-Σημαιοφόρος!!!
φώναξε, ούρλιαξε σχεδόν, κάνοντας την
ομήγυρη να γυρίσει να την κοιτάξει πριν
αρχίσει να χαχανίζει, κι έφυγε τρέχοντας
για το σπίτι της να το προλάβει στη μάνα
και στην αγαπημένη της γιαγιά που καθόταν
στην πεζούλα. Ήταν τόσο μα τόσο περήφανη
που μαζί με το παρεάκι της θα παρέλαυναν
στην πλατεία του χωριού. Ήταν τόσο μα
τόσο ευτυχισμένη που θα κρατούσε τη
σημαία, που θα την παιάνιζε στον αέρα,
που θα την έγερνε σαν επιτάφιο λουλούδι
μπροστά στο μνημείο των πεσόντων. Ήταν
τόσο ξεμυαλισμένη που δεν πρόσεξε το
χρόνο που κυλούσε σαν νερό μες στην
κλεψύδρα.
Κι
ύστερα από κάμποσο καιρό, που δεν
μετριέται στις συνηθισμένες μονάδες
ιστορικού χρόνου, αλλά με βουναλάκια
έγνοιας και φροντίδας, που γράφεται
πάνω σε ανθρώπινες ρυτίδες και ξεθωριάζει
τις ατίθασες τρίχες...
...ξύπνησε
και είδε την πατρίδα της αδύναμη και
σκυθρωπή, ένιωσε κάμποσους γενναίους
να έχουν σκύψει το κεφάλι, διαισθάνθηκε
τα όρνια να παραφυλάνε, άκουσε για
μπουραντάδες και ταγματασφαλίτες, έμαθε
για δοσίλογους και μαυραγορίτες, για
θηριωδίες και εξορίες, είδε τους παλιούς
συμμαθητές της να φεύγουν για να πάρουν
μέρος σε άλλους πολέμους, σε χώρες
μακρινές, για να τιμωρήσουν λαούς που
κάποιοι άλλοι - οι δυνατοί - είχαν
κατονομάσει εχθρούς, έβλεπε να χτίζουν
φυλακές εκεί όπου, όπως είχε μάθει,
έπρεπε να χτίζονται σχολειά, έβλεπε να
υψώνονται τείχη στα σύνορα που είχαν
καταλυθεί, είδε να εξευτελίζονται
άνθρωποι που τολμούσαν να αντιστέκονται,
συνάντησε συνανθρώπους της να στήνονται
στην ουρά για ένα πιάτο ζεστό φαΐ,
είδε ήρωες να προπηλακίζονται,
σιδερόφραχτους φύλακες να στιβάζουν
ολοένα και περισσότερους πολίτες του
κόσμου σε σύγχρονα στρατόπεδα, διάβασε
για μετανάστες που αφήνονται και
πνίγονται στα γαλανά νερά της χώρας
της, είδε τους φυλακισμένους να
πολλαπλασιάζονται και τους αδύναμους
να μεταμορφώνονται σε ακόμη πιο αδύναμους, βίωσε τη διαφορετικότητα να καταδιώκεται, είδε αντί για αγάπη να μοιράζεται όξος
και χολή, άκουσε τους οιονεί οικουμενικούς
αρχιιερείς να προσεύχονται μόνο για
την εν Χριστώ αδελφότητα, γνώρισε
οικογένειες που περίμεναν τον έναν να
φροντίσει όλους τους άλλους, παιδιά,
μανάδες και παπούδες, έχασε φίλους που
ξενιτεύτηκαν, δάκρυσε με ζώα που
βασανίζονται, κάγχασε με ανθρώπους της
τέχνης και του λόγου που αλληλοεξευτελίζονται,
έζησε επίορκους γιατρούς, ωνησμένους
δικαστές και μηχανικούς που ξεπουλιούνται,
συνάντησε εργάτες να αλαλιάζουν στην
προσπάθειά τους να τα φέρουν πέρα, είδε
πατριδοκάπηλους και αρχαιολάγνους να
πρωτοστατούν σε λάθος μέρη με αχρεία
περιβολή, είδε τη δημοσιότητα να
ευτελίζεται και την εντιμότητα να
βασανίζεται...
Κι
έτσι όταν άκουσε τις εορταστικές πρωινές
καμπάνες, γύρισε το πλευρό και απλά
σκέφτηκε τα μάλλινα ρούχα που έπρεπε
να βγάλει από τις ναφθαλίνες.