«Μα τι πατάει; Μα, πείτε μου, τι πατάει; Θέ μου τι πατάει;» αναρωτιόταν δυνατά, αλλά και από ευγένεια χαμηλόφωνα, με το ιδιαίτερό του στυλ ο Λεωνίδας, έχοντας δώσει τη dslr μηχανή του στον Βούλγαρο επιστάτη που προθυμοποιήθηκε να αποθανατίσει την αποχαιρετιστήρια φωτογραφία της εκδρομής. Κι όλοι εμείς βλέποντας τον επιστάτη να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τα διάφορα κουμπιά που προεξείχαν από διαφορετικά σημεία της μηχανής, και αισθανόμενοι την αμφίθυμη αγωνία του Λεωνίδα, ξεσπάσαμε σε γέλια. Ένα γέλιο αυθόρμητο και ατόφιο, ταυτόχρονο και πηγαίο που μας διέσωζε από το απαραίτητο στήσιμο της αναμνηστικής φωτογραφίας. Ένα γέλιο που ανέδυε όλη τη χαρά μιας επιτυχημένης εκδρομής. Μιας εκδρομής που από τον μικρότερο έως τον μεγαλύτερο θα μας μείνει αξέχαστη, για διαφορετικούς λόγους στον καθένα. Και η φωτογραφία, ακαδράριστη και ερασιτεχνική, συλλαμβάνει ακριβώς αυτή τη στιγμή. Είναι από αυτές τις φωτογραφίες που πιάνουν το flair της στιγμής μεταφέροντάς το στο διηνεκές, που αποτυπώνουν το απροσδόκητο, αλλά και το εκπληρωθέν. Βλέποντάς την, μετά από χρόνια, θα αναγνωρίζουμε την αλεγράδα του Σαββατοκύριακου. Τη χαρά που καταφέραμε να δραπετεύσουμε από την καθημερινότητα και να βρεθούμε κοντά στη φύση μαζί με άλλους ανθρώπους σε ίσους όρους. Να τα πούμε με φίλους, με κολλητούς, με συνεργάτες, με κάποιους που δεν γνωρίζαμε. Τα παιδιά είχαν έτσι και αλλιώς στηθεί, υπακούοντας στους γονείς τους, τα παιδιά δεν έπιασαν το αστείο, αλλά για τα παιδιά η ζωή είναι πάντα αστεία.
Στον Λεωνίδα, που γιόρταζε χθες