«Αν βλέπεις με συμπάθεια τους Αφγανούς απεργούς πείνας, να πας να μείνεις στον Άγιο Παντελεήμονα!» Το τελικό επιχείρημα πολλών αγανακτισμένων με την κατάληψη της Νομικής.
Στον Άγιο Παντελεήμονα έγινε ο γάμος των γονιών μου. Εκεί βαφτίστηκα. Αργότερα παντρεύτηκε ο αδερφός μου και κάμποσοι κολλητοί. Έπληξα μέχρι θανάτου σε λειτουργίες διάρκειας γεωλογικών αιώνων, με αντάλλαγμα μερικές ώρες με τα φιλαράκια στην παιδική χαρά. Ναι, ομολογώ πως η επαφή μου με την εκκλησία έκρυβε πελατειακές σχέσεις.
Κι ενώ ο εντός της εκκλησίας χρόνος λίμναζε, ο εκτός, κύλαγε με χειμαρρώδεις ρυθμούς. Στα πλατύσκαλα παίζαμε στρατιωτάκια-ακούνητα-αγέλαστα και στις απίθανες κρυψώνες της πλατείας, κρατούσα την ανάσα μέχρι να περάσει αυτός που τα φύλαγε. Μιας κι οι γωνιές ανέδιδαν μυρωδιές αμμωνίας, κανείς δεν άντεχε να παραμείνει για πολύ ώρα κρυμμένος. Οι δυσάρεστες οσμές αποκαθιστούσαν ένα είδος δικαιοσύνης για τον καντέμη που βγήκε-και-τα-φυλάει-αυτός. Οι τραυματισμοί ήταν συχνοί κι όλοι διαθέταμε θαυμάσιες επιγονατίδες μόνιμης κρούστας ξεραμένου αίματος. Χαλίκια κολλάγανε στα παπούτσια, έγδερναν τις παλάμες και τα γόνατα στις πτώσεις. Οι κούνιες κι οι τσουλήθρες στην παιδική χαρά ήταν πάντα σκουριασμένες. Είχαμε μάθει ν’ αποφεύγουμε τα σχισμένα σίδερα. Σαν παιδί, ήμουν πεπεισμένη πως μια μεταλλική επιφάνεια δεν μπορεί να είναι λεία και λαμπερή. Τα περισσότερα παιχνίδια ήταν ξεχαρβαλωμένα. Γερμένα στο χώμα, χρησίμευαν σαν αναχώματα στο κυνηγητό. Βέβαια, για τη βρωμιά, τα κακοσυντηρημένα παιχνίδια και τα κοφτερά χαλίκια, κανείς δε νοιαζόταν. Όλοι τα θεωρούσαμε αυτονόητα.
Μετά το παιχνίδι, όλα τα παιδιά ζητούσαν σουβλάκια. Την επόμενη μέρα, οι μισοί από μας κοιλοπονάγαμε και νοιώθαμε δυστυχισμένοι, όμως γλυτώναμε το σχολείο και κάπως έφτιαχνε η διάθεσή μας –η ζωή δεν είναι εντελώς άδικη, ότι και να λένε. Κάτι μουρμουράγανε οι μανάδες για τα βρώμικα κρέατα και την ύποπτη προέλευσή τους. Αμφιβολίες εκφράζονταν και για το είδος των ζώων που χρησιμοποιούσαν στα ντονέρ, αλλά στην πραγματικότητα, κανείς δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Οι ίδιοι ιδιοκτήτες λειτουργούσαν τα μαγαζιά για χρόνια.
Στην εφηβεία, συναντιόμουν με τις φίλες μου στις κούνιες. Κλωτσούσαμε τα αιώνια πετραδάκια –που και που καμιά σύριγγα- κι αναλύαμε τις συμπεριφορές των καθηγητών και την αμηχανία ή το θράσος των αγοριών.
Στην πλατεία κυκλοφορούσαν διάφοροι παράξενοι τύποι, γνωστοί σε όλους. Ούτε για τις σύριγγες, ούτε για τους περίεργους νοιαζόταν κανείς.
Το πατρικό μου ήταν διαμέρισμα σε πολυκατοικία αντιπαροχής. Το παράθυρο στο παιδικό δωμάτιο έβλεπε σ’ ένα στενό, κάθετο στην Αχαρνών. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου υπήρχε ένα νεοκλασσικό με μισάνοιχτη πόρτα και φωτάκι. Διαβάζοντας, χάζευα την κίνηση στο σπίτι της Λουίζας-έτσι έλεγαν την κοπέλα. Η Λουίζα ήταν ένα πλάσμα μυστηριώδες. Η μαμά την περιέγραφε ως μια κυρία με πολλούς φίλους. Καθώς το έλεγε αυτό, ρούφαγε τη μύτη της κι αυτό ήταν κακό σημάδι. Δεν είχα δει ποτέ την κυρία με τους πολλούς φίλους. Θα πρέπει να δούλευε περισσότερο κι απ’ την αθώα Ερέντιρα του Μαρκές, γιατί δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει απ’ το σπίτι της. Τα πατζούρια της πάντα κλειστά κι η πόρτα να χάσκει αινιγματική και τρομακτική σαν στόμα στοιχειωμένου κάστρου. Οι φίλοι της κυρίας είχαν πολύ ενδιαφέρον, επίσης. Μπαίνανε βιαστικοί αποφεύγοντας να κοιτάξουν γύρω. Αν δεν σε βλέπω-δεν με βλέπεις, μοιάζανε να σκέφτονται. Βγαίνοντας, οι ντροπές τους εγκατέλειπαν. Πολλοί απ’ αυτούς, κούμπωναν το παντελόνι τους στο δρόμο. Μια απραγματοποίητη επιθυμία, ήταν να γίνω αόρατη και να τρυπώσω μέσα σ’ εκείνο το σπίτι. Ήθελα να ξέρω πώς ήταν, πώς μύριζε, πόσο φως είχε και κυρίως ήθελα να συναντήσω τη Λουίζα. Ήταν όμορφη; Κοίταζε τους πελάτες στα μάτια; Ήταν ζωντανό το βλέμμα της; Εντέλει, υπήρχε στ’ αλήθεια; Πώς γινόταν να την ξέρει όλη η γειτονιά εκτός από μένα;
Η περιοχή ήταν γεμάτη από σπίτια με φωτάκια κι όχι μόνο. Στο διπλανό δρόμο υπήρχε ένα διάσημο τσοντάδικο με πολύ ενδιαφέρουσες γυμνές φωτογραφίες, γεμάτες ενοχλητικά ορθογώνια χαρτάκια κολλημένα στις κορφές καμπυλών ή στα βυθίσματα εσοχών. Με τις φίλες μου, χαζεύαμε την είσοδο του κινηματογράφου πηγαίνοντας σχολείο και δίναμε σκουντιές η μια στην άλλη κρυφογελώντας. Αναρωτιόμουν, αν μεγαλώνοντας θα αποκτούσα ένα σώμα σαν αυτά στις φωτογραφίες –χωρίς τα χαρτάκια ασφαλώς. Ο κινηματογράφος ήταν διάσημος. Αν κάποιος δυσκολευόταν να καταλάβει πού μένεις, του έλεγες «κοντά στο Εσπέρια» κι οι απορίες ξεδιαλύνονταν. Κανείς δεν διαμαρτυρόταν για την τόσο ερωτική πλευρά της συνοικίας.
Χρόνο με το χρόνο, η καθημερινότητα γινόταν δυσκολότερη. Το νέφος αγαπούσε τον Άγιο Παντελεήμονα και στεφάνωνε πάντα τον ψηλό του τρούλο. Ο ουρανός έφτυνε τον αρρωστιάρικο βήχα του στα μούτρα των κατοίκων, αλλά εκείνοι έδειχναν γνήσια τεξανή περηφάνια για τη μεγαλύτερη εκκλησία των Βαλκανίων, την μόνιμα ανολοκλήρωτη.
Τα αυτοκίνητα πολλαπλασιάστηκαν τόσο, που δύσκολα αποφάσιζες να τα χρησιμοποιήσεις γιατί θα έχανες τη θέση και θα άλλαζες τουλάχιστον ένα μεταφορικό μέσο για να καλύψεις την απόσταση αυτοκινήτου-σπιτιού.
Τα σκουπίδια στοιβάζονταν σε ευωδιαστούς λόφους και σε κάθε βροχή, οι φραγμένες απορροές μετέτρεπαν τους δρόμους σε πλωτά ποτάμια. Μια και κανείς δεν διέθετε γόνδολα, δεν απολαμβάναμε τη μεταμόρφωση της γειτονιάς σε Βενετιά της Ανατολής. Ωστόσο, όλα αυτά ήταν τόσο δύσκολο να διορθωθούν, που κανείς δεν πίστευε πως άξιζε καν να προσπαθήσουμε.
Έφυγα από τον Άγιο Παντελεήμονα, λίγο πριν η συνοικία κατακλειστεί από οικονομικούς μετανάστες. Η πόλη με είχε κουράσει κι ήθελα τα παιδιά μου να μεγαλώσουν βλέποντας δέντρα, κότες, πρόβατα, γαλοπούλες και κουνέλια. Για κακή μου τύχη, η ανάπτυξη μ’ ακολούθησε. Το δάσος όπου χανόμουν με το μωρό στο μάρσιπο, μεταμορφώθηκε λίγο πριν τους Ολυμπιακούς, σε γειτονιά εξαντλημένων συντελεστών δόμησης με μπόλικους χώρους για τακτοποίηση.
Συχνά επισκέπτομαι το πατρικό μου, μια κι εκεί μένει η οικογένεια του αδερφού μου. Τα παιδιά του παίζουν στην πλατεία με τα φιλαράκια τους. Ρίχνω μια ματιά απ’ το παράθυρο του παλιού μου δωματίου. Το νεοκλασσικό της Λουίζας έγινε πολυκατοικία, αλλά διατηρούνται στην περιοχή πολλά φιλόξενα σπίτια, με όμορφες και φρέσκιες αλλοδαπές. Παιδιά, γονείς και περίεργοι τύποι έχουν γίνει πολυπολιτισμικοί. Στο δρόμο δεν ακούς πια ελληνικά. Νομίζεις πως βρίσκεσαι σε υποβαθμισμένη περιοχή του Παρισιού, ενώ περπατάς σε υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας. Τα αυτοκίνητα φωλιάζουν στις ξεφουσκωμένες ρόδες τους και τα σκουπίδια σχηματίζουν τις γνώριμες πυραμίδες. Τα βρώμικα μαγαζιά της περιοχής άλλαξαν χέρια. Δεν τα έχουν πια Έλληνες, αλλά είμαι σίγουρη πως οι νέοι ιδιοκτήτες διατηρούν τη γνωστή ποιότητα. Οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί κι ενώ ποτέ δεν ήταν πλούσιοι, τώρα δείχνουν επικίνδυνοι. Η εξαθλίωση φέρνει την απόγνωση και την οργή. Κυκλοφορούν αρκετοί αστυνόμοι αν και θα χρειάζονταν περισσότεροι οδοκαθαριστές.
Η αγανάκτηση αντικατέστησε την αδιαφορία. Πλέον όλοι νοιάζονται, ακόμα κι αν δεν έχουν πατήσει το πόδι τους στην «ιστορική» συνοικία. Κι όπως φαίνεται, κατάφεραν επιτέλους να εντοπίσουν τη ρίζα των χρόνιων προβλημάτων ∙ τους μετανάστες.
Η φωτογραφία είναι από το http://www.enet.gr/