Το
καπέλο μου μόλις που χορτάριασε
Bashô
Για
μας τους μεσόγειους φτάνει η στιγμή που
νιώθουμε ότι το καλοκαίρι έχει φτάσει.
Είτε με τη μορφή μιας οσφρητικής ανάμνησης
γεμάτης αρμύρα και πευκοδάσος, είτε με
τη μορφή μιας μικρής οφθαλμαπάτης στα
παιχνιδίσματα του ήλιου καθώς περπατάς
στ' αναμμένα πλακόστρωτα της πόλης.
Είναι από εκείνες τις στιγμές που μας
ξεπερνούν, αλλά δεν χάνονται, μόνο μας
σημαδεύουν, κάθε χρονιά πιο δραματικά
και πιο απελπισμένα.
Τότε το μυαλό σου ξεχνά τα δεινά της επιβίωσης, παίρνει το πρώτο καράβι, και φεύγει μακριά…Χαζεύεις τους γλάρους, ταΐζεις τα ψάρια, κυλιέσαι σε βρεγμένες αμμουδιές, γυμνά πόδια, μαζεύεις σπασμένα κοχύλια, λευκά βότσαλα, ακούς τα τζιτζίκια, μυρίζεις σπαρμένες πευκοβελόνες, σβήνεις τη λαγνεία κάτω από αλμυρίκια, καυτή άμμος, μεθάς με τις γρήγορες ανάσες ενός ποδηλάτη, λέξεις φτερωτές, προσπαθείς να διαχωρίσεις τις πορτοκαλιές αποχρώσεις του δειλινού, βρέχεσαι από τ’αστέρια, γλύφεις το ξεραμένο αλάτι που στραφταλίζει στα βράχια, ρουφάς αχινούς και πεταλίδες, αμαρτωλά φιλιά, πιπιλάς ρώγες σταφυλιού, αξεδίψαστα φιλιάς, δαγκώνεις ώριμα σύκα, ωμή σάρκα, στριφογυρίζεις παρακαλώντας για τη φενάκη που θα σε φέρει πίσω, ατέλειωτες αναμονές σε καφενεία, αποζητάς την ενδελέχεια των σινιάλων, τους ανεμοδαρμένους φάρους, τις πυγολαμπίδες στο δρόμο, ξεχύνεσαι απελπισμένα μες τα κύματα-μπας και σωθείς, κυνηγάς τη μέρα, πεθαίνοντας κάθε νύχτα
Τότε το μυαλό σου ξεχνά τα δεινά της επιβίωσης, παίρνει το πρώτο καράβι, και φεύγει μακριά…Χαζεύεις τους γλάρους, ταΐζεις τα ψάρια, κυλιέσαι σε βρεγμένες αμμουδιές, γυμνά πόδια, μαζεύεις σπασμένα κοχύλια, λευκά βότσαλα, ακούς τα τζιτζίκια, μυρίζεις σπαρμένες πευκοβελόνες, σβήνεις τη λαγνεία κάτω από αλμυρίκια, καυτή άμμος, μεθάς με τις γρήγορες ανάσες ενός ποδηλάτη, λέξεις φτερωτές, προσπαθείς να διαχωρίσεις τις πορτοκαλιές αποχρώσεις του δειλινού, βρέχεσαι από τ’αστέρια, γλύφεις το ξεραμένο αλάτι που στραφταλίζει στα βράχια, ρουφάς αχινούς και πεταλίδες, αμαρτωλά φιλιά, πιπιλάς ρώγες σταφυλιού, αξεδίψαστα φιλιάς, δαγκώνεις ώριμα σύκα, ωμή σάρκα, στριφογυρίζεις παρακαλώντας για τη φενάκη που θα σε φέρει πίσω, ατέλειωτες αναμονές σε καφενεία, αποζητάς την ενδελέχεια των σινιάλων, τους ανεμοδαρμένους φάρους, τις πυγολαμπίδες στο δρόμο, ξεχύνεσαι απελπισμένα μες τα κύματα-μπας και σωθείς, κυνηγάς τη μέρα, πεθαίνοντας κάθε νύχτα
Ξυπνάς·
βλέπεις το ποτήρι με το λιγοστό ζεσταμένο
νερό δίπλα· το μόνο που διακρίνεις ένα
κόκκινο σημάδι, παρατημένο καρπούζι στο
πιάτο σου. Με τρεμάμενο χέρι προσπαθείς
να το φτάσεις. Μήπως και σβήσεις τις
κραυγές που όλη νύχτα έβγαζες.
Αγαπημένος στίχος λέει : "Αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις" . ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήεξού και ο Μίλτος;)
Διαγραφήτο διόρθωσα τώρα...
Διαγραφή