*
από το
μπότη στο ροΐ κι απ' τση συκιάς το γάλα
[παροιμία
από την Ηλεία, προκειμένου περί απίθανου]
η
συκιά έστεκε εκεί στην άκρια του λόφου,
αρχέγονη κι απροσποίητη, εκατό χρόνια
της χάρισαν την πρώτη φορά, ξεγελώντας
την, μπας και τους αντέξει, χειμώνες,
στο αγιάζι με τα κλαδιά της παρακλητικά,
άνοιξες, περιμένοντας τους ορνιούς να
την γονιμοποιήσουν, καλοκαίρια, φορτωμένη
και συλημένη, φθινόπωρα, με τα φύλλα της
να την εγκαταλείπουν και να ροβολούν,
κι αυτή να κρατάει στο διηνεκές· είναι
πια γριά, πάνω από δέκα χιλιάδες χρόνια,
από την εποχή που τραγούδαγαν τα παραμύθια
κι έψελναν την αντρειοσύνη,
ανθρώπινα
ισοδύναμα της έχουν δώσει, αλλά αυτή
δεν το γνωρίζει, ξέρει μόνο από ήλιο κι
αέρα, από νερό και χώμα κι από ιερό
χορτάρι· στο σώμα της ακούμπησαν
πολεμιστές και γεωργοί, κλέφτες κι
αρματολοί, αντάρτες και βοσκοί, στα
κλαδιά της κρεμάστηκαν καριοφίλια και
τσαμπούνες, σχοινιά και μάλλινες
πλεξούδες, τα φύλλα της μια φορά τα’κοψε
η γριά να φτιάξει πομάδα για τις
κρατσοελιές, το γάλα των καρπών της το
ζούληξε η νια να βράσει μυστικό μαντζούνι
για το σπέρμα του άντρα της, τους καρπούς
της τους χάρισε σε περαστικούς και
καβαλάρηδες, σε κορίτσια εύμορφα κι
άχαρους ζητιάνους, και στα παιδιά που
σκαρφάλωναν στον ουρανό για να μετρήσουν
τ’άστρα,
είδε κι
απόειδε απ’ του καιρού τα γυρίσματα,
από τις μέρες και τις νύχτες που
ερχόντουσαν κι έφευγαν χωρίς να αλλάζουν,
από τις ατελεύτητες λεηλασίες του
κορμιού της και τα παιδιά της τα συμβούλεψε
να κρύβουν τα άνθη τους, την καρδιά τους
να φυλάνε σαν τα άνθη της ψυχής τους,
μήπως και γλυτώσουν· κι η αλήθεια είναι
ότι έφτιαχνε όμορφα παιδιά, γαλαζοπράσινα
σφαιρικά και λεία, όπου την έτρεφε ο
ήλιος, αψιά και μυρωδάτα, όπου την πότιζε
η βροχή, με σάρκες ρόδινες
και μωβ, με επίγευση μέλι και κεχριμπάρι,
αλλά παιδιά παράκουα,
ούτε τη μάνα τους δεν άκουγαν, ούτε τη
μοίρα τους την άτυχη τη γνώριζαν· κάποια
θαρραλέα πρωτοκλασάτα ξεπρόβαλαν
πρώτα-πρώτα στους επίδοξους τροφοσυλλέκτες,
που εύκολα τα’βρισκαν και τα ξερίζωναν,
τα άλλα, ντροπαλά που
κρύβονταν πίσω από τα φύλλα, θα ‘μεναν
πίσω με τη μάνα τους, να μαραζώσουν πάνω
στο δέντρο, και στο τέλος θα πήγαιναν
άκλαφτα στο χώμα, να τα συνθλίψει κάποιος
περαστικός – μην τάχα είναι κάποιος
ήρωας, άλλα έτοιμα από
καιρό, περίμεναν το ξένο το χέρι να
καθορίσει την πορεία τους, κάποια
μπαγάσικα έκαναν πως είναι τάχα ώριμα,
ενώ κατά βάθος ήταν σκληρά κι άκαρδα
και ξίνιζαν όποιον τα’τρωγε, ενώ τα
μεγαλύτερα, άγουροι επαναστάτες, θύμωναν
κι έκαιγαν με το γάλα τους όποιον
τ'άγγιζε,
τα πολλά
τα΄κοψαν μια μέρα καλοκαίρι, τα φόρτωσαν
και τα’πιασαν σφιχτά, με αλυσίδες
σχοίνινες, τα‘μάσαν σε τσαπέλες και τα
πήγαν κάτω στο παζάρι να τα πουλήσουν,
οι άνθρωποι τα περίμεναν με προσμονή,
τα τρυφερά και τα ντελικάτα
που έλιωναν στο χέρι τους κι έγλειφαν
τα δάχτυλά τους, τα σαρκερά χοντρόφλουδα
που τα καθάριζαν αργά-αργά, και τα άλλα
τα βασιλικά που τα γεύονταν δαγκώνοντάς
τα απαλά, κι αυτά από τη Ρόδο, τα «γλυκά
σαν τα όνειρα» που έλεγε κι ο Έρμιππος, μια ουράνια γευσιγνωσία, έλεγαν, και τα
συνόδευαν με το ρακί και τα χλωρά τα
μύγδαλα,
όταν τα’φάγαν
τα παιδιά της, ένιωσε τον πόνο τους
αναστέναξε και ζάρωσε· η ζωή κρύφτηκε
μες στη ντροπή κι ο πόθος χάθηκε·
ένιωσε πως το τέλος της πλησιάζει και
ξοδεμένη σιώπησε περιμένοντας το
χινόπωρο· τα τρίλοβα τα φύλλα έπεσαν
κάτω κι έφτιαξαν χαλί δίχρωμο να
προφυλάξουν τις ρίζες της από τον κακό
καιρό που ο χαραδριός προμήνυσε,
όταν έφτασε
ο χειμώνας, έκοψαν ένα γυμνό κλαδί της,
φύτεψαν το ξερόκλαδο στο τέρμα του
χωραφιού κι η ζωή ξανάρχιζε...
*Φρέσκα σύκα
σε μπλε, λάδι σε επιφάνεια από πλαστικό,
22,85x22,85 εκ.
Halima Washington-Dixon