Το μαγαζί βλέπει στο δρόμο, είναι ανοιχτό στον οποιονδήποτε και φιλικό προς τους πάντες. Η επιγραφή απλή και ξεκάθαρη:
ΤΟ Κ Ο Υ Ρ Ε Ι Ο. Μέσα, η ατμόσφαιρα είναι λαϊκή, η διακόσμηση απλοϊκή, τα προσωπικά ανακατεύονται με δημόσια και χρηστικά. Όλα πολεμούν την επιτήδευση. Αντικείμενα που στάζουν απλοχεριά, δώρα φίλων, πράγματα αγαπημένα, αναμνηστικά. Ο κόσμος του ολάκερος.
Φτάνοντας νωρίς το απόγευμα νοιώθω την ένταση. Είναι αρκετά μετά τις δεύτερες εκλογές του Ιούνη του 2012. Η θερμοκρασία έξω δείχνει 34,7 βαθμούς. Δρασκελίζω την ορθάνοιχτη πόρτα. Τους βλέπω όλους, μαζεμένους γύρω από τη κεντρική σκηνή με τον καθρέφτη και τις δερμάτινες παλιομοδίτικες καρέκλες. Μια αντροπαρέα. Στο βάθρο, ο Γιώργος σταματά να κουρεύει και γυρίζει προς το μέρος μου. Καλώς την. Με καλωσορίζει με ένα φιλί και αμέσως μετά μου προσφέρει ό,τι τραβάει η ψυχή μου. Κοιτάζω γύρω μου. Όλοι έχουν μπροστά τους από ένα πλαστικό ποτηράκι. Νερό προς το παρόν, και μετά θα σας ακολουθήσω στο κρασάκι. Ο Γιώργος κουρεύει τη Δήμητρα και ψιλοτσακώνονται. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί. Κάθομαι ήσυχα στον αυτοσχέδιο καναπέ περιμένοντας τη σειρά μου.
Κάποιος περνά και χαιρετά την ομήγυρη. Ο Γιάννης μπαίνει με το σκυλάκι του με αυτοσχέδιο λουρί. Βγάζει το καπέλο και βρίζοντας κάθεται να ξαποστάσει.
Η συζήτηση που προς στιγμή είχε παγώσει, ξαναρχίζει. Μιλάνε ανάκατα για τα νέα και τα παλιά. Σχολιάζουν ανθρώπους που δεν ξέρω. Αναφέρουν κάποιον από τους ιδρυτές των «φίλων του ανθρώπου», που έφυγε αθόρυβα, “όπως έπρεπε” πριν από κανένα μήνα.
Κάθε τόσο η συζήτηση γυρνά στα πολιτικά. Ήταν που στις εκλογές ψήφισαν όλοι τους διαφορετικά και τώρα, όλοι μαζί, ματαγυρίσαμε στα ίδια τα προηγούμενα. Παρόμοια, τα σχόλιά τους βωλοδέρνουν, μπρος-πίσω. Τα γνωστά πειράγματα, οι γνωστές ατάκες, με φόντο τις εκλογές, τους μετανάστες, την εξαθλίωση…Ο καθένας έχει και μια λύση, μόνο που όταν την προχωράει δεν του βγαίνει και πάει πάσο. Η οικειότητα της παλιοπαρέας που τα κουτσοπίνει. Μια παρέα, που τυχαία συναντιέται, που η σύνθεσή της αλλάζει χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, υποχρέωση στην υποχρέωση. Καταλαβαίνω ότι δεν «ανήκω» εδώ, η ζωή μου μακριά από την καθημερινότητά τους, νιώθω όμως καλοδεχούμενος εισβολέας.
