Πλέον, ούτε στην εκδρομή γλυτώνεις. Την εκδρομή, που κάθε φορά την βαφτίζουμε τελευταία.
Τι μπορεί να πληγώσει περισσότερο;
Ο βοσκός που θέλει αεροδρόμιο στο οροπέδιο με το μοναδικό δρυοδάσος ώστε αντί για τα πρόβατα, να ασχοληθεί με κάποιου είδους τουρισμό;
Οι κάτοικοι με τα καμένα από το 2007 σπίτια, που προτίμησαν με τα χρήματα τα προσφερόμενα από τον πλούσιο συντοπίτη τους –παλιά, τους έλεγαν ευεργέτες αυτούς- να χτίσουν απρόσωπες μοντέρνες κατοικίες και όχι παραδοσιακά πετρόκτιστα;
Η αναγεννημένη μετά την καταστροφική πυρκαγιά, φύση που εκρήγνυται από ομορφιά για να θαυμαστεί μόνο απ’ τους περαστικούς τουρίστες;
Τα αντικρινά καφενεία πασόκων-νεοδημοκρατών που είναι ακόμα γεμάτα και ξέχειλα από επιχειρήματα αντιπαλότητας;
Τα σημαιάκια κι οι παρελάσεις των χωριών που δεν ανήκουν πια σε χώρα αλλά σε πεδίο βολής φτηνό όπου ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι;
Η κολλητή που χαρακτηρίζει την πατρίδα της κωλότοπο και τους πατριώτες της κωλοέλληνες και δεν θέλει το παιδί της να μεγαλώσει στο σιχαμένο τόπο;
Κάποιοι από τους φίλους που σπεύδουν να συμφωνήσουν μαζί της;
Οι έλληνες που έχουν αποδεχθεί την ευθύνη του συνανθρώπου τους, του ταξιτζή , του εφοριακού, του εργαζόμενου στη ΔΕΗ, του κάθε ενοχλητικού απεργού, αλλά θεωρούν τον εαυτό τους μειοψηφική εξαίρεση;
Οι άλλοι Έλληνες που γλυκαίνουν κοιτάζοντας ραχούλες και ουρανούς, που απαντούν με ευγένεια όταν τους ζητήσεις βοήθεια στο δρόμο, που θέλουν να σε κεράσουν έναν καφέ στην πλατεία του χωριού τους, αλλά τώρα, σωπαίνουν, σκύβουν το κεφάλι, υποχωρούν κι ανέχονται το βρισίδι;
Που ένας ολόκληρος λαός έπεσε και τσακίστηκε κι αντί να μαζέψει τα κομμάτια του και να προσπαθήσει να σταθεί στα πόδια του, κατηγορεί πότε το ένα του αυτί, πότε το μάτι, πότε το στομάχι και πότε τις τρίχες της κεφαλής του;
Και πώς να το εμποδίσω αυτό; Πώς να σταματήσω να αιμορραγώ από τα βέλη των γειτόνων και των αδερφών, όταν ο κανιβαλισμός γίνεται καθημερινό άθλημα;
Θα πρέπει να κρατάω στο μυαλό κάποιες άλλες εικόνες.
Να μια.
Η παρέα των 25 φίλων -μια ντουζίνα πιτσιρίκια κι οι γονείς τους- ξεκινάμε πεζοπορία στο άγνωστο ποτάμι και μάλιστα χωρίς οδηγό. Στο σταυροδρόμι, αποφασίζουμε από κοινού να πάρουμε το λάθος μονοπάτι. Βαδίζουμε στον ήλιο κι ο ήχος του νερού, όσο πάει ξεμακραίνει. Το πιο μικροκαμωμένο απ’ τα παιδιά, αεικίνητο κι αθλητικό, προπορεύεται και μας παρακινεί συνέχεια να προχωρήσουμε. Λίγο ακόμα και λίγο παρακάτω. Μετά από δύο ωρών κουραστική πορεία χωρίς αντίκρισμα, χωρίς ρυάκια και σκιερά πλατάνια, αντιλαμβανόμαστε πως ο δρόμος μας καμιά σχέση δεν είχε με τον προορισμό μας. Πρέπει να γυρίσουμε νικημένοι. Και τότε, το πιτσιρίκι –είναι δεν είναι οκτώ χρονών- που μας έλεγε «ελάτε, πάμε λίγο παρακάτω» διεκδικεί την προσοχή μας δηλώνοντας με δύναμη που αναρωτιέσαι πού τη βρίσκει:
«Εγώ φταίω! Εγώ σας έφερα εδώ! Εγώ επέμενα να προχωρήσουμε! Είναι δικό μου το λάθος!»
Κι είναι αυτό το βλαστάρι των φίλων, που δεν ξέρει ακόμα ποιος είναι ο Καζαντζάκης -αλλά θα έκανε τον κυρ Νίκο να ριγήσει- ο πιο μεγάλος κι ο πιο ωραίος Έλληνας, ο λόγος για να μένεις, να πολεμάς και ν’ αγαπάς τον τόπο με τους χίλιους λάθος δρόμους του.
Εσείς λέτε ότι αποφασίσατε από κοινού, το πιτσιρίκι λέει ότι φταίει εκείνο. Μάλλον δεν είναι τυχαίο βλαστάρι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ συγκινητικό το ποστάκι σου nefosis
Δεν είναι καθόλου τυχαίο τ' άτιμο. Το καλό είναι πως είναι πολλά και μεγαλώνουν γρήγορα. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφο! Κράτα την ομορφιά και πορέψου μ΄ αυτήν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ newagemama. Προσπαθώ ν' ακολουθήσω τα χνάρια της ομορφιάς, ασθμαίνοντας όλο και περισσότερο. :-))
ΑπάντησηΔιαγραφή