Κατρακυλούσαμε επί 5 χρόνια. Χάναμε εθνική κυριαρχία,
δικαιώματα, μισθούς, κοινωνικές παροχές, υγεία, παιδεία, δημοκρατία (ό,τι
είχαμε από δαύτα), χάναμε φίλους, ζωές. Χάσαμε την μπάλα. Καθώς πέφταμε ούτε
που προσέχαμε τι χάναμε πια.
Αρπαζόμαστε από στιγμές, από βουτιές, από βόλτες, από
φίλους, από αγαπημένους. Παίρναμε σύντομες ανάσες και ξανακυλούσαμε. Σαν
πολυτραυματίες στην εντατική με απανωτές λοιμώξεις.
Χάσαμε και πράγματα που δεν προλάβαμε να προσέξουμε. Να
δώσουμε σημασία. Σβήστηκαν στις άκρες των ματιών μας.
Χάσαμε λέξεις.
Ίσως και να τις παραχωρήσαμε,
να τις προδώσαμε. Να, είπαμε:
Σκοτώστε αυτές κι αφήστε μας να ζήσουμε. Αφήστε μας λίγο ακόμα.
Πάρτε τη λέξη Πατρίδα κι αλλάξτε της
τα φώτα. Ερμηνεύστε την σε μισαλλοδοξία και φασισμό.
Πάρτε τη λέξη λογική και
γεμίστε την σκατοψυχιά.
Πάρτε την ανθρωπιά και λοιδορήστε την. Κάντε την συνώνυμο του λαϊκισμού.
Πάρτε την αλληλεγγύη και κάντε την trademark.
Πάρτε την ελπίδα και
γυρίστε την ανάποδα. Αδειάστε την.
Κι αφού αφήσαμε τις λέξεις να πεθάνουν, πάψαμε να τις πιστεύουμε.
Λέγαμε πως ποτέ δεν υπήρξαν στ’ αλήθεια.
Μην κατηγορείτε εμάς.
Αυτές ήταν ψέμα.
Κι όσο τις αρνιόμαστε, τόσο συρρικνωνόταν το κομμάτι της ψυχής μας που τους ανήκε.
Τόσο μικραίναμε και δεν βρίσκαμε το δρόμο να μεγαλώσουμε.
Πεισθήκαμε πως έτσι είχαν τα πράγματα και δεν γινόταν
αλλιώς. Αξία έχει το κέρμα που κουδουνάει στην τσέπη σου. Τα άλλα, που δεν
μπορείς να τα πιάσεις με τα χέρια, δεν υπάρχουν.
Και να τώρα, που σαν τρομαγμένο αδέσποτο, επιστρέφει το
περιεχόμενο των χαρακιών.
Να που οι λέξεις δεν πέθαναν, μόνο έπεσε σε λήθαργο ο τρόπος
που τις κοιτούσαμε.
Κι αρχίζουν να κερδίζουν πάλι σχήμα κι έννοια οι ιδέες.
Κι αν όλα πάνε στραβά. Κι αν βλαστημήσουμε την ώρα και τη
στιγμή, μπορεί η ανάμνηση αυτής της νεκρανάστασης να είναι μια κάποια νίκη. Ένα
κλαδί να κρατηθούμε ή ακόμα κι ένα στήριγμα να ξανασηκωθούμε.