι θα τον “στόλιζε”
κι από πάνω. Οι συνήθεις συζητήσεις με
τους μικροπωλητές παρέμεναν στον αέρα,
οι συναλλαγές στα περίπτερα γινόντουσαν
χαμηλόφωνα, οι λαχειοπώλες, φώναζαν εις
μάτην. Περιφερόμενοι και απόκληροι
τόνιζαν το ταμπλώ βιβάν της γενικότερης
απελπισίας.
Περιμένοντας
να περάσω από το φανάρι της Πατησίων,
μπροστά στο Λουμίδη που μοσχοβολούσε
καφέ και καραμέλες βαλντά ένιωσα την
αναστάτωση από τα δεξιά μου. Καμιά
διακοσαριά άτομα κατέβαιναν πιάνοντας
τη μισή Πανεπιστημίου, ενώ δίπλα τους
αυτοκίνητα και μηχανάκια περνούσαν
αδιάφορα. Μια πορεία από απεργούς, πρώην
εργαζόμενους της ναυπηγοεπισκευαστικής
ζώνης, υποστηριζόμενη από κάποιες λαϊκές
συνελεύσεις και άνεργους από γειτονιές
υποβαθμισμένες και τώρα πια ταπεινωμένες.
Με συνθήματα ξεθωριασμένα, με φωνές
ξεψυχισμένες, και ένα ταμπούρλο από
πίσω να κρατάει κάποιο ρυθμό, σίγουρα δεν
στόχευαν την “ανατροπή”. Κατέβαιναν
προς την Ομόνοια και μετά-υπέθεσα-στο
υπουργείο εργασίας, κοινωνικών ασφαλίσεων,
απασχόλησης, ανεργίας ή όπως αλλιώς το
λένε σήμερα... Στον απόηχο του “απεργιακού
κλοιού”, που εντέχνως
τονίζουν και οι ειδήσεις, κάποιοι
πρώην και νυν εργαζόμενοι συνέχιζαν να
μας θυμίζουν ότι τίποτε δεν τελειώνει
μέχρι να τελειώσει.
Κοντοστάθηκα
και τους κοίταζα έναν-έναν·
προσπαθούσα να αναγνωρίσω κάποιο
λαμόγιο, προσπαθούσα να εντοπίσω κάποιον
τεμπέλη δημόσιο υπάλληλο, να ταυτοποιήσω
κάποιον που τον διόρισε ο πατέρας του,
να ξεχωρίσω κάποιον για τον οποίο έγλυψε
κατουρημένες ποδιές η μάνα του, κάποιον
που να θέλει να κάθεται και να πληρώνεται,
κάποιον που να παραποίησε τη σύνταξη
από αναπηρία...
Είχαν ήδη περάσει
όταν συνειδητοποίησα ότι στεκόμουν
προσοχή. Αυτοί είναι οι ήρωες της
καθημερινότητάς μου, της πατρίδας μου,
της εποχής μου, αυτοί που χάνουν το
μεροκάματό τους, αυτοί που το έχουν ήδη
χάσει, αυτοί που δεν είναι “αγωνιστές”,
αυτοί που δεν πάνε να ξεκινήσουν την
επανάσταση αλλά να βρουν το δίκιο τους,
αυτοί που δεν θέλουν να καθοδηγούνται
και να ποδοπατούνται, που αυθόρμητα
βγαίνουν στο δρόμο, αυτοί που αφελώς
και εις το διηνεκές επιμένουν, όλοι
αυτοί πρέπει να παρελάσουν σήμερα.
Οι υπόλοιποι
εμείς που φοβόμαστε, που δεν αντέχουμε,
που βαριόμαστε, που δεν πιστεύουμε, ας
μείνουμε στα γραφεία και στα σπίτια μας
κοιτώντας φαρμακωμένοι μέσα από τις
κουρτίνες...