Στρίβοντας ένα τσιγάρο, ο Γιώργος με καλεί για να με λούσει. Τον παρατηρώ. Δεν έχει αλλάξει τόσα χρόνια που τον ξέρω. Το ίδιο νταρκ-μπλου τζιν, τα μποτάκια χειμώνα-καλοκαίρι, τα μαλλιά μόνο μάκρυναν κι απόκτησαν ελάχιστες άσπρες τρίχες. Με λούζει με τη γνωστή ιεροτελεστία. Άφθονο νερό να τρέχει στο πρόσωπο, μασάζ με μυρωδάτο σαμπουάν, σκούπισμα με καθαρή πετσέτα. Σαπούνια, λάδια, αρώματα. Τα νέα σου. Πριν σηκωθώ, με ταΐζει στο στόμα σπιτική τυρόπιτα που έχει πια κρυώσει. Η σπιρτάδα του σπιτικού φαγητού με ζαλίζει. Νιώθω βασίλισσα.
Κάθομαι στην καρέκλα κι ο Γιώργος τινάζοντας τα ψαλίδια του, αρχίζει να με κουρεύει. Χαμηλώνω ελαφρά το σώμα μου και ξεχνιέμαι. Κάθε τόσο κοιτάζω στον καθρέφτη, προσπαθώντας να αναγνωρίσω τα χαρακτηριστικά μου που κρύβονται πίσω από τούφες και μπερδεύονται με τις τρίχες. Στην πραγματικότητα, ρίχνω λαθραίες ματιές στους υπόλοιπους της παρέας.
Κάποιος φέρνει τον κυρ-Αλέξανδρο, ντυμένο στα κατάλευκα. Έχει έρθει να κουρευτεί αφού το μπαμπακένιο μαλλί του δεν άντεχε τη ζέστη. Τον οδηγούν στη διπλανή μου επίσημη καρέκλα κουρέματος. Μετά τα πρώτα νέα και δυο-τρεις κουβέντες που ανταλλάσσει με τον πιανίστα, καταφτάνει το ποτηράκι του καλωσορίσματος. Έχει κέφι. Του κατεβάζουν το μπουζούκι και το απιθώνουν στα χέρια του. Το αγκαλιάζει στοργικά. Κι αρχίζει να παίζει. Βαμβακάρη με αφοσίωση, αλλά και με τα δικά του ταξίμια. Κλείνω τα βλέφαρα. Και αφήνομαι στην ομορφιά της στιγμής. Έξω βράζει ο τόπος, κι εγώ έχω ανατριχιάσει. Είμαι στο κέντρο του κόσμου. Τελειώνοντας, σηκώνει το ποτήρι του και μας χαιρετά. Χειροκροτήματα και δυνατά μπράβο.
Ο Ζαν-Μισέλ τραβάει φωτογραφίες, αφού πρώτα με ρωτήσει. Όσο στατική και στημένη είμαι, τόσο πιο φυσικές και ανάλαφρες βγαίνουν. Φτιάχνουν ένα άλμπουμ, για το μαγαζί, με τους φίλους-πελάτες. Το ξεφυλλίζω. Στην επόμενη έκδοση θα είσαι κι εσύ μέσα. Το υπόσχεσαι; Πρόμις.
ευλαβικά αφιερωμένο στην παρέα στο ΚΟΥΡΕΙΟ
ευλαβικά αφιερωμένο στην παρέα στο ΚΟΥΡΕΙΟ
"Έξω βράζει ο τόπος, κι εγώ έχω ανατριχιάσει. Είμαι στο κέντρο του κόσμου. "
ΑπάντησηΔιαγραφήέτσι.
Τι όμορφο Ρουμπίνη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΖήλεψα λιγάκι...
Φιλάκια κορίτσια:)
Φαντάσου στα σχολεία, αντί λέει για Θρησκευτικά, να διδάσκονταν την ικανότητα απόλαυσης μικρών δώρων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ωραίες εικόνες:-)
ΑπάντησηΔιαγραφήmy precious girls, σας ευχαριστώ πολύ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήχαίρομαι που δεν τα φαντάστηκα και τα έζησα όλα αυτά...
όταν βγήκα περπάταγα πάνω από τη γη...
καλό ΠΣΚ