Ένας μικρός κόλπος αγκαλιάζει τη θάλασσα. Η παραλία προστατεύεται από αέρα και κύματα, τα νερά αστράφτουν, το ψιλοχάλικο ξεκολλάει εύκολα απ' το σώμα. Γύρω-γύρω μοσχοβολούν τα πεύκα, τα γερμένα στην αλμύρα. Σαν να
κρυφακούνε την αύρα, σαν να ετοιμάζονται ν' αποθέσουν φιλιά.
Κι εκεί που ετοιμαζόμαστε να υμνήσουμε ειδύλλια και καλοκαίρια, μια ασχήμια παραφωνεί ξεδιάντροπα. Πάνω στην παραλία, είναι χτισμένο ένα παράνομο. Με ξύλα ξεδοντιάρικα, σκουριασμένα καρφιά, ντενεκεδένια οροφή. Η παράγκα φτωχαίνει την ομορφιά τριγύρω. Μα έλα που είναι αρχαία. Έλα που δεν γίνεται να ζωγραφίσεις την παραλία χωρίς να μουτζουρώσει μόνο του το χέρι αυτό το φτηνιάρικο κτίσμα στη μέση.
Κι εκεί που ετοιμαζόμαστε να υμνήσουμε ειδύλλια και καλοκαίρια, μια ασχήμια παραφωνεί ξεδιάντροπα. Πάνω στην παραλία, είναι χτισμένο ένα παράνομο. Με ξύλα ξεδοντιάρικα, σκουριασμένα καρφιά, ντενεκεδένια οροφή. Η παράγκα φτωχαίνει την ομορφιά τριγύρω. Μα έλα που είναι αρχαία. Έλα που δεν γίνεται να ζωγραφίσεις την παραλία χωρίς να μουτζουρώσει μόνο του το χέρι αυτό το φτηνιάρικο κτίσμα στη μέση.
Στο καλύβι μένει μια οικογένεια με πολλά κι απρόβλεπτα πιτσιρίκια. Εκεί που για ώρες μένουν σιωπηλά, εκεί, μόλις ένα αρχίσει να μιλά, σκοτώνονται τα υπόλοιπα να καλύψουν τη φωνή του.
Τα πιτσιρίκια είναι μόνιμοι σκασιάρχες. Είχαν μια γιαγιά πιανίστρια και πολύ μορφωμένη και για κάποιο περίεργο λόγο, επικρατεί η ιδέα, πως αφού η μακαρίτισσα ήταν μουσική ιδιοφυΐα, ε, τα εγγόνια δεν έχουν να διδαχθούν τίποτα στο σχολείο. Αυτό πιστεύει κι η μάνα τους και δεν τα στέλνει στο δάσκαλο. Η εκπαίδευση είναι μια περιττή πολυτέλεια. Ας είναι δωρεάν. Μόνο, λίγο πριν τις εξετάσεις καλεί έναν χρυσοπληρωμένο φροντιστή, να τους πει τα θέματα στα γρήγορα για να τα κάνουν σκονάκια και να περάσουν την τάξη. Τα πιτσιρίκια αλητεύουν, κλέβουν, ψαρεύουν, λίγο δουλεύουν στο άγονο χωραφάκι πίσω απ’ την παράγκα, μα κανείς δεν φέρνει αρκετό φαί στο σπίτι.
Πατέρας δεν υπάρχει. Πολλοί γαμπροί πάνε κι έρχονται. Τα παιδιά είναι πολλών και αγνώστων πατεράδων που αφήνουν το κατιτί τους στη μάνα, αλλά βουτάνε περισσότερα απ' όσα δίνουν. Κι ενώ αυτά τα ξέρουν όλοι, στην οικογένεια το χουν μυστικό. Για την οικογένεια, τα παιδιά παρθενογεννήθηκαν απευθείας από τη γιαγιά την πιανίστρια.
Τελευταία στο σπίτι, μπαινοβγαίνουν τρεις γκόμενοι. Έρχονται και φεύγουν όλοι μαζί. Τρεις φλώροι που η μάνα τους φιλάει τα πόδια και άλλα μέλη του σώματος. Πάντα μπροστά στα παιδιά. Οι φλώροι όλο και ζητούν περισσότερα. Όχι πια απ' τη μάνα που δεν φτουράει, αλλά απ' τα παιδιά. Κάθε φορά, φεύγουν θυμωμένοι απειλώντας ότι δεν θα ξαναπατήσουν. Σκληροί άντρες τάχα μου, με μπούκλες και φράντζες. Έχουν σκίσει τη γάτα εξ αρχής. Όλο λένε θα δώσουν λεφτά στη μάνα, αν αφήσει νηστικά τα κακομαθημένα για να μάθουν, μα όσο κι αν ένα-ένα τα ορφανά πεθαίνουν, λεφτά δεν μπαίνουν στο σπίτι.
Η μάνα, ταπεινωμένη κι εγκαταλελειμμένη ξεπουλάει κάθε αξιοπρέπεια για ένα τελευταίο φιλί. Αχ. Κι όλο αυτό το λέει στη γειτονιά και στα
παιδιά πολιτική και διαπραγμάτευση. Όταν ήταν νεώτερη και της έφερνε χρήμα το γκομενιλίκι, το βάφτιζε δημιουργική λογιστική. Τώρα όμως, το έχει ρίξει στη δημιουργική
γραμματική.
Κάθε φορά που οι γκόμενοι φεύγουν με καινούριες απαιτήσεις
και νέα βίτσια, η μάνα- η παρατημένη γκόμενα, ρουφάει τη μύτη, σκουπίζει το πασαλειμμένο
ρίμελ απ τα μαραμένα μάγουλα και
μεταμορφώνεται από σκισμένη γάτα σε κουτσαβάκη. Στρέφεται στα παιδιά της,
φοράει μια μουστάκα και τα παραμυθιάζει πως είναι πατέρας βαρύς κι ασήκωτος. Τα πλακώνει στα χαστούκια μέχρι να μολογήσουν
πως την καταδικάζουνε τη βία. Τη βία που νοιώθουν να ξυπνάει μέσα τους, αλλά
ποτέ-ποτέ τη βία της μάνας, γιατί αυτή είναι μια βία μόνιμη και νόμιμη. Σύμφωνα
με τους κοινωνικούς λειτουργούς που επισκέπτονται την παράγκα και αμείβονται
κρυφά από τη μάνα σε είδος και από τους γκόμενους σε χρήμα, η βία της μάνας/πατέρα είναι μια βία σεβαστή
και δεν λέγεται βία. Έχουν συμφωνήσει όλοι να τη λένε προστασία.
Μετά τα χαστούκια κι αφού τα πιο αδύναμα απ τα παιδιά έχουν
πεθάνει στο ξύλο, το κουτσαβάκη/παρατημένη γκόμενα μαζεύει τα δαρμένα
πιτσιρίκια και τους βγάζει λόγο. Τους λέει πως όλα πάνε καλά και σύντομα θα
σταματήσουν οι χειμώνες στην παραλία, γιατί η μάνα μιλάει με το θεό και
της έχει τάξει πως θα καρφώσει ένα χοντρό ήλιο πάνω απ την παράγκα κι όλο το
χρόνο θα κάνει ζέστη. Σύντομα, πολύ σύντομα, τους υπόσχεται η μάνα, θα πείσει τους
3 γκόμενους να φύγουν κι όλα αυτά που κάνουν στην ίδια και στα πιτσιρίκια θα
σταματήσουν.
Το περίεργο σ’ όλη αυτή την ιστορία είναι πως τα περισσότερα πιτσιρίκια την πιστεύουν.
Το χειρότερο είναι, πως μερικά πιτσιρίκια ονειρεύονται, όταν και αν μεγαλώσουν, να γίνουν κι εκείνα μάνες στη θέση της μάνας.
Και εσείς, που δεν είστε του mainstream, αγαπητή μου, θα δυσκολευτείτε στην εύρεση εναλλακτικής απασχόλησης ως αφηγήτρια τέτοιων παραμυθιών, που στερούνται happy end. The blue pill, the blue pill
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάλιστα Mr Smith. Πάω Mr Smith! :Ρ
Διαγραφή