Λέει το παραμύθι:
Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, ο Διάβολος έμαθε για έναν τόπο όμορφο σαν παιδικό όνειρο.
Απαλές κοιλάδες, πράσινοι λόφοι, λίμνες, ποτάμια, ρουμάνια και ρυάκια, μοσχοβολιά νοτισμένης γης, φορτωμένες μηλιές, όλων των λογιών τα ψιλόλιγνα δέντρα, αγριολούλουδα και φτέρες παντού.
Αποφάσισε το δίχως άλλο, να κάνει το μέρος δικό του.
Με ένα ΠΑΦ βρέθηκε στο φαράγγι του ορμητικού ποταμού Rheidol.
Εκεί, σε ένα δασωμένο πέρασμα, πάνω από τους καταρράκτες, τον καλημέρισε μια γιαγιά με ύφος ανήσυχο:
-Χάγια, του είπε στη γλώσσα των ντόπιων.
-Γεια σου και σένα κυρά, της ανταπάντησε ο Διάβολος. Πώς παν' τα κέφια; Σαν λίγο σκεφτική μου φαίνεσαι.
-Αχ και πώς να μην είμαι ξένε! Η χαζή η αγελάδα μου, πέρασε το βράδυ τα νερά και σήμερα που φούσκωσε με τη βροχή το ποτάμι, δεν μπορεί να γυρίσει. Κι έμεινε απέναντι η καλή μου η αγελάδα, που μου δίνει κάθε μέρα το γάλα της. Αχ!
-Μην σε νοιάζει χρυσή μου κυρία! Εγώ θα στα ρυθμίσω όλα! Αύριο το πρωί, θα σου 'χω έτοιμη την πιο όμορφη πέτρινη γέφυρα που 'χεις φανταστεί! Μόνο, να... θέλω να μου υποσχεθείς, κάτι. Ένα τιποτένιο αντάλλαγμα.
- Α, ναι; Μπορείς να κάνεις τέτοιο πράγμα; Θα με σώσεις! Αλλά ποιο είναι αυτό το τιποτένιο αντάλλαγμα; Χρυσάφι δεν έχω να σου δώσω.
- Δεν θέλω χρυσάφι, αποκρίθηκε ο διάβολος. Θέλω μόνο να μου τάξεις την ψυχή του πρώτου ζωντανού πλάσματος που θα διαβεί το γεφύρι. Εντάξει;
- Εντάξει, συμφώνησε η γιαγιά και οι σκιές απ' τα πανύψηλα ντόπια έλατα, τα πεύκα και τα πλατάνια, παρέλασαν πίσω απ' το βλέμμα της- όλες μαζί.
Γύρισε σπίτι της πιο ανήσυχη απ' όσο είχε φύγει.
Ποιος να΄ταν ο άγνωστος;
Από πού ξεφύτρωσε;
Πώς θα κατάφερνε -αν όντως έλεγε αλήθεια- να χτίσει σε μια νύχτα γεφύρι, στο πιο γρήγορο ποτάμι του τόπου και μάλιστα στο πιο απότομο κομμάτι του;
Και πώς θα γλίτωνε την ψυχή της; μια και- ποιος άλλος απ' την ίδια, θα ήταν το πρώτο ζωντανό πλάσμα που θα περνούσε το πρωί τη γέφυρα;
Εκεί που έσπαγε το κεφάλι της, ένα γουφ, της απέσπασε την προσοχή.
Ο παιχνιδιάρης σκύλος της, στριφογυρνούσε την ουρά κι αποζητούσε γελαστά χάδια.
Καθώς του έξυνε τη ράχη, σκέφτηκε πόση παρηγοριά είναι ένας σκύλος για τον άνθρωπο και πώς όλες οι έγνοιες ρουφιούνται και λιώνουν στη ζεστασιά του ζώου.
Και όπως ήταν φυσικό, η γιαγιά χαμογέλασε.
Την άλλη μέρα, όπως της είχε υποσχεθεί ο διάβολος, είδε μπροστά της, το πιο κομψό, σκαλισμένο πέτρα-πέτρα, κι όσο χρειάζεται καμπυλωτό κι ελκυστικό γεφύρι. Κι εκεί, στην απέναντι όχθη, η καλή και χαζή ασπρόμαυρη αγελάδα μασούλαγε (καταπώς έκανε πάντα) κι έδιωχνε τις πρωινές μύγες με την ουρά της.
Με ένα ΠΑΦ, ο διάβολος εμφανίστηκε από το δικό του τόπο- το Πουθενά, και τρίβωντας τα χέρια του, είπε στη γιαγιά:
-Χάγια καλή μου κυρά! Να εδώ μπροστά σου, το δικό μου κομμάτι της συμφωνίας μας. Μην ξεχάσεις ότι μου έταξες εσύ! Το πρώτο ζωντανό πλάσμα που θα διαβεί το γεφύρι, θα 'ναι δικό μου!
- Χάγια, το θυμάμαι, απάντησε η γιαγιά και βγάζοντας από την τσέπη της ένα κομμάτι ψωμί το πέταξε στην απέναντι άκρη του γεφυριού.
Ο σκύλος με την αεικίνητη ουρά, όρμησε κι όλος χαρά, πέρασε τη γέφυρα κι έφαγε το ψωμί.
Αν ο Διάβολος ήταν θνητός, θα πάθαινε αποπληξία.
-Με ξεγέλασες! Τι να την κάνω την ψυχή του σκύλου; Αυτή χαρίζεται μόνο στους ανθρώπους! Δεν θέλω να το ξέρω αυτό το μέρος! φώναξε στην κυρά και με ένα ΠΑΦ εξαφανίσθηκε.
Από τότε το γεφύρι ονομάστηκε του Διαβόλου, αν και ο Διάβολος δεν θέλει να 'χει καμιά σχέση μαζί του. Γιατί, μια και ο Διάβολος νικήθηκε, άφησε πίσω του ένα χάδι μαγείας.
Είναι τόσο ωραία εδώ, που κάθε ξένος, νοιώθει πως είναι στην πατρίδα του. Λογικό, μια και κοινή μας μάνα είναι η ομορφιά.
Επίσης, ίσως όχι και τόσο τυχαία, οι περισσότεροι ντόπιοι έχουν σκύλους. Συνήθως δύο ή τρεις ο καθένας. Όσοι περισσότεροι φυλάνε την ψυχή σου, τόσο το καλύτερο. Κι όλοι οι σκύλοι είναι φάτσες και χαϊδεμένοι. Στους δρόμους, δεν κυκλοφορεί ούτε ένα αδέσποτο.
To όνομα του τόπου προφέρεται σαν τραγούδι αλλά μόνο από όσους έχουν την κατάλληλα μελωδική φωνή. Δοκιμάστε ελεύθερα και δείξτε ιδιαίτερη τρυφερότητα σ' αυτό το Αχ στο τέλος: Pontarfynach
Όλες οι φωτογραφίες είναι του Λεωνίδα.
θέλω θέλω ΘΕΛΩ κι εγώ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτός ο τόπος είναι φτιαγμένος για σένα Σάιλεντ (και για το Νικόλα επίσης). Θα τον λατρέψεις. :)
ΔιαγραφήΑυτός ο τόπος είναι δικός μας (δεν μπορεί κανείς να μας τον πάρει). Πονταρφυναχαχχχχχ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ωραία που τα λέτε καλέ!
Διαγραφήκάποτε πήγα κι εγώ σ' αυτό το γεφύρι, αλλά κανείς δεν μου είπε την ιστορία του... σ' ευχαριστώ συννεφούλα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα βρεθούμε να σου πω πώς την έμαθα (χιχιχι). Να μας πεις και τα ινδικά. :)
ΔιαγραφήΠονταρφυναααχ ;) Πανέμορφο!!! Μπράβο του Λεωνίδα για τις εξαίσιες φωτο!
ΑπάντησηΔιαγραφή:)
Διαγραφήαυτό που όλοι οι αγαπημένοι τόποι έχουν ένα αχχ στο τέλος..
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα που το λες, δεν πρέπει να ναι τυχαίο. Περιμένουν μάλλον να τους κάνουμε τραγούδι και μας έχουν έτοιμες τις ομοιοκαταληξίες. :)
ΔιαγραφήΘέμε κι άλλη ιστορία για αυτόν το τόπο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΨήνεται. :)
Διαγραφή