Έτυχε κι αυτές τις μέρες που ήμασταν όλοι μαζί, κόλλησαν τ’
αγόρια ίωση. Πρώτα ο μικρός, μετά ο καλός μου, στο τέλος ο όμορφος,
ένας-ένας, με γκούχου-γκούχου και πυρετό, ήρθαν και χουχούλιασαν στον
καναπέ, κουρασμένοι, μισό-έως πλήρως κοιμισμένοι.
Επιτέλους! Είχα το τηλεκοντρόλ στα χέρια μου κι ερήμην
αντιδράσεων, το δικαίωμα να διαλέξω ταινία χωρίς διαπραγμάτευση με τους θεσμούς!
Αχά!
Ξεκίνησα να ψάχνω τις βραβευμένες με όσκαρ. Με εντυπωσίασα
λίγο, τις έχω δει όλες. Αναρωτήθηκα αν κάποια από αυτές λαχταρούσα να την
ξαναδώ. Και να που η συγκεκριμένη έκανε μπλινκ-μπλινκ.
Κι έτσι, 32 χρόνια μετά, νάμαι να βλέπω το «Πέρα από την
Αφρική» μόλις για δεύτερη φορά, που τόσα χρόνια μετά, λογίζεται και σαν πρώτη
φορά. Θυμάμαι πως τότε το έργο αυτό το ’χα λατρέψει. Το ΄χα δει σε έναν κινηματογράφο που νόμιζα πως
είχε πια πεθάνει, στο Τριανόν, όμως όχι, υπάρχει ακόμα. Τι καλά που άλλη μια
βεβαιότητα διαψεύστηκε!
Το ερώτημα τώρα ήταν: είχε δίκιο άραγε η πιτσιρίκα που ήμουν;
Κι αν ήταν από αυτές τις ταινίες που κακογερνάνε;
Ήδη από τους τίτλους της αρχής, διαπίστωσα πως δεν είναι από
κείνες τις ταινίες. Είναι από τις άλλες, τις λίγες, που ο χρόνος αποθεώνει την
ομορφιά τους. Επίσης, είναι μια ταινία που από την αρχή ως το τέλος μιλάει για
την ομορφιά. Στήνει μια αντίθεση της χιονισμένης και μουντής Δανίας στα πρώτα
λεπτά, μόνο για να φανεί θριαμβευτικότερη η επικράτηση του αφρικανικού τοπίου
στη συνέχεια. Κι από τις πρώτες σκηνές όπου το τραίνο προσεγγίζει την Κένυα, ξέρεις
πως η ταινία θα πατήσει στη νοσταλγία, θα ζωγραφίσει τη νοσταλγία, θα τη
νοιώσεις να κυλά στο αίμα σου. Νοσταλγία για μια χώρα που –παρά τις υποσχέσεις
που είχες δώσει τότε στο νεανικό εαυτό σου- δεν έχεις ακόμα γνωρίσει, αλλά θα
σε κάνει ο Σίντνεϊ Πόλακ να τη γνωρίσεις, να τη λατρέψεις, μέσα από το βλέμμα
της Κάρεν Μπλίξεν.
Και να λοιπόν μια Μέριλ Στριπ πανέμορφη, που πιτσιρίκα τότε,
την είχα βρει ασχημότερη από ποτέ, μάλλον γιατί θυσίασε την κυματιστή
χρυσαφένια κώμη της για χάρη του ρόλου, υιοθετώντας ένα λουκ τρελής του Σαγιόρ,
όπως περίπου ήταν πάντα τα δικά μου μαλλιά, μόνο που τότε δεν μου άρεσαν.
Κι
είναι τόσο αναπάντεχα αποκαλυπτικό, το πώς βλέπουμε τους άλλους μέσα από τους
παραμορφωτικούς φακούς των προσωπικών μας οματογυαλιών, και πώς με το πέρασμα
του χρόνου, ενδέχεται να μαλακώσει αυτό το βλέμμα, να γλυκάνουν οι γωνίες και
να εστιάσουμε ας πούμε στο υπέροχο δέρμα της πανέμορφης-τονίζω- Μέριλ Στριπ,
στο στυλ, στην έκφραση και στο ότι, ναι, χωρίς καμία φανερή δυσκολία, ήταν η
Κάρεν Μπλίξεν, που μεταμορφώνεται μέσα
στην ταινία από συντηρητική και κτητική κοπέλα (οι Λιμόζ μου, η φάρμα μου, οι
Κικούγιου μου, ο άντρας μου) στη γυναίκα που έτσι κι αλλιώς εκκολάπτονταν εντός
της, που είναι δυναμική και Σεχραζάτ ταυτόχρονα, που χάνει ένα προς ένα όλα τα
«μου» της, το σύζυγο, την υγεία, το όνειρο της οικογένειας, τη σοδειά, τη
φάρμα, τις πορσελάνες, την Αφρική που λάτρεψε, το μεγάλο έρωτα κυρίως. Γιατί
εντάξει, το «Πέρα από την Αφρική» είναι μία ταινία για τον έρωτα. Και μιλώντας
για έρωτα, ερχόμαστε στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που δεν είναι ο πρωταγωνιστής,
σαφώς σιγοντάρει τη Μέριλ Στριπ, παίζει δεύτερη φωνή, όπως πολύ συχνά το
συνηθίζει τώρα που το σκέφτομαι. Δίνει το πρώτο βήμα στους συμπρωταγωνιστές
του, αρκείται στο να αναδεικνύει το δικό τους ταλέντο, βοηθάει πάντα εκείνους
να απογειωθούν. Νομίζω πως παρά τη γοητεία του –ίσως και στην προσπάθειά του να
την υπερβεί- κινήθηκε πάντα σε ρόλους υποστηρικτικούς. Ως Ντένις, είναι
υπέροχος.
«Σαν τον Μπραντ Πιτ, δεν μοιάζει ο Ρέντφορντ;» ρωτάει ο
όμορφος, ρίχνοντας μια ματιά στην οθόνη. Όχι, ο Μπραντ Πιτ μοιάζει του
Ρέντφορντ, τον διορθώνω και συμφωνεί. Και μόνο αρχιτεκτονικά εδώ που τα λέμε. Ο
Ρέντφορντ έχει αυτό το βάθος στο βλέμμα που ουδέποτε κατέκτησε ο Πιτ.
Στο μακρινό 1987 που είχα πρωτοδεί την ταινία, μου είχε
φανεί ενοχλητικά ρυτιδιασμένος. Σήμερα, μου φάνηκε καθηλωτικός. Είχε ήδη αποφασίσει
να επιτρέπει στον χρόνο να σημαδεύει το πρόσωπό του, να συμφιλιώνεται με τη
φύση, σε αντίθεση με το υπόλοιπο Χόλυγουντ κι ενώ είναι πολύ καλός ηθοποιός,
τόσο γήινος και σοφός, ουδέποτε διακρίθηκε για το υποκριτικό του ταλέντο,
προφανώς τιμωρούμενος για το πόσο ωραίος άνδρας ήταν. Κι ο ίδιος, ουδέποτε
ξέπεσε στην ευκολία του τσαλακώματος προκειμένου να εκβιάσει μια υποψηφιότητα.
Ήταν πάντα ο Ρέντφορντ, εκτυφλωτικός στην αρχή της καριέρας του, ρυτιδιασμένος
στη συνέχεια, γερασμένος, πάντα όμως πιστός στον εαυτό του. Γι’ αυτό ήταν κι
ένας υπέροχος Ντένις. Όταν ήμουν πιτσιρίκα, ήμουν πολύ πιο συντηρητική
φαίνεται, γιατί ο χαρακτήρας του Ντένις με εκνεύριζε. Γιατί φεύγει κι αφήνει
την Κάρεν; Γιατί δεν θέλει να την παντρευτεί ενώ αναγνωρίζει πόσο υπέροχη είναι;
Τώρα, ήμουν πολύ περισσότερο με τον Ντένις. Τον τύπο που μαγεύεται από τα
παραμύθια, που βλέπει για πρώτη φορά αεροπλάνο και την επόμενη μέρα μαθαίνει να
πιλοτάρει, που δεν μιλάει ποτέ για τα μικρά και τα σημαντικά, τα χρέη, τις
σοδιές, την τιμή του καφέ, τον πόλεμο, που κοιτάει ολόισια στα μάτια την αγάπη
του και τις λέει: δεν είμαστε ιδιοκτήτες, μόνο περαστικοί, που ζει τη ζωή του
σαν το προσωπικό του παραμύθι και δεν διανοείται να τη ζήσει αλλιώς παρά μόνο
στο παρόν σαν γνήσιος Μασάι, που δεν μπορεί να αντιληφθεί το αύριο κι αν τον
φυλακίσεις, θα πεθάνει γιατί αδυνατεί να σκεφθεί ότι αύριο μπορεί να τον
απελευθερώσεις. Που τελικά την πείθει για τη δική του προσέγγιση, και σαφώς με
βρίσκει σύμφωνη, πως εκείνος έχει το δίκιο κι ας είναι ο μόνος που το πιστεύει
αυτό. Κι εμείς απομένουμε να πιστεύουμε πως είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοιοι
άνθρωποι σε μια παραμυθένια έκδοση της πραγματικότητας. Γιατί έτσι. Γιατί θέλουμε να το πιστέψουμε-εγώ τουλάχιστον θέλω- τώρα πολύ περισσότερο από τότε, ίσως και το ίδιο, ίσως αυτό να μην το θυμάμαι καλά. Σε κάθε περίπτωση, το "πέρα από την Αφρική" είναι μια πολύ καλή αφορμή συγκρίσεων κι απολογισμών, αναμέτρησης του χειμώνα και του καλοκαιριού και συντριπτικής νίκης του τελευταίου.
Επίσης, ως πιτσιρίκα έιχα δίκιο. Η ταινία ήταν και παραμένει υπέροχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου