Επί ένα χρόνο εκτίω τη χρηματική ποινή μου, σιγά-σιγά ξεκίνησε να φυλλοροεί και η ψυχική μου αντοχή, και γίνομαι ένα με όλους που, περισσότερο φτωχοί, περισσότερο φοβισμένοι, σκυφτοί, σκυμμένοι, στα τέσσερα, προχωράμε στα άδυτα μιας ζωής που δεν ξέρουμε γιατί συμβαίνει. Να διαρρήξουμε τους κανόνες, τις φυλακές, να ξεσκεπάσουμε την ειρωνεία και την αλητεία, την προδοσία δεν την αντέχει κανείς, αλλά ποιος αναλογίζεται αυτά που καθημερινά προδίδουμε;
Μια μικρή οικιακή καταστροφή, όπως αυτές που συμβαίνουν στα σπίτια δεκαετιών, που σε επηρεάζει περισσότερο από τις άλλες φορές, γιατί όλα είναι σόλοικα πια, όλα σου μοιάζουν λιγότερα από ότι στο παρελθόν, στο κοντινό παρελθόν, και ανοίγεις το παράθυρο στην πραγματικότητα και αυτή σε κοιτάζει με απορία, το κλείνεις πίσω σου και επιστρέφεις άδοξα στο φυλάκιό σου, αναζητώντας όσα μάταια καταστράφηκαν. Ερανίσματα που δεν αρχειοθετήθηκαν, ευχές που δεν στάλθηκαν, ρούχα που δεν αγοράστηκαν, λίστες που δεν τελείωσαν, παλίμψηστα της καθημερινότητας. Για μας τους απλούς θνητούς η κόλαση βρίσκεται στα μικροπράγματα.
Και οι ήχοι να φτάνουν απέξω σε παρτίδες, σε κβάντα σιωπής και ορυμαγδού, κι εσύ να μοχθείς να βρεις ποιος είχε δίκιο και ποιος είχε άδικο, να διαλέξεις όμορφες εικόνες για να σε συνοδέψουν λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος και να απομειώσεις τις εκκρεμότητες που σε θα κοιτάξουν από το ταβάνι μόλις ανοίξεις τα μάτια.
Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, το καλό που τους θέλω, κι εσύ μες τη σιωπή, ψηλαφίζεις τη μορφή του, με τα ακροδάχτυλα βαδίζεις στο πρόσωπό του, με τη γλώσσα σκουπίζεις τα χείλη του. Πρέπει να προφυλαχτείς και να αναθεωρήσεις, πόσο εγωισμό μπορείς να κρατήσεις αφήνοντας έξω την αξιοπρέπεια, πόσα θέλω έπρεπε να ξεστομίσεις όταν μπορούσες; Κουλουριασμένη κάτω από το πάπλωμα-γιατί δεν υπάρχουν παπλώματα στις κινηματογραφικές ταινίες; αποζητάς τη ζεστασιά του κορμιού, κι εκείνο σφαδάζει, πονάει απ’έξω και από μέσα. Με πόνο μόνο ξεπερνιέται ο πόνος, και ξανακοιτάς το βιβλίο δίπλα στο κρεβάτι, γράμμα σε ένα παιδί που δεν θα γεννηθεί ποτέ, που ρίχτηκε πάνω από αυτό που διάβαζες μέχρι πρότινος και που καρτερικά σε περιμένει.
Πότε θα ξανακοιμηθείς ανάλαφρα πάλι; Χωρίς το πάπλωμα να σε βαραίνει προσπαθώντας να σε πείσει ότι το έχεις ανάγκη. Ούτε σήμερα λες να ανάψουμε καλοριφέρ. Και σβήσε κανένα φως μπας και εξοικονομήσουμε κάτι. Νυχτερινές βαλκάνιες πόλεις, χωρίς φώτα και με σβηστές επιγραφές, μόνο που εσύ πίστεψες ότι διαφέρεις, κι έβαζες τα λαμπρότερά σου σε κάθε περίσταση, νομίζοντας ότι διαχώριζες τη θέση σου από το κυριακάτικο νυφοπάζαρο στο χωριό. Γλεντούσες ανέμελα την κάθε στιγμή, υψωμένη στην υπερβολή, και να τώρα, κατακρημνίστικες στα τάρταρα και στη ντροπή.
Ναι η τέχνη και η αγάπη μπορεί να σε σώσουν, μα με ποια δύναμη θα καταφέρεις πάλι να τις αναγνωρίσεις όταν τις συναντήσεις;
Σαν να μίλησες για τις σκέψεις πολλών από μας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΛεω να σε βιαβάζω ..
Καλημέρα!
Διάβασα αυτό: Οι άνθρωποι φτιάχτηκαν να αγαπιούνται και τα πράγματα να χρησιμοποιούνται. Επειδή αγαπήσαμε τα πράγματα και χρησιμοποιούμε τους ανθρώπους, κάναμε τη ζωή χαοτική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόλις αναθεωρήσουμε, θα διαπιστώσουμε πως οι απώλειες είναι λιγότερες απ' όσες νομίζαμε. Κυρίως για όσους περιβαλλονται από αγάπη :-)
Για τους απλούς θνητούς και ο παράδεισος είναι στα μικροπράγματα. Και αν ζούσες πριν την κάθε στιγμή στο φουλ, τώρα λογικό να πονάς και κάθε στιγμή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ φόβος μη τυχόν δεν αναγνωρίσεις την αγάπη, είναι ίσως η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ακόμα μπορείς. Κι αν κάποια στιγμή ξεχαστείς λίγο, σίγουρα θα φροντίσει το συννεφάκι να σε ξυπνήσει!
καλημέρα!
τι ωραία που τα γράφεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήχαίρομαι να σε διαβάζω
Λιακάδα, Νέφωσις, Φαούδι, Ξωτικό, σας υπερευχαριστώ για τα σχόλιά σας! Η ημέρα μου συνεχίζει να είναι υπέροχη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝέφωσις, σίγουρα όταν απαλλαγούμε από το άχθος των αντικειμένων θα είμαστε πιο ανοιχτοί στο σύμπαν και στην αγάπη